Δεν είναι το δράμα του πολέμου στα μετόπισθεν, αυτών που έχουν μείνει πίσω και βιώνουν την τραγωδία κι όχι το δράμα εκείνων που πολεμούν στο Μέτωπο, μα είναι ο πόλεμος όπως έχει μεταφερθεί σε ένα κλειστό χώρο.
Και για να είναι σε κλειστό χώρο σημαίνει ότι θα πρόκειται για δράμα ανθρώπων, άρα η τραγωδία του πολέμου γίνεται πιο έντονη, πιο εμφανής κι ας μη σκάνε βόμβες.
Ο κλειστός χώρος δεν είναι κάποιο αρχηγείο ούτε κάποιο οχυρό, δεν είναι «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ» του Σέριφ ,το θεατρικό έργο που επηρέασε πάμπολλους συγγραφείς, μεταξύ αυτών και τον δικό μας ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΠΟΥΛΟ που είχε γράψει «ΤΟ ΟΧΥΡΟ ΡΟΥΠΕΛ» , του οποίυ η υπόθεση διαδραματίζεται μέσα σε ένα κλειστό χώρο, στο οχυρό, ενώ έξω γίνεται μακελειό. Όχι, εδώ ο χώρος, όπως και στα «Μανταρίνια» της Εσθονίας, ο χώρος είναι ήρεμος, ειρηνικός… Είναι ένα ξενοδοχείο εγκαταλειμμένο , κάπου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μάλλον στη Σερβία, και στο ξενοδοχείο αυτό έχουν εγκαταστήσει τραυματίες από το μακελειό της Γιουγκοσλαβίας που προέρχονται από τις εθνότητες οι οποίες σφαγιάστηκαν μεταξύ τους, Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι…
Σε αυτό το χώρο, στο κλειστό περιβάλλον, τώρα που τα πράγματα έχουν καταλαγιάσει , ο κάθε τραυματίας ξεδιπλώνει κι αποκαλύπτει τα προσωπικά του «τραύματα» κι ενώ ο κοινός παρανομαστής είναι ο πόλεμος ο οποίος τα προκάλεσε όλα αυτά με τα μίση που υπέβοσκαν κι ήταν εκείνα τα οποία προκάλεσαν τον πόλεμο, φαίνεται , εν τούτοις,πως οι τραυματίες είναι έτοιμοι για καινούργια σύρραξη, αυτή τη φορά μεταξύ τους, εκεί μέσα στο ήσυχο, εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο.
Κάποια στιγμή βγάζει και τη δράση έξω από αυτό, για πολύ λίγο, κάπως και για το τέλος, επειδή ο σκηνοθέτης ΑΛΕΝ ΝΤΡΙΛΕΒΙΤΣ που είναι Βόσνιος (από το Σεράγεβο) κι έχει συνεργαστεί και στο σενάριο, αντιλαμβάνεται τη στατικότητα της κατάστασης και θέλει να του δώσει και λίγη ώθηση.
Όχι ότι δεν υπηρετεί σκηνοθετικά το έργο με κινηματογραφικό τρόπο. Με πολυτεμαχισμένες σε μικρές σκηνές, μεγάλες σεκάνς που να βοηθούν το μοντάζ να δώσει ρυθμό ή με κοντινά πλάνα που είναι η κινηματογραφική έκφραση της εξομολόγησης ενός χαρακτήρα, εκεί που στο θέατρο θα κατέφευγε ένας θεατρικός σκηνοθέτης στο ημίφως για να προβάλει το εσωτερικό στοιχείο. Ο Ντρίλεβιτς το υπηρετεί κινηματογραφικά.
Εχει όμως θεατρικότητα η οποία δεν είναι ηθελημένη ωστόσο καταλήγει αναπόφευκτη: Ότι βασικά είναι έργο διαλόγων. Οι διάλογοι είναι κινηματογραφικά δοσμένοι, δεν είναι η παραδοσιακή θεατρική ατάκα (αυτά ως προς τους θιάσους των 250 θεάτρων αν θελήσουν να το «ανεβάσουν», εφόσον το φιλμ γίνει επιτυχία, με τη λογική «κλειστός χώρος είναι, ατάκες έχει, πρόσωπα σε ένα σκηνικό, το ξεπετάμε και το παρουσιάζουμε για θέατρο»), όμως δεν παύει όλο το έργο, επειδή έχει καθηλωμένους ανθρώπους, να υπηρετείται από το διάλογο. Καταλαβαίνει ο Ντρίλεβιτς ότι κάπως πρέπει να το «σπάσει». Αντίθετα, στα «Μανταρίνια», η κινηματογραφικότητα κυριαρχούσε διότι το σενάριο ήταν γραμμένο με τη λογική του πολεμικού φιλμ, όπου, τον πόλεμο τον είχε μεταφέρει στο αγρόκτημα. Οι διάλογοι εκεί ήταν εκφραστές της δράσης. Εδώ είναι εκφραστές της κατάστασης.
Αυτό όλο κάνει το «Οι άντρες δεν κλαίνε» λιγότερο ελκυστικό, όμως, με τίποτα δεν μπορεί να του στερήσει την ουσία από την οποία ξεκίνησε κι η ουσία έχει να κάνει όχι μόνο με τον πόλεμο αλλά και τη συνύπαρξη και με τις αντιθέσεις. Και κάπου αφήνει ένα μήνυμα ως να υπερίπταται, χωρίς να το μεταβάλει σε μπροσούρα ή κήρυγμα για μια …Ενωμένη Ευρώπη…. Αν κι αυτό , για να γίνει απολύτως αντιληπτό, οφείλεται κι στην καλή προαίρεση του κάθε θεατή…
Οι χαρακτήρες έχουν ενδιαφέρον κι είναι ολοφάνερη η προσπάθεια συνυπάρξουν στον καθένα δύο στοιχεία, από τη μια να είναι φορέας ιδέας κι από την άλλη να είναι ζωντανός άνθρωπος, ζωντανός οργανισμός με δική του ζωή κι όχι κατευθυνόμενος από τους σπάγκους των σεναριογράφων (ο ένας εξ αυτών, είπαμε, είναι κι ο σκηνοθέτης) προς την κατεύθυνση που θέλουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα. Ηθοποιοί εκπληκτικοί, άγνωστοι σε μας, πόσοι καλοί ηθοποιοί υπάρχουν τελικά σε αυτό τον κόσμο; Αραγε είναι κάτι εύκολο η ηθοποιία και το συναντάμε τόσο συχνά; Ο Μάρλον Μπράντο έλεγε πως είναι «πανεύκολο». Ο Μπράντο, όμως, δεν εκτιμούσε το επάγγελμα του. Για τον υποφαινόμενο είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο για αυτό κι εκφράζομαι με θαυμασμό σε ταινίες χωρών μικρών, με κινηματογραφία που δεν είναι διαφημισμένη ή σε παραστάσεις θεάτρων ανά τον κόσμο που βλέπεις ηθοποιούς επι σκηνής να σε κατακτούν ανεπιφύλακτα.