Διότι η υπόθεση με σύστηνε και καλά στους ήρωες του παρελθόντος που έρχονται μετά από 40 χρόνια αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα , με τον «ψυχοπαθή»(;) αιμοσταγή δολοφόνο που δύο δημοσιογράφοι του σήμερα αποφασίζουν να ενσκήψουν στα γεγονότα του χθες και να βρουν τον έγκλειστο φονιά, να μιλήσουν με το γιατρό του αλλά και με το θύμα που διέφυγε και που ζει από τότε στον τρόμο ότι ο Μάικλ Μάγιερ- έτσι λεγόταν ο φονιάς- μπορεί και να ξανάρθει…..
Κι ήδη, από την πρώτη σύσταση αυτών των πληροφοριών έμπαιναν οι πρώτες σεναριακές αμφιβολίες για αυτό που παρακολουθούσα. Δηλαδή , «τώρα τι θα γίνει;» έλεγα στον εαυτό μου. Με ένα τρόπο θα βρουν να τον ξαναφέρουν στην επιφάνεια να κάνει εκ νέου τους παρόμοιους φόνους τη νύχτα του Halloween. Αρα, τι εκπλήξεις μπορεί να μας περιμένουν; Το πολύ – πολύ κανένας ευρηματικός, αιμοδιψής φόνος.
Και πράγματι, επειδή οι υποψίες επαληθεύτηκαν γρήγορα ,καταλήξαμε σε ένα τύπoις «remake» το παλιού φιλμ όπου ξανά μανά οι παρόμοιοι φόνοι.
Μόνο που δεν βρισκόμαστε στο 1978-79, τότε που είδαμε να καθιερώνεται ένας «μαιτρ» του είδους «τρόμος», ο ΤΖΩΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ και πάγωνε το αίμα μας όταν νιώθαμε την απειλή να πλησιάζει- κυρίως τότε, όχι όταν γινόταν το αιμοχαρές φονικό.
Από τότε, πολλά συνέβησαν στο είδος, είδαμε θρίλερ και θρίλερ, τα περισσότερα χωρίς υπόθεση παρά μόνο με αίματα κι …εντόσθια, άντε ενίοτε και με μερικά…. οστά, είδαμε και τον ίδιο τον Κάρπεντερ να παρακμάζει, άρα το «Halloween» το καινούργιο τι λόγο ύπαρξης έχει; Κανέναν, πλην ενός εμπορικού ελέω «brand name», ετικέτας τίτλου. Με αυτό το σκεπτικό, που περιέγραψα πιο πάνω, δεν έχει κανένα άλλο λόγο ύπαρξης. Δεν έχει κάτι καινούργιο να πει ούτε να πάει κάπου παραπέρα την ταινία από εκεί που την άφησε ο Κάρπεντερ – ούτε και το είδος μέσω αυτής. Και πως θα μπορούσε άλλωστε εκτός αν είχε γεννηθεί ένα ανάλογο ταλέντο, κυρίως στη σύλληψη, διότι από τεχνικής πλευράς, ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΓΚΡΗΝ διαθέτει τις τεχνικές ικανότητες. Μέχρι εκεί όμως. Πράγματι ξέρει να διευθύνει το είδος, η συνεργασία με το τεχνικό μέρος (και στην περίπτωση του είδους το λεγόμενο τεχνικό είναι καθαρά καλλιτεχνικά δημιουργικό) είναι άψογη αλλά δεν αποκομίζεις και τίποτε πάνω στο είδος.
Ως εμπορικό προϊόν μπορώ να το χαρακτηρίσω «επαρκές» αλλά και χωρίς νόημα, ως δουλειά εξέλιξης έστω καλής ταινίας πάνω στο είδος, όχι, εδώ δυσκολεύομαι.
Τεχνικά την απόλαυσα, η ΤΖΕΪΜΥ ΛΗ ΚΕΡΤΙΣ ανανεώνει την ηρωίδα που πλέον έχει γίνει γιαγιά, κάτι που δεν ισχύει για την υπόλοιπη ταινία από πλευράς ανανέωσης κάποιου πράγματος, οι φόνοι είναι ανατριχιαστικοί, τα εξαίρετα νυχτερινά πλάνα φτιάχνουν πλαίσιο υπέροχο για να κινηθεί η ταινία, θα τολμούσα να πω ότι και στα ημερήσια χάρη στην καλή κίνηση της κάμερας φτιάχνουν το ανάλογο αλλά λείπουν η αίσθηση κι η ατμόσφαιρα. Ένα νυχτερινό πλάνο δεν φτιάχνει υποχρεωτικά ατμόσφαιρα αν δεν έχει περιεχόμενο το πλάνο που να εναρμονίζει φωτισμούς με αίσθηση. Και φυσικά μόνο ο διευθυντής φωτογραφίας δεν φταίει, αντίθετα γίνεται και σωτήρας της ταινίας (ΜΑΪΚΛ ΣΙΜΟΝΤΣ). Ατμόσφαιρα νυχτερινή φτιάχνεις όταν πίσω από την κάμερα του διευθυντή φωτογραφίας υπάρχει σκηνοθέτης ο οποίος σου μεταφέρει μια αίσθηση και σε υποβάλει , όταν η κάμερα καταφέρνει κι αποτυπώνει μια απειλή. Τα έργα τρόμου αλλά και του μυστηρίου επιτυγχάνουν πριν γίνει ο φόνος, πριν ορμήξει ο κατά συρροήν, επιτυγχάνουν από την αίσθηση της απειλής και του απροσδόκητου που κατάφεραν να περάσουν στο θεατή της ταινίας. Αυτό ήταν που έκανε τη «Νύχτα με τις μάσκες» του παρελθόντος μύθο, αυτό ήταν που έφτιαξε υπογραφή είδους για τον Τζων Κάρπενετρ. Ειδάλλως μια θαυμάσια φωτογραφία, μοντέρ που ξέρει να κόψει και να ράψει και ηχολήπτες των μίξεων ή των ηχητικών εφφέ υπάρχυν σε όλα τα θρίλερ και θριλεράκια των ακριβών παραγωγών και των στούντιο- μόνο που δεν μπορούν από μόνοι τους να φτιάξουν ατμόσφαιρα αν δεν υπάρχει σκηνοθέτης παρά μόνο τεχνική αρτιότητα. Και φυσικά- κι εδώ παίρνουν όλοι τους αυτοί εύσημα- η τεχνική αρτιότητα της ταινίας κι ο ρυθμός της δεν αμφισβητούνται.