Περιλαμβάνει το στοιχείο της έκπληξης, το θέμα που πιάνει είναι κάπως ασυνήθιστο , η αφήγηση της ιστορίας είναι αυτό ακριβώς που διδάσκονται στις πανεπιστημιακές κινηματογραφικές σχολές κι αριστεύουν αυτοί που τα γράφουν και κυρίως περιλαμβάνει και μια ανατροπή η οποία δεν είναι ανατροπή λόγω σασπένς (που έχει και τέτοια!) μα είναι ανατροπή στη χρήση και στη διαχείριση ενός θέματος.
Ποιο είναι το θέμα; Αυτό στο οποίο πρέπει να απαντήσεις με μία λέξη στην ερώτηση «περί τίνος πρόκειται;». Η λέξη, κι αυτό είναι βασική άσκηση σεναρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το «ΠΕΝΘΟΣ». Φυσικά, αν βάλεις ως τίτλο τη λέξη «Πένθος» θα κυνηγάς τους θεατές με το ντουφέκι. Ποιος επιθυμεί να πάει σινεμά να ..πενθήσει;
Όμως με θέμα ουσίας το πένθος, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος ΣΑΒΙ ΓΚΑΜΠΙΖΟΝ, με μεγάλη προυπηρεσία στο σενάριο, όπως λένε οι πληροφορίες για αυτόν, φτιάχνει ένα έργο που μόνο πένθιμο δεν είναι παρόλο ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που θα σου μαύριζαν την ψυχή.
Όμως, πόσο ωραία το δίνει, πόσο ικανά αναπτύσσει τους χαρακτήρες, με τι μαεστρία ξετυλίγει την υπόθεση και σε βάζει σε κλίμα σασπένς σαν να παρακολουθούσες αστυνομικό έργο ενώ δεν περιλαμβάνει ούτε ίχνος αστυνομικής διάστασης της ιστορίας. Και πόσο στέρεα πατάει. Κι όχι απλώς πατάει στέρεα μα δίνει στους χαρακτήρες ρίζα, δίνει χώρο, τόπο και φυσικά δίνει και χρόνο.
Όλα ξεκινούν με ένα σχεδόν μεσόκοπο πρώην ζευγάρι που ξανασυναντιούνται ύστερα από 20 χρόνια. Συναντιούνται στο Τελ Αβιβ (αν δεν κάνω λάθος) όπου διαμένει εκείνος ο οποίος ζει τη ζωή ελεύθερου εργένη. Η συνάντηση τους είναι πολύ ζεστή, πολύ τρυφερή. Κι εκεί που πίνουν καφέ, η γυναίκα τον πληροφορεί ότι πριν από 20 χρόνια που χώρισαν εκείνη ήταν έγκυος κι έχουν αποκτήσει ένα παιδί. Όλα αυτά τα χρόνια δηλαδή, που η σχέση τους είχε τελειώσει κι εκείνη ζούσε σε άλλη πόλη, στην Ακρα, παντρεμένη με άλλον άντρα, είχαν ένα παιδί, είχε αυτός ένα παιδί κι αγνοούσε πλήρως την ύπαρξη του. Γιατί δεν του το είχε πεί, γιατί δεν τον είχε ενημερώσει; Θα το μάθουμε πιο κάτω κατά την εκτύλιξη της υπόθεσης- όχι της κριτικής.
Φυσικά και τα χάνει ο ήρωας μας, σκέψου να έχεις παιδί 20 χρόνια και να μην το γνωρίζεις! Ένα γιό. Μα η ψυχρολουσία έρχεται με τη δεύτερη πληροφορία. Δυστυχώς ο γιός σκοτώθηκε ! Ατύχημα! Το πορτραίτο του ορκισμένου εργένη που είχε παιδί και δεν το ήξερε και μαζί με την πληροφορία της ύπαρξης λαμβάνει και την πληροφορία του θανάτου, εμπλουτίζεται αλλά και πελεκάται. Για σκέψου..
Κι αποφασίζει να πάει στην Ακρα, εκεί που ζει η σύζυγος, να μάθει για αυτό το παιδί που δεν ήξερε ότι είχε και το οποίο έχασε χωρίς καν να το έχει γνωρίσει.
Φτάνοντας στην Ακρα, αρχίζει τις ερωτήσεις, τις έρευνες. Από το σχολείο ξεκινά. Μετά εμφανίζονται και κάποιοι παράξενοι φίλοι. Το παιδί δεν ήταν και τόσο «πρώτης τάξεως» , όπως θα το όριζαν κοινωνία και σχολείο. Προκαλούσε, δημιουργούσε προβλήματα, είχε ερωτευθεί την καθηγήτρια και την παρενοχλούσε, ενώ ένας «φίλος» με το που μαθαίνει την άφιξη του φυσικού πατέρα, για τον οποίο δεν ήξερε κανείς τίποτα, όλοι τον νόμιζαν γιό του πατριού, σπεύδει και του ζητά χρήματα για προμήθεια μαριχουάνας που του είχε παραγγείλει ο γιός πριν το ατύχημα…
Κι εδώ αρχίζει το άλλο «ταξίδι» του πατέρα. Το «εσωτερικό» ταξίδι. Ο οποίος αρχίζει και συναισθάνεται τον γιό-φάντασμα. Διαπιστώνει κοινά πράγματα δικά του με τον γιό του. Η στάση του είναι υπερασπιστική απέναντι σε κάθε τι του γιού. Η παρουσία του αναστατώνει όλη τη μικρή κοινωνία της Ακρα που γνώριζε το γιό. Μια συνάντηση με ένα άλλο πατέρα στο νεκροταφείο, ο οποίος άλλος πατέρας περιποιείται τον τάφο μιας κόρης, ανοίγει νέες πτυχές στην ιστορία. Και τα γεγονότα θα κλιμακώσουν την ταινία με εξαίρετο τρόπο, με μια γραφή που μόνο σε θλίψη δεν σε βάζει κι ας πρόκειται για ένα τόσο δραματικό θέμα, ενώ δεν αφήνει ανεξήγητη ούτε την βαθιά αιτία που ο πατέρας δεν ήθελε να αποκτήσει παιδί. Κοίτα όμως η Μοίρα.
Το φινάλε είναι από τα πιο ευφάνταστα, πιο προχωρημένα, πιο ασυνήθιστα που έχω δει σε ταινία, ένας γάμος μεταξύ πεθαμένων…- δεν λέω άλλα.
Το μόνο που διατυμπανίζω είναι πως η ταινία μόνο κατάθλιψη δεν φέρνει, ω, ναι μπορείς να πεις ότι φέρνει κι ευφορία.
Εχω αναρωτηθεί πολλές φορές για ισραηλινές ταινίες που στέκονται πολύ πάνω στο πένθος. Θεωρώ πως αφενός είναι κάτι που κουβαλάνε από Ολοκαυτώματα κλπ- το έχω ζήσει σε ταξίδια μου εκεί, έχω μιλήσει για το θέμα πολύ και με κόσμο πολύ, όμως, από την εισβολή στο Λίβανο και μετά, από το 1982 δηλαδή κι έπειτα τόσο με τις εκστρατείες όσο και με τις βόμβες που σκάνε κάθε τόσο σε καφετέριες, η νεανική θνησιμότητα είναι κάτι που προφανώς απασχολεί πολύ τον συγκεκριμένο λαό που ζει στο μέρος εκείνο κι όχι στη διεθνή διασπορά, είναι καθαρά ισραηλινό θέμα κι όχι εν γένει εβραϊκό, και πονάει πολύ κόσμο, μαυροντύνει πολλά σπίτια….
Φυσικά το έργο δεν έχει ίχνος πολιτικής, απλώς εξέφρασα ένα προβληματισμό μου πάνω σε αυτή τη χρήση του πένθους στα ισραηλινά σενάρια αλλά και του τρόπου διαχείρισης. Στο συγκεκριμένο φιλμ ο τρόπος διαχείρισις ξεπερνά ό,τι έχουμε δει ως τώρα κι όχι μόνο στον ισραηλινό κινηματογράφο. Ο ΣΑΪ ΑΒΙΒΙ, που παίζει τον πατέρα είναι ηθοποιός αλλά και πρωταγωνιστής με όλη τη σημασία της λέξης.
Το έχουμε ως υποβολή στα ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ, αγωνιώ για την τύχη του.