Το «ROMA» είναι η απόλυτη τελειότητα!! Κατά μία εκδοχή μπορεί να είναι κι η καλύτερη ταινία του ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ, ενός σκηνοθέτη που βρίσκεται σε διαρκή και καλπάζουσα άνοδο κι ο οποίος έχει περάσει εδώ και χρόνια τα σύνορα του Μεξικό, της πατρίδας του, με έργα σαν τα «ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» και κυρίως το «GRAVITY» που του είχε χαρίσει και το ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ τα 2014.
Στο νέο φιλμ ξαναγυρίζει στην πατρίδα του, στις ρίζες του, στο Μεξικό και κάνει την προσωπική του καταβύθιση σε ένα έργο στο οποίο δεν είναι μόνο σκηνοθέτης και σεναριογράφος αλλά και διευθυντής φωτογραφίας κι η φωτογραφία με τη σκηνοθεσία γίνονται σε αυτό το φιλμ ένα πράγμα, ενιαίο κι αδιαίρετο. Όχι μόνο οι μαυρόασπροι φωτισμοί αλλά κι η χρήση της κάμερας καθαυτής, που μεταβάλλεται σε σκηνοθεσία καθώς μέσα από αυτή τη χρήση κάνει επίδειξη (με την καλή έννοια!) δυνατοτήτων, ευρημάτων και λύσεων όπου προβάλει τόπο, προβάλει διαδρομή, προβάλει ακόμα και ντεκόρ εσωτερικών χώρων. Η χρήση των travelling δεν είμαι επίδειξη, δεν είναι εκείνα τα ξέφρενα του εντυπωσιασμού που έκαναν ο Σκορσέζε ή κι ο Ορσον Γουέλες , είναι travelling «περιεχομένου» κι εναλλαγών, είναι απίθανη καταγραφή χώρου. To αυτό ισχύει και για τα εσωτερικά. Η εισαγωγή για παράδειγμα είναι ένα υπόδειγμα κινηματογράφου όπου μέσω της χρήσης της κάμερας επισημαίνεται και προωθείται η ιστορία, ένα σπίτι ακατάστατο, στη μέση μια υπηρέτρια που το καταλαβαίνουμε από τον τρόπο στησίματος ότι αυτή είναι υπηρέτρια κι ότι αυτή φέρνει γυροβολιά το σπίτι με τα πολλά δωμάτια, πριν ακόμα αρχίσουμε να γνωρίζουμε τους ενοίκους, ενώ η κάμερα στο γύρω- γύρω της δείχνει ποια δωμάτια έχουν μείνει ατακτοποίητα και ποιο έχει συγυριστεί ήδη κι αυτό είναι δουλειά της συγκεκριμένης υπηρέτριας.
Γνωρίζουμε την υπηρέτρια (περνάμε τώρα στο σενάριο δηλαδή), παίρνουμε πληροφορίες για την οικογένεια που ζει εκεί μέσα, λίγο – λίγο, παίρνoυμε με τον ίδιο τρόπο πληροφορίες και για το background της υπηρέτριας, ο σεναριογράφος Κουαρόν μέσω του σκηνοθέτη Κουαρόν και με την μαγευτική ικανότητα του διευθυντή φωτογραφίας Κουαρόν αλλά και του κατά το ήμισυ μοντέρ Κουαρόν μας ερεθίζει διαρκώς για το παρακάτω της ιστορίας, κάθε τόσο μας βάζει υποψίες για το τι μπορεί να συμβεί και κάθε τόσο μας κάνει να πέφτουμε έξω στους υπολογισμούς μας και στις προσδοκίες μας διότι όλο και κάπου αλλού μας το πηγαίνει κι εκεί που νομίζαμε ότι θα συμβεί το τάδε, έρχεται και συμβαίνει το δείνα, το οποίο δεν είναι πάντα ανατρεπτικό, είναι όμως κι έξω από αυτά που νομίζαμε και σίγουρα έχει ανατρέψει την θεωρία των κλισέ και των κανόνων, χωρίς όμως να τους έχει παραβιάσει, έχει φτιάξει δική του εκδοχή επί των υπαρχόντων κανόνων. Γι αυτό κι η ταινία παρά τη σχετικά μεγάλη της διάρκεια (135 λεπτά καθαρός χρόνος) ποτέ δεν σε κουράζει, διαρκώς σε κεντρίζει για το παρακάτω ενώ κάθε τόσο υπάρχουν μεγάλες σκηνές, δημιουργικής έμπνευσης, δραματικότητας, σκηνές που προβάλουν τόπο και χρόνο , σκηνές που σε γοητεύουν απίθανα με την έννοια κινηματογράφος, σκηνές με άποψη στο ντεκόρ και κυρίως στο τι σημαίνει σκηνοθεσία του ντεκόρ, σκηνές κι ολότητα αριστουργηματικού ήχου και το κομμάτι του ήχου σε ταινίες «περιφερειακών» κινηματογραφιών (βέβαια το να θεωρούμε τη μεξικανική κινηματογραφία ως «περιφερειακή» αποδεικνύεται στα τελευταία- κι όχι μόνο – χρόνια μέγα λάθος αλλά το λέμε για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας) δεν είναι κάτι που το συναντάμε συχνά. Εδώ μιλάμε πάντως και για μεγάλο ήχο ενώ δεν πρόκειται για τίποτε blockbuster. Υπάρχουν σκηνές ανθολογίας (η σκηνή της γέννας στο θάλαμο των «οδυνών» είναι από τις πιο συγκλονιστικές που έχω δει τόσο ως γράψιμο όσο κι ως θέση κάμερας για να πετύχει το συναίσθημα που επιθυμεί) καθώς κι άλλες πολλές.. Κι η ερασιτέχνης πρωταγωνίστρια, η υπηρέτρια η Μεξικάνα, παίζει με τρόπο πεπειραμένης ηθοποιού, προφανώς επίτευγμα του Κουαρόν είτε στη διδασκαλία είτε στο ένστικτο εντοπισμου της κι επιλογής της, γενικά μιλάμε για κάτι εξαιρετικό.
Υπάρχει, όμως, κι ένα «δια ταύτα». Ποιο είναι το «δια ταύτα» αυτού που παρακολουθήσαμε. Ποια είναι η μονολεκτική απάντηση στο ερώτημα «what’s the movie about?"» Εδώ κάνουμε στάση και (θα) περιμένουμε… Διότι για κάποιους σοβαρούς κινηματογραφιστές αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι και καθοριστικό, για κάποιους άλλους επουσιώδες. Το μη ξεκαθάρισμα δηλαδή του «ποιο ακριβώς είναι το θέμα».
ΥΓ. Επίσης δεν κατάφερα να εντοπίσω από που βγαίνει ο τίτλος