Κι ύστερα, από διάφορες auter- ίστικες νοσηρές παλαβομάρες που κατακλύζουν τις οθόνες των ημερών, είδα αυτή την ταινία κι επανήλθα στα συγκαλά μου. Μια ταινία όπου αυτός που έχει κάτι να πει, θα το πεί μέσω ΣΕΝΑΡΙΟΥ κι όχι μέσω αμφίβολων «κριτικών» που τους ήρθε γραμμή λόγω κατασκευασμένου ονόματος auteur.
Ο σκηνοθέτης ονομάζεται ΒΑΧΙΝΤ ΤΖΑΛΙΛΒΑΝΤ, κι έχει συγγράψει το σενάριο με συνεργάτη σεναριογράφο που ας τον αναφέρουμε κι αυτόν κι ας μην μας είναι γνωστό το όνομα, τον ΑΛΙ ΖΑΡΝΕΓΚΑΡ.
Με την ταινία τους «ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» μας πρόσφεραν ένα δράμα για ΑΠΟΛΑΥΣΗ, ένα σενάριο που θέλει πολλά να πει κι έχει να πει.
Και πριν προχωρήσω στην ταινία, επιτρέψτε μου μια αναφορά στο ιρανικό σινεμά, το οποίο ένα καιρό έπεσε αντικείμενο ειρωνείας επειδή τα «γεράκια» των Φεστιβάλ κι οι «συμμορίες» ανέσυραν ονόματα και τα παρουσίαζαν σαν auteurs ενώ τα έργα τους δεν βλέπονταν. Ολοι όμως έπρεπε να λένε πως «τέτοιο αριστούργημα δεν έχουν ξαναδεί» και συνήθως τα αποκαλούσαν «ποιητικά» όπως αποκαλούν έτσι κάθε τι ασούμπαλο, ημιτελές ή και κακότεχνο-άμα θέλουν να το υπερασπιστούν ή να το προωθήσουν, μια και κατ’ αυτούς το «ποιητικό» ως όρος δεν ..ορίζεται
Μόνο που από αυτά που βλέπω τα τελευταία χρόνια διαπιστώνω ότι το ΙΡΑΝ έχει μια καταπληκτική κινηματογραφία που μου θυμίζει έντονα την ιταλική του πάλαι ποτέ, έναν κινηματογράφο που δίνει βάση στο σενάριο, ένα κινηματογράφο που αντλεί θέματα από την κοινωνία και τα μετατρέπει σε δράματα, ένα κινηματογράφο ανθρωποκεντρικό αλλά με κοινωνική αναφορά, ένα κινηματογράφο από αυτούς που εκτιμώ υπέρ το δέον . Κι η παρεξήγηση με το ιρανικό σινεμά έχει πάρει τέλος.
Η ταινία αφηγείται εκπληκτικά και με κινηματογραφικούς όρους μια ιστορία που σε αρπάζει από το λαιμό στην πρώτη κιόλας σεκάνς.
Ένα βράδυ, ένας γιατρός, εμπλέκεται με το αυτοκίνητο του σε τροχαίο ατύχημα. Χωρίς να φταίει, πέφτει πάνω σε ένα μηχανάκι στο οποίο βρίσκονται πατέρας, μητέρα και δυό παιδιά. Το ένα παιδί έχει κάποιο χτύπημα, όχι σοβαρό, ο γιατρός ωστόσο, χωρίς να αποκαλύψει την ιδιότητα του, προσφέρεται να το πάει σε νοσοκομείο αλλά ο πατέρας αρνείται. Επιμένει στη συνέχεια να τους δώσει χρήματα που κι αυτά ο πατέρας τα αρνείται αν και στο τέλος παίρνει ένα μικρό ποσόν.
Κάποια στιγμή, στην κλινική που εργάζεται ο γιατρός, φέρνουν για νεκροψία ένα 8χρονο παιδάκι. Ο γιατρός το αναγνωρίζει: Είναι το παιδί του δυστυχήματος. Μόνο που ως αιτία θανάτου αναφέρεται η τροφική δηλητηρίαση. Ολες οι εξετάσεις κι η νεκροτομή καταλήγουν ξεκάθαρα σε αυτό, το παιδί υπέφερε μέρες από εμετούς και διάρροια. Ο γιατρός δεν ησυχάζει.
Μεταφερόμαστε στην οικογένεια του παιδιού, στο εκεί δράμα, στους λόγους της δηλητηρίασης, στην κοινωνική αναφορά αυτής της δηλητηρίασης, μέσα από το σενάριο κι από το συγκεκριμένο περιστατικό προβάλλονται κι αναπηδούν μια σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την κοινωνία στο Ιράν, με την οικονομική κατάσταση των ηρώων, με τη δομή της οικογένειας, με τους λόγους που οδήγησαν το παιδί στο θάνατο, με τις ενοχές, με την ταξική παράμετρο της δηλητηρίασης. Οι σκηνές είναι πολύ δυνατές, είναι ένα υπόδειγμα σεναρίου, όπου μέσα από σασπένς εξελίσσεται η ιστορία, μέσα από μυστήριο, μέσα από χαρακτήρες που ξεδιπλώνονται κι αφήνουν υποψίες, σαν να επρόκειτο για αστυνομικό έργο. Ο πατέρας , ράκος αληθινό, που από απειλητικό αρσενικό της οικογένειας γίνεται ευάλωτο ερείπιο, ενώ η μητέρα που από υποταγμένη στον άντρα της βρίσκει τη δύναμη να σηκώσει ανάστημα και να τον κατηγορήσει, θα επιτεθεί σωματικά σε εκείνους που τους πούλησαν το μολυσμένο κοτόπουλο κι ήταν η ταινία θανάτου για το παιδί, θα οδηγηθούμε σε δίκη.
Οι δημιουργοί της ταινίας ξέρουν σινεμά και ξέρουν να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία όπου θα δώσουν στο θεατή τη βραδινή κινηματογραφική έξοδο που ήθελε, ένα έργο με σασπένς, ένα έργο που απολαμβάνεις το δράμα, ένα έργο που εισάγει και το στοιχείο της δίκης που είναι πάντα ελκυστικό.
Όμως, υπάρχει από την άλλη κι ο γιατρός που κατατρώγεται από την βραδιά του ατυχήματος και δεν έχει πειστεί ότι δεν είναι συνυπεύθυνος κι ο ίδιος. Η υπόθεση παίρνει καινούργια τροπή, η υπόθεση δεν σταματά να παίρνει νέα τροπή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Περιττές σκηνές δεν υπάρχουν, κάθε καινούργια πάει την ιστορία παρακάτω- είναι κι αυτό ένας από τους βασικούς κανόνες τω σεναρίων: Η σκηνή που θα γράψεις πρέπει να πηγαίνει παρακάτω την ιστορία. Αν δεν το κάνει, οφείλεις να την πετάξεις και να προσπαθήσεις ή να την ξαναγράψεις ή να φτιάξεις μια καινούργια που να επιτελεί το σκοπό, ώστε το έργο να μην επαναλαμβάνεται, να μην πλατειάζει. Οι Ιρανοί κινηματογραφιστές το γνωρίζουν, το κατέχουν.
Κι οδηγούμαστε στην κλιμάκωση έχοντας πάρει μαζί μας του κόσμου τις αμφιβολίες, του κόσμους τις λεπτές αποχρώσεις πάνω στην έννοια «χαρακτήρας», κι έχουμε μαγευτεί κι από τους ηθοποιούς. Αυτός που παίζει τον γιατρό είναι εξαιρετικός. Λιτός, απέριττος, στέρεος, είναι απόλυτα ο ρόλος. Εκείνος, όμως, που κάνει τον πατέρα είναι πέραν πάσης περιγραφής. Ηθοποιάρα, πρωταγωνιστάρα, εκτόπισμα τεράστιο, επιβάλλεται στην οθόνη, γοητεία χωρίς να πουλά γοητιλίκι, είναι ηθοποιός με τα όλα του. Γράφω το όνομα του (έχουν και δύσκολα ονόματα, βλέπεις) διότι το οφείλω στη συνείδηση μου μια κι ο ελληνικός τίτλος «Περίπτωση ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» επηρέασε και τον υπογράφοντα: ΝΑΒΙΝΤ ΜΟΧΑΜΑΤΖΑΒΕΝΤ. Ο Ναβίντ λοιπόν «τρώει και φτύνει τον φακό», όπως λένε για τους ηθοποιούς εκείνους του κινηματογράφου που τον φακό τον καταπίνουν αντί να τους καταπιεί αυτός. Εχει δε μια σκηνή κραυγής ο άνθρωπος αυτός που δεν περιγράφεται και ο έξυπνος σκηνοθέτης παίρνει το πλάνο από μακριά, θέλει να του αποσπάσει σπαρακτική τη φιγούρα του κι όχι την έκφραση του, να τον δείξει ως άντρα που έχει γίνει ερείπιο και δεν είναι εκείνος που τον έτρεμαν μέσα στο σπίτι ή εκεί που πήγαινε να καθαρίσει. Η δε κραυγή του, σε συνδυασμό με τη φιγούρα του, είναι κάτι πολύ δυνατό. Δηλώνει και τεχνική αλλά και ψυχή. Η τεχνική είναι πάντα προσόν, είναι η φόρμα που χωρίς αυτ΄ν δεν υπάρχει έργο, το ανάλογο ισχύει και για την ερμηνεία. Ο ηθοποιός την χρειάζεται την τεχνική ώστε να τα οδηγήσει και να το φτάσει κάπου.
Και μια κι αρχίσαμε με τον Καζάν, ας κλείσουμε τον ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΕΡ που έλεγε τη φράση «ο θεατής καλείται να απολαύσει το δράμα». Το αληθινό δράμα δεν είναι ψυχοπλακωτικό, είναι απολαυστικό. Λυτρώνει. Βγαίνεις γεμάτος από εκεί που σου προσφέρθηκε είτε ήταν θέατρο είτε κινηματογράφος.