TUTTO VERO, TUTTO FALSO… Όλα ,δηλαδή είναι, αληθινά κι όλα είναι (ταυτοχρόνως) ψεύτικα!
Αυτή είναι η σκηνοθετική ,που πηγάζει από το σενάριο, γραμμή της ταινίας με ήρωα τον ΣΙΛΒΙΟ ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙ, τον πιο «σκανδαλώδη αλλά και μακροβιότερο» Πρωθυπουργό της Ιταλίας η οποία γραμμή είναι έτοιμη να προκαλέσει τριγμούς και να χωρίσει σε ομάδες εκείνων που τον συμπαθούν κι εκείνων που τον αντιπαθούν, τους θεατές και τους κριτικούς της ταινίας.
Εμείς, όμως, δεν ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε γα τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι αλλά για την ταινία του Πάολο Σορεντίνο γύρω από τον Μπερλουσκόνι.
Κι η ταινία, πατώντας στο “Tutto vero, tutto falso», είναι μια ταινία που σε αρπάζει, σε μαγεύει, σε γοητεύει και πάντα υπάρχει η άλλη όψη συναισθημάτων, ότι σε εξοργίζει δηλαδή εάν ήθελες ένα λίβελλο εναντίον του βιογραφούμενου προσώπου.
Στην ουσία δεν πρόκειται για βιογραφία, πιάνει την τελευταία περίοδο των ημερών του με τα ων ουκ εστιν αριθμος σκάνδαλα αλλά… αλλά… Εκείνο που εκτίμησα στο φιλμ και στον Σορεντίνο είναι πως δεν επιχειρεί να τον γελοιοποιήσει, που θα ήταν και το μόνο εύκολο αλλά και το πιο φτηνό ως επιλογή, αλλά να τον «σκανάρει». Αυτό το πετυχαίνει θαυμάσια. Διότι , αυτό που έχει επιλέξει ως σκηνικό, κυριολεκτικό και μεταφορικό είναι το ύφος του «LA GRANDE BELLEZZA», το ύφος δηλαδή ενός απόλυτου γκροτέσκ, ενός απόλυτα διογκωμένου περιβάλλοντος, με ανάλογο στυλιζάρισμα, στο οποίο να ακολουθήσει την δύσκολη κι επικίνδυνη ισορροπιστική γραμμή του «tutto vero, tutto falso». Οπου η σκηνοθεσία γίνεται σενάριο και το σενάριο γίνεται σκηνοθεσία σε μια απίστευτη προσωπική – κινηματογραφική «συμφωνία» και πάνω σε αυτή τη γραμμή κινούνται τα πάντα. Μέσα σε αυτούς κι ο πρωταγωνιστής ΤΟΝΙ ΣΕΡΒΙΛΛΙΟ, ο οποίος ερμηνεύει με αξιοθαύμαστο τρόπο ουσιαστικά αυτή τη σκηνοθετική γραμμή. Αλλωστε κι ο Σορεντίνο σε αυτόν στηρίζεται διότι όταν κάνεις προσωποκεντρικό έργο, σε αυτόν που θα παίξει τον
κεντρικό ήρωα στηρίζεσαι και στην παρακολούθηση του αν παίζει τη γραμμή του έργου, σεναρίου – σκηνοθεσίας. Διότι- κι εδώ ας μου επιτραπεί μια παρένθεση , που τη θεωρώ χρήσιμη- όταν παίζεις ένα ιστορικό πρόσωπο, ένα υπαρκτό πρόσωπο αν θέλετε, καλείσαι ως ηθοποιός να παίξεις το πρόσωπο του έργου. Καλό είναι να επιμορφωθείς γύρω από αυτό το πρόσωπο που θα αναλάβεις να ερμηνεύσεις αλλά πολλές φορές αν μείνεις παραπάνω από όσο πρέπει προσκολλημένος στις εγκυκλοπαίδειες κινδυνεύεις ως ηθοποιός να βρεθείς εκτός ρόλου, εκτός έργου, εκτός θέματος. Είναι κάτι στο οποίο επέμενα και τον καιρό που δίδασκα σε Σχολή Θεάτρου, στο Εργαστήρι του αείμνηστου ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ.
Ο ΤΟΝΙ ΣΕΡΒΙΛΟ παίζει τον Μπερλουσκόνι της ταινίας, ένα χαρακτήρα γραμμένο «γκροτέσκα», διογκωμένα, που πρέπει να παιχθεί στυλιζαρισμένα ώστε μέσα από εκεί να φανεί η ΣΕΝΑΡΙΑΚΗ αλήθεια του προσώπου. Αν παιχθεί σαν να ήταν ήρωας φερειπειν έργου του πολιτικού σινεμά της Ιταλίας αλα Φραντσέσκο Ρόζι για παράδειγμα, έχει καταστραφεί το έργο. Κι εκεί θα ευθύνεται ο σκηνοθέτης που δεν επεβλήθη στον ηθοποιό ή δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει και να τον κατευθύνει.
Εδώ έχουμε την απόλυτη αρμονία στη σχέση συνεργασίας Σορεντίνο- Σερβίλο κι η ερμηνεία γίνεται προέκταση του συνολικού ύφους της ταινίας , που είναι αυτό το οποίο ανέφερα πιο πάνω.
Υπάρχουν σοφά ζυγισμένες ατάκες που εξηγούν την συμπεριφορά του και τη στάση του κι υπάρχουν κι άλλες τόσες σοφά ζυγισμένες και δουλεμένες, όπου μιλά ο αντιφωνητής του, το alter ego του, ο αντίπαλος του, ο εχθρός του.
Απόλυτα ολοκληρωμένη η δική του στάση και το σκηνικό του που μοιάζει σε ύφος κι αισθητική με τα προγράμματα των τριών μεγάλων καναλιών του με τα οποία γοήτευσε την Ιταλία και με τα οποία εξόργισε πολιτικούς αντιπάλους και μεγάλη μερίδα της διανόησης , σε αυτό το ύφος παίζονται τα πάντα. Κι εννοείται πως υπάρχει κι η ανάλογη γκροτέσκα, σκηνογραφική «διόγκωση» η οποία όμως δεν ξεπέφτει στην κακογουστιά, το αντίθετο, την αναλαμβάνουν οι Ιταλοί σκηνογράφοι κι ενδυματολόγοι και την κάνουν «ύφος».
Υπάρχουν κι ωραία γραμμένοι «δορυφορικοί» ρόλοι, όπως αυτός του ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΜΠΕΝΤΙΒΟΛΙΟ που αποκτά και διαστάσεις υπέρ- κοσμες, όπως ο ρόλος της ΑΝΝΑ ΜΠΟΝΑΓΙΟΥΤΟ που τον και την αδειάζει πολιτικά, της ΕΛΕΝΑ ΣΟΦΙΑ ΡΙΤΣΙ που παίζει τη σύζυγο Βερόνικα κι ο Σορεντίνο της έχει γράψει θαυμάσιο κείμενο για τη μεγάλη σκηνή του συζυγικού καυγά, όχι όμως και του ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΣΚΑΜΑΡΤΣΟ όπου για αυτό το ρόλο κρατώ επιφυλάξεις: Οι επιφυλάξεις έχουν να κάνουν με τη βερσιόν που κυκλοφορεί εκτός Ιταλίας. Στην Ιταλία το φιλμ κυκλοφόρησε στις αίθουσες σε δύο μέρη. Για τον υπόλοιπο κόσμο υπάρχει η συντομευμένη βερσιόν των 2,5 ωρών και θεωρώ ότι αυτό ήταν και το σωστό. Ως δύο ταινίες δεν μπορώ να την φανταστώ. Νομίζω όμως ότι στη συντόμευση πληρώθηκε κι ένα τίμημα και πρέπει σε αυτό να περιλαμβάνεται κι ο ρόλος του Ρικάρντο Σκαμάρτσο. Διότι με τη θέση που δείχνει να έχει στο σενάριο μάλλον φαίνεται πως θα τελειώσει με το φινάλε πρώτου μέρους κι ότι σαν να μην έχει λόγο ύπαρξης στη συνέχεια της ταινία. Ετσι όμως όπως συντομεύθηκε , στην βερσιόν που παρακολουθούμε, ο ρόλος μένει λίγο στον αέρα.
Ταινία ευφυίας, γοητείας, ικανότητας, εξυπνάδας και καθαρού μυαλού για όσους δουν την ταινία ως αυτή που είναι, ως κινηματογράφο του Πάολο Σορεντίνο κι όχι ως πολιτική συζήτηση περί Μπερλουσκόνι και Μπερλουσκονισμού. Τότε θα χαθεί η μπάλα, θα χαθεί και το γήπεδο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στους γοητευμένους η ταινία δεν προσφέρεται για πολιτικό προβληματισμό. Το αντίθετο! Προσφέρεται, και για πολύ γόνιμο μάλιστα.