Ενθουσιάστηκα και με το καθαρώς κινηματογραφικό κομμάτι και με το περιεχόμενο και με το μεταξύ τους πάντρεμα. Κι ο σκηνοθέτης – σεναριογράφος Νταμιέν Σαζέλ μου κινεί την περιέργεια και τις προσδοκίες πλέον για το τι μπορεί να μας επιφυλάξει στο μέλλον.
Για την ώρα, όμως, μένουμε στο παρόν. Και λέω:
Ένα «μικρό» φιλμ, όταν έχει κάτι να πει και να δείξει, πόσο «μεγάλο» μπορεί να φαίνεται.
Εχουμε λοιπόν ένα εκπληκτικό σενάριο στο οποίο παρακολουθούμε την ιστορία ενός νεαρού ντραμίστα της τζαζ να αντιπαλεύει με τις φιλοδοξίες του, το πείσμα του, τις καταβολές του, την ίδια τη μουσική, την κατάκτηση της και πάνω από όλα με τον φοβερό και τρομερό καθηγητή και μαέστρο της ορχήστρας ο οποίος τον φτάνει συνεχώς στα όρια του. Κάποτε και πέρα από αυτά..
Ωραία κι η σύλληψη, ωραία κι η σεναριακή ανάπτυξη μα ακόμα πιο ωραία κάνουν την ταινία να φαίνεται αφενός οι ερμηνευτικές επιλογές και επιδόσεις των επιλεχθέντων κι αφετέρου η κινηματογραφική σχέση του δημιουργού της ταινίας (διάβασα ότι είναι μόλις 29 χρονών) Νταμιέν Σαζέλ με το αντικείμενο της ταινίας, που είναι η μουσική. Η μουσική γίνεται πρωταγωνίστρια της ταινίας αφού πάνω σε αυτήν, και κυρίως στο είδος της τζαζ, γίνονται οι επιλογές των κομματιών που δένονται οργανικά με τις σκηνές της ταινίας και από κει αντλείται ο ρυθμός της ταινίας αφού πάνω στα μουσικά μέτρα κόβεται και ράβεται το μοντάζ. Πραγματικά είναι μια δουλειά αλλιώτικη γι αυτό και προκαλεί κι ενθουσιασμούς επειδή δεν είναι κάτι από τα «πεπατημένα», όσο καλό κι αν θα ήταν, δεν είναι κάτι από αυτά που περιμένεις. Και στο σημερινό σινεμά, προπαντός το αμερικάνικο, οι εκπλήξεις με την έννοια κυρίως του απροσδόκητου, όλο και περιορίζονται.
Το άλλο πράγμα που θαυμάζεις είναι η ηθοποιία. Εδώ ξεκινάμε καταρχάς από το casting. Οπου εναρμονίζεται η νέας αντίληψης ταινία (του νέου ανθρώπου) με άφθαρτα πρόσωπα του κινηματογράφου κι όχι με δεδομένα. Οπότε η φρεσκάδα ενισχύεται θεαματικά. Ξεκινώ από το νεαρό πρωταγωνιστή Μάιλς Τέλερ, που κι ενέργεια διαθέτει και συμπαθές παρουσιαστικό κι ερμηνευτικές ικανότητες και επιθυμώ, μετά από αυτή την ταινία, να τον ξαναδώ έπειτα σε κάτι ανάλογο είτε και σε κάτι παραπέρα. Είναι από τις περιπτώσεις που σε κεντρίζουν. Κι εκεί που κάνω υπόκλιση πρώτα στην επιλογή κι ύστερα στην εκπλήρωση είναι στον Τζ.Κ.Σίμμονς για το ρόλο του καθηγητή-μαέστρου, όπου εδώ έχουμε την απόλυτη ΤΑΥΤΙΣΗ ηθοποιού με ρόλο. Μπράβο στον σκηνοθέτη για το τελικό ΟΚ, μπράβο στον ίδιο τον ηθοποιό για το αποτέλεσμα. Το παίξιμο του είναι ΚΑΙ παίξιμο, με εντάσεις, εκφράσεις, ανεβοκατεβάσματα και ως κοινό παρανομαστή την απόλυτη αλήθεια και βλέπεις πόσο έχει εξουσιάσει απόλυτα τον χαρακτήρα.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΟΣΚΑΡ ΑΠΟ ΤΑ ΦΕΤΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΑ ΣΙΓΟΥΡΟΣ. Αυτό του Τζ.Κ.Σίμμονς. Και σκεφτόμουν πως αν στον Μάικλ Κίτον έρχεται ο ρόλος μιάς ζωής στο «Birdman», για τον Τζ.Κ.Σίμμονς πόσο ρόλος μιάς ζωής είναι αυτός, όταν όλη του τη ζωή την πέρασε παίζοντας κάτι «περάσματα», κάτι ανθυπορόλους εντελώς ασήμαντους χωρίς να του δοθεί ποτέ η ευκαιρία. Και του έρχεται τώρα με αυτό το ρόλο. Στον οποίο καλείται να αποδείξει όσα δεν μπόρεσε , να αποδείξει ότι είναι ηθοποιός κι όχι personality, όπου ο ρόλος φτιάχτηκε ως προέκταση της.
Επί τη ευκαιρία να σας πω ότι ως δομή κι ως σχέση φοιτητή με καθηγητή αλλά κι ως αποκάλυψη άγνωστου καρατερίστα σε β ρόλο με οσκαρική κατάληξη, μου θύμισε μια ταινία που είχα δει στην πρώτη εφηβεία μου, κάπου μεταξύ 16 και 17 ετών κι επειδή δεν είναι γνωστή στις μέρες μας σας συνιστώ να ψάξετε να την βρείτε. Ελληνικά λεγόταν «Χάρτινες χειροπέδες», αγγλικός τίτλος «Paper chase» και διαδραματιζόταν στη Νομική Σχολή. Σκηνοθέτης-σεναριογράφος ο Τζέιμς Μπρίτζες που αργότερα έκανε «Το σύνδρομο της Κίνας» αλλά πέθανε και πολύ νέος ενώ ηθοποιός που είχε αναδειχτεί στο ρόλο του αυστηρού καθηγητή ήταν ένας μη –ηθοποιός, ο βετεράνος παραγωγός του Χόλυγουντ Τζον Χάουσμαν, που πήρε το ρόλο κι από κεί το Οσκαρ και στη συνέχεια πρόλαβε κι έπαιξε ως ενδιαφέρον καρατερίστας και σε άλλες ταινίες.
Συνειρμοί απαραίτητοι –για μένα!- στο σινεμά