.
Αν αυτό ίσχυε μια φορά για το καινούργιο ανέβασμα θεατρικού έργου, για το σινεμά , ειδικά τα τελευταία υπερ- αρκετά χρόνια που τα «remake» κατακλύζουν το σύμπαν, γίνεται θέσφατο, αξίωμα. Το «remake» έχει νόημα κι αξία μόνο αν πηγαίνει την ταινία κάπου αλλού από εκεί που την άφησε η προηγούμενη. Αν δηλαδή η καινούργια κάνει πλήρη αναμόρφωση ενός έργου, το φτιάχνει εκ νέου, το κάνει εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο.
Από αυτή την άποψη, το κατά ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ «SUSPIRIA» , δεν απέχει απλώς πόρρω από το φιλμ του ΝΤΑΡΙΟ ΑΡΤΖΕΝΤΟ, μα γίνεται ένα άλλο φιλμ, στα πάντα, που δεν έχει καμία σχέση με το προηγούμενο.
Βέβαια, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται πάντα το ίδιο λάθος κατά τις εκτιμήσεις: Ολοι μιλούν για τον «σκηνοθέτη». Μόνο που το remake ξεκινά από το σενάριο. Παίρνεις την ιδέα του παλιού σεναρίου και φτιάχνεις εξ ολοκλήρου ένα έργο από την αρχή. Στην περίπτωση του παλιού «Suspiria» ο Ντάριο Αρτζέντο δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης, ήταν και σεναριογράφος του φιλμ. Οι καινούργιοι, και το λένε ξεκάθαρα στους τίτλους της ταινίας και εντίμως , βασίζονται στο σενάριο του παλιού φιλμ. Δεν έκαναν remake τη σκηνοθεσία, έκαναν νέο έργο από το σενάριο και το νέο έργο απαιτούσε και μια άλλη σκηνοθεσία.
Το αν την ιδέα την είχε ο σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο , επειδή όλοι θα τα ρίχνουν σε αυτόν, δεν το ξέρουμε επακριβώς και δεν θα κρίνουμε αυτό αλλά το έργο. Την ιδέα και την επιθυμία για μια νέα γραφή του «Suspiria» μπορεί να την είχε κι ο σεναριογράφος της νέας ταινίας, ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΚΑΪΓΚΑΝΙΤΣ, να ήθελε να γράψει ένα δικό του σενάριο διαφορετικού τύπου με υλικά και στοιχεία από το θρίλερ του Αρτζέντο και να το πήγε στον Γκουαντανίνο. Με την τρισκατάρατη όμως θεωρία του auteur δίνονται διαρκώς παρεξηγημένες και λανθασμένες εντυπώσεις. Το σενάριο το υπογράφει αποκλειστικά και μόνος ο Κάιγκανιτς (μην παρασυρθείτε πάλι από τους τίτλους του IMDB, περιοριστείτε στα credits της ΤΑΙΝΙΑΣ) – ο Γκoυαντανίνο έχει credit μόνο σκηνοθέτη. Το αν ο σκηνοθέτης μπορεί να κάνει παρέμβαση στο σενάριο βεβαίως και ισχύει αλλά κι εδώ πρέπει να διευκρινιστεί κάτι: Η παρέμβαση είναι σκηνοθετική δεν είναι σεναριακή. Αν ήταν καθοριστικά σεναριακή τότε υποχρεωτικά θα έπαιρνε credit συν-σεναριογράφου κι έξω τα συνδικάτα των σεναριογράφων, σε Αμερική κι Ευρώπη, δεν αστειεύονται, αλλά διαιτητεύουν. Διότι ανάλογη παρέμβαση μπορεί να κάνει κι ο σεναριογράφος σε υπόδειξη του προς τον σκηνοθέτη, κατά τα γυρίσματα, κατά τη στιγμή που προέκυψε ένα πρόβλημα και πρέπει να λυθεί, όπως μπορεί κι ο παραγωγός. Το θέμα είναι να ξέρει κανείς πως λειτουργεί το σινεμά και τι είναι το σινεμά ώστε να μην παρασύρεται από τους άσχετους με το σινεμά θεωρητικούς και νομίζει τα άλλα αντ’άλλων.
Στην περίπτωση του Γκουαντανίνο παρακολουθούμε πως γενικότερα λειτουργεί ως σκηνοθέτης κι όχι ως συν-σεναριογράφος (και στο περσινό «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ» το σενάριο το είχε δουλέψει εξ ολοκλήρου ο ΤΖΕΗΜΣ ΑΪΒΟΡΥ σε τέτοιο μάλιστα βαθμό λεπτομερειών ώστε να παραδώσει και σχεδόν έτοιμη σκηνοθεσία στον Γκουαντανίνο και λογικά κατέληξε στον Αϊβορυ το ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ ενώ ο Γκουαντανίνο για τη σκηνοθεσία δεν μπήκε καν υποψήφιος)
Από πλευράς της έννοιας «remake» λοιπόν, το κατά Γκουαντανίνο και Κάιγκανιτς «Suspiria» θα μπορούσε να θεωρηθεί και υπόδειγμα.
Από τη στιγμή όμως που αναγνωρίσαμε την κινηματογραφική ανεξαρτησία στο καινούργιο «Suspiria» πάμε να δούμε κι αν λειτουργεί ως… ανεξάρτητο κράτος ή αν παρουσιάζει προβλήματα στη λειτουργία του. Διότι τα του «remake» δεν τελειώνουν με την απόλυτη ανεξαρτητοποίηση. Το δεύτερο σκέλος αφορά στο αυτόνομο έργο που προέκυψε κι αυτό το αυτόνομο, νέο έργο θα κριθεί, όπως πρέπει να κρίνονται όλα τα έργα, με όρους καθαρά ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ και, φυσικά, κινηματογραφικούς.
Ε, λοιπόν, το καινούργιο αυτόνομα «Suspiria» καταλήγει στην απογοήτευση! Οπως ακριβώς συμβαίνει στη θεωρία που ανέπτυξα μεταξύ πρώτου σκέλους που είναι το «remake» ως έννοια και νέου έργου που πρέπει να κριθεί χωριστά, έτσι και στην ταινία, περνάμε ένα πρώτο μέρος που αντιλαμβανόμαστε ότι έχει συμβεί το παραπάνω, ότι φτιάχνουν το δικό τους έργο, ότι δεν ξεπατικώνουν τον Αρτζέντο, όπως έκαναν οι άλλοι με το «Halloween». Και στο δεύτερο μέρος δοκιμάζουμε και πιστοποιούμε την απογοήτευση για ένα πράγμα που είδαμε το οποίο δεν κατέληξε σε τίποτε άλλο παρά σε αχταρμά.
Όλα ξεκινούν από το σενάριο κι όχι από τον Γουαντανίνο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο δεύτερος είναι άμοιρος ευθυνών. Ο σεναριογράφος δείχνει πως στο δικό του σενάριο αυτό που θέλησε να κάνει κι ο σκηνοθέτης γοητεύτηκε (;;) είναι να αποδομήσει τα υλικά του τρόμου, να φτιάξει ένα σενάριο «τελετουργίας του τρόμου», να κάνει κάτι σε σενάριο ποιητικού τρόμου.
Μόνο που του είχε διαφύγει ένα πράγμα. Ότι και το σενάριο του Αρτζέντο δεν ήταν ένα σενάριο πλοκής. Πάνω σε αυτό που του διέφυγε, βασίστηκε, και θέλησε να κάνει την «ποιητικούρα» του. Η αίσθηση που έχουμε και που γιγαντώνεται στο δεύτερο μέρος είναι πως σκηνοθετική γραμμή του Γκουαντανίνο είναι να μας πετάει από τη μια εικόνα στην άλλη, ακριβώς με τις λέξεις που χρησιμοποιώ, μας «πετάει», κι η μια εικόνα που διαδέχεται την άλλη, είναι εικόνα τελετουργική πάνω σε υλικά του τρόμου, χωρίς να υπάρχει υπόθεση, χωρίς να ξέρουμε από μια στιγμή και μετά τι παρακολουθούμε, χωρίς να μπορούμε να κατανοήσουμε που και γιατί εμπλέκονται οι αναρχικές ομάδες της Γερμανίας των 70ς κι η «Μπάαντερ-Μάινχοφ» , κάποιες εικόνες έχουν τη γοητεία τους κι αυτό δεν είναι μόνο σκηνοθετικό όπως νομίζουν εκείνοι που δεν ξέρουν τι είναι σενάριο και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτά που δείχνει ο σκηνοθέτης είναι αυτά που του γράφει το σενάριο, οπότε, επανέρχομαι στο σενάριο στο οποίο διέκρινα αυτές τις προθέσεις κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του, της πραγμάτωσης του.
Δεν θέλω να γράψω περισσότερα περί υπόθεσης, και ξέρετε γιατί; Διότι την υπόθεση τη «διαβασα» στα δελτία Τύπου, δεν την είδα στην ταινία, αν είχα μπει στην αίθουσα ως ένας απληροφόρητος θεατής , δεν θα καταλάβαινα «γρι» του τι συμβαίνει εκεί μέσα. Αν χρειάζεται να γίνω κι εγώ παπαγάλος των δελτίων Τύπου ώστε να εξηγήσω στον αναγνώστη που είδε ή που θα δει την ταινία, τι είδε στην οθόνη, τότε συμβάλλω στο να μην κάνω κι εγώ σωστά τη δουλειά μου ως κριτικός. Θα μείνω λοιπόν σε αυτό που είδα, θα πω ότι δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα από υπόθεση κι ότι η συνολική μου αίσθηση ήταν αυτή που ανέφερα και προηγουμένως: Ότι με «πέταγε» από τη μια εικόνα στην άλλη. Υπερασπίζομαι την έννοια «remake» όπως την αντιλήφθηκαν οι δημιουργοί αυτής της ταινίας , όχι όμως και το ΑΥΤΟΝΟΜΟ έργο που προέκυψε από όλο αυτό το σκηνικό. Κι είναι κι ανεπίτρεπτα μακρύ: 152 λεπτά. Πολύς χρόνος!