Βέβαια, το αγγλικό φλέγμα ανατρέπεται από τη σκηνογραφική ποιότητα , ειδικά όταν μας μπάζει στα γαλλικά σαλόνια και τα θέατρα, καθώς κι από τις ερμηνείες οι οποίες έχουν να ερμηνεύσουν ανθρώπους κι όχι απλώς Γάλλους.
Από αυτή την άποψη, η ΚΙΡΑ ΝΑΪΤΛΥ κερδίζει μια προσωπική μάχη που την επισφραγίζει ως ηθοποιό γεννημένη τελικά για ηρωίδες εποχής- κι έχει παίξει ουκ ολίγες- αλλά εδώ προβάλει και το δυναμισμό που η ίδια διαθέτει ως ταμπεραμέντο και δεν βγαίνει ως ένα ρομαντικό κορίτσι του κρινολίνου μα αποκαλύπτει μια δυναμική γυναίκα εποχής, ακριβώς όπως ήταν η Γαλλίδα συγγραφέας Κολέτ, την οποίας τη ζωή παρακολουθούμε.
Η ταινία εστιάζει στη σχέση της Κολέτ με τον «Γουίλλυ», όπως ήταν το ψευδώνυμο του Παριζιάνου συγγραφέα συζύγου, που την έφερε στη γαλλική πρωτεύουσα ως επαρχιωτοπούλα, και σύντομα την έκανε «αόρατη συγγραφέα», να γράφει γι αυτόν, να υπογράφει αυτός. Κι αυτό που έγραψε, το αυτοβιογραφικό (;) «Κλωντίν» , γνώρισε τεράστια επιτυχία κι άπειρες συνέχειες κι όλα αυτά τα καρπώθηκε ο «Γουίλλυ». Ωσπου η Κολέτ μέσα από τη συγγραφή αλλά και την εκμετάλλευση του συζύγου (η ηρωίδα της ταινίας του Τιμ Μπάρτον «Μεγάλα μάτια» που την είχε ερμηνεύσει η Εϊμυ Ανταμς με σφετεριστή σύζυγο τον Κριστόφ Βαλτς δείχνει ως περίπτωση άτυπο και χαλαρό δάνειο από την Κολέτ), ανακάλυψε τη Γυναίκα. Τη Γυναίκα και τα δικαιώματα της. Και τότε, «πέταξε» προς δικές της κατευθύνσεις που μπορεί στον «Γουίλλυ» και στους πολλούς να μην άρεσαν αλλά η Κολέτ είχε πλέον κάνει την επιλογή της και την επανάσταση της κι έγινε και σύμβολο όταν αποφάσισε να κάνει δεσμό με γυναίκα και να παρατήσει τον «Γουίλλυ».
Η ταινία έχει αυτό που λέμε στρωτή αφήγηση από την αρχή ίσαμε το τέλος αλλά έχει κι εστίαση συγκεκριμένη , ώστε η ιστορία να διαθέτει συμπύκνωση, να μη χάνεται σε πολλά γεγονότα όπως την παθαίνουν κάποιες φορές οι σινε-βιογραφίες κι από πλευράς συγγραφικού έργου στρέφεται γύρω από τον άξονα της «Κλωντίν» και δεν βλέπουμε άλλα, κανένα από τα γνωστά της, ούτε το «Χρυσό μου» (Cherie) , ούτε την πασίγνωστη «Ζιζή». Για όποιον, όμως, ξέρει τα έργα της Κολέτ , το φιλμ με τον τρόπο που είναι στημένο, επιτρέπει την κατανόηση των έργων εκείνων σε τι περιβάλλον γράφτηκαν και τα βαθύτερα κίνητρα της συγγραφέως καθώς και την προκλητική διάθεση της στο ρεύμα της εποχής εκείνης.
Δεν είναι έργο για μεγάλες αναλύσεις, όλο έχει να κάνει με την αφήγηση και με το στήσιμο εποχής της ταινίας στα ντεκόρ και στα κοστούμια ωστόσο κι εδώ θα σημειώσω μια ένσταση περί ελλείποντος γαλλικού αρώματος, πως η γαλλική επαρχία στο φιλμ, μοιάζει πολύ με …. αγγλική και σε αυτό συνεισφέρουν κι οι χαρακτηριστικοί Βρετανοί ηθοποιοί που παίζουν τους χαρακτήρες της επαρχίας όπως η ΦΙΟΝΑ ΣΩΟΥ όπου δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια έστω γαλλικής σύμβασης. Τα ανάλογα ισχύουν και για τον ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΓΟΥΕΣΤ στο ρόλο του «Γουίλλυ». Προφανώς και πρόκειται για σκηνοθετική γραμμή κι όχι για αβλεψία αλλά επειδή στον υπογράφοντα εντυπώθηκε, όφειλα να το επισημάνω. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που ενίοτε ξενίζει κι όχι μόνο στις χώρες που θα παιχθεί με υπότιτλους αλλά κι εκεί που θα το δουν ντουμπλαρισμένο. Διότι αν οι φωνές αντικαθίστανται από εθνικές γλώσσες ,τα σκηνικά και τα κοστούμια (κι αναφέρομαι σε αυτά της επαρχίας κι όχι στα παριζιάνικα) δεν …ντουμπλάρονται, θα τα δουν κι οι χώρες του ντουμπλάζ.
Η ΚΙΡΑ ΝΑΪΤΛΥ μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο δεύτερο μέρος, εκεί που ανακαλύπτει τη Γυναίκα κι αρχίζει και ωριμάζει ως γυναίκα. Κυρίως μου έκανε εντύπωση το ότι μεταμορφώνεται σταδιακά και λίγο - λίγο κι εδώ θα ήθελα να δώσω διαπιστευτήρια αναγνώρισης στον σκηνοθέτη ΓΟΥΟΣ ΓΟΥΕΣΤΜΟΡΛΑΝΤ ο οποίος προφανώς κι έχει μια τέτοια ικανότητα διδασκαλίας στον ηθοποιό, να τον κάνει εξελίσσεται μέσα από το ρόλο κομμάτι – κομμάτι. Μια κι είναι σκηνοθέτης και της ταινίας «STILL ALICE», που έδωσε το ΟΣΚΑΡ στην ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΟΥΡ κι όπου το μεγάλο ερμηνευτικό της επίτευγμα ήταν πως η νόσος του Αλτσχάιμερ εισχωρούσε λίγο λίγο στην ερμηνεία της, από πλάνο σε πλάνο ανέβαζε κατά ένα μικρό ποσοστό την εμφάνιση του συμπτώματος. Κάτι ανάλογο είδα και στην Κίρα Νάιτλυ στη γυναικεία της συνειδητοποίηση και χειραφέτηση.