Γαλλική, με όλα τα στοιχεία μιάς γαλλικής κομεντί, όπου κι εδώ παραλλάσσεται από τις τετριμμένες διότι το είδος «απιστία» μεταλλάσσεται σε κάτι διαφορετικό.
Και πάνω από όλα υπάρχει ένα ξεχωριστό κι ασυνήθιστο σεναριακό εύρημα ενώ παραλλήλως υπάρχουν κι οι τέσσερις βασικοί ηθοποιοί, ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΤΕΪΓ, ΓΚΙΓΙΟΜ ΚΑΝΕ, ΦΑΝΥ ΑΡΝΤΑΝ κι η λιγότερο γνωστή ΝΤΟΡΙΑ ΤΙΓΙΕΡ, που αποδεικνύουν αυτή τη γαλλική παράδοση στο παίξιμο της κομεντί, μια παράδοση που ξεκινά από το θέατρο τους κι έχει να κάνει με το ρυθμό με τον οποίο παίζουν, συντονίζονται κι ατακάρουν.. Κι αυτό το ρυθμό τον μεταφέρουν και στο σινεμά όπου μπορεί ναι μεν το μοντάζ να συνδράμει αλλά όλο ξεκινά από την παράδοση αυτή των ηθοποιών.
Ειδικώς η ΦΑΝΥ ΑΡΝΤΑΝ μου άρεσε ιδιαιτέρως σε αυτή την ταινία, όπως και γενικώς στις τελευταίες δεκαετίες, η οποία έχει δείξει μια ωρίμανση κι εξέλιξη όχι απλώς αξιοσημείωτη αλλά κυρίως μια ανέλιξη που της προσδίδει κύρος και στα μάτια μου ενίοτε φαίνεται κι ως διαδοχή της Κατρίν Ντενέβ στον αέρα και στην άνεση .
Εδώ, ας πούμε, παίζει την κομεντί με ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο, όπου, χωρίς να μεταμορφώνεται σε κλόουν και χωρίς ο ρόλος να είναι κωμικός εν τη γενέσει του, η Φανύ Αρντάν που υποδύεται μια γυναίκα φαινομενικά σκληρή, βρίσκει τρόπο την σκληρότητα να τη μεταβάλει σε αέρινη χάρη για να καταλήξει στο τέλος να μας δείξει μια άλλη εκδοχή αυτού του χαρακτήρα.. Κι όλα χάρη στον τρόπο με τον οποίο το έπαιξε.
Όχι ότι οι άλλοι ηθοποιοί υστερούν. Στα καλύτερα τους είναι τόσο ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΤΕΪΓ όσο κι ο ΓΚΙΓΙΟΜ ΚΑΝΕ.
Όπως επίσης κι αυτή η όχι τόσο γνωστή στους πολλούς ηθοποιός , η ΝΤΟΡΙΑ ΤΙΓΙΕΡ, που με το παίξιμο της δικαιολογεί τις σεναριακές ομοιότητες που θα αποκαλυφθούν στο φινάλε με της Φανύ Αρντάν.
Αρα είναι καλός κι ο σκηνοθέτης, ο ΝΙΚΟΛΑ ΜΠΕΝΤΟ. Διότι όλο αυτό δηλώνει σκηνοθετική κατεύθυνση λεπτής ερμηνευτικής επεξεργασίας.
Κι όπως επαναλαμβάνω συχνά – πυκνά, αυτού του είδους τα έργα, που μερικοί τα χαρακτηρίζουν «εργάκια», για να υπάρξουν και να αναδειχτούν απαιτούν πολύ καλό παίξιμο. ΚΙ όταν αυτό το έχουν εξασφαλίσει και διασφαλίσει, απογειώνονται.
Αυτό, λοιπόν, το έργο τα θέλει όλα αυτά επειδή ξεκινά με ένα μοναδικό σεναριακό εύρημα και με μια εισαγωγική σκηνή, τρέλα: Εχει στηθεί λοιπόν μια εταιρία στην οποία συμμετέχουν και σεναριογράφοι και σκηνοθέτες και ηθοποιοί που απευθύνονται σε πελάτες οι οποίοι θέλουν να ζήσουν μια βραδιά (ή και παραπάνω) κάποιας άλλης εποχής και φροντίζουν να τους το διασφαλίσουν. Από Γερμανία του Χίτλερ μέχρι βραδιά με Μαρία Αντουανέτα και ό,τι άλλο βάλει ο νους.
Κι όταν κάποια στιγμή, στον απελπισμένο ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΤΕΪΓ που περνά κρίση μέσης ηλικίας με καταστάσεις συζυγικής αποξένωσης με τη ΦΑΝΥ ΑΡΝΤΑΝ κι είναι σκιτσογράφος που τελευταίως δεν μπορεί να αποδώσει, θελήσουν να του κάνουν δώρο για να τον τονώσουν κάτι που να επιθυμεί πολύ (το πώς γίνονται όλα αυτά και φτάνουμε εκεί, θα τα δείτε στο σινεμά, δεν θα σας τα πω εγώ από εδώ), τότε εκείνος τι ζητάει; Να ξαναζήσει μια συγκεκριμμένη μέρα του 1974, τότε που γνώρισε σε ένα καφέ μπαρ, την αγάπη της ζωής του.
Κι ο ΓΚΙΓΙΟΜ ΚΑΝΕ που «σκηνοθετεί» σε αυτή την εταιρία και περνά τη δική του κρίση στη δική του σχέση με την ΝΤΟΡΙΑ ΤΙΓΙΕΡ που είναι ηθοποιός αλλά δεν τον αντέχει με τις ιδιοτροπίες του και του βγαίνει επιθετικά κι εκείνη, αποφασίζει να υπερ-βοηθήσει τον Οτέιγ.. Και να δώσει το ρόλο της γυναίκας της ζωής του Οτέιγ στη γυναίκα της δικής του ζωής ,την Τιγιέρ..
Το θέμα είναι πως καθώς μπλέκονται τα πράγματα και στήνονται κωμικές καταστάσεις αλλά και ιστορία γύρω από το θέμα και το κεντρικό πρόσωπο, τον Οτέιγ, μέσα στο ρομαντισμό πάνε να εισβάλλουν κι οι τρέχουσες αλήθειες.
Αφενός ο Οτέιγ ξεκινά να ξαναζήσει τη μέρα εκείνη της νιότης του και του έχουν στήσει το τέλειο σκηνικό ενώ σαν άλλο «Τρούμαν Σώου» του σκηνοθετούν το χώρο, τα πρόσωπα, τη μέρα εκείνη, κι εκείνος βέβαια στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας επιχειρεί να αναβιώσει συναισθηματικά τον 18άρη…Αφετέρου, επειδή μπαίνει συναίσθημα στην υπόθεση, κι ο Οτέιγ σε αντίθεση με άλλους «πελάτες» θέλει να αναβιώσει συναισθηματικό γεγονός, αναζωπυρώνονται και τα συναισθήματα των γύρω του και η αφύπνιση των δικών τους ελλείψεων και αναγκών….
Κι όμως το έργο δεν χάνει ποτέ τον κωμικό του προσανατολισμό, κινείται με σεναριακή επεξεργασία κωμωδίας, οι καταστάσεις που οδηγούν στο συναίσθημα δεν εκτρέπονται και στο φινάλε που μας περιμένει συγκίνηση, το κλισέ είναι τόσο διαφορετικά επεξεργασμένο που μόνο «κλισέ» δεν το λες..
Εξαιρετική δουλειά στις σκηνογραφικές εναλλαγές ώστε να επικεντρωθούμε σκηνογραφικά στο μπαράκι της νιότης, όπου τα πρόσωπα που περνούν από εκεί είναι ντυμένα με ενδυματολογική ευστροφία ώστε να σχολιάζονται οι εποχές και να είναι τόσο κωμικές όσο χρειάζεται αλλά και να μην απομακρύνονται από τη συναισθηματική διάθεση προπαντός του ήρωα μα και της εταιρίας που τον έχει αναλάβει και θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά της.
Καθότι, ο Νικολά Μπεντό, που το γράφει και το σκηνοθετεί, έχει βάλει και τα «πιραντελικά» του γύρω από τους ρόλους που παίζουμε στη ζωή οπότε εκεί κρύβεται και το μυστικό του να μην ευτελίζεται το συναίσθημα και να μη μοιάζει με κλισέ το κλισέ.