Αντλεί τον τίτλο της από την περιοχή της Αλαμπάμα, από όπου ξεκίνησε η μεγάλη πορεία των μαύρων με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ η οποία προχώρησε ως το Μοντγκόμερυ, και θεωρήθηκε σημαδιακή αυτή η πορεία διαμαρτυρίας του 1965 διότι έτσι κατακτήθηκαν τα δικαιώματα των μαύρων πολιτών της Αμερικής ως ίσων απέναντι στους λευκούς Αμερικανούς πολίτες, αναγνωρίστηκαν ως πολίτες με ίσα δικαιώματα και βεβαίως με το δικαίωμα ψήφου.
Παρόλο ότι όπως μας πληροφορεί, άλλωστε, κι η ταινία, ο Κινγκ ήταν ήδη γνωστός αφού είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης για τους αγώνες του επί του συγκεκριμένου θέματος, πριν από την πορεία της Σέλμα.
Ωστόσο, αυτό το κομμάτι της ιστορίας του Κινγκ διάλεξαν οι δημιουργοί της ταινίας να δραματοποιήσουν και να το προσφέρουν ως φόρο τιμής ή κάτι τέτοιο.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγινε σύμβολο του αγώνα των μαύρων τόσο με τους αγώνες του όσο και με το τέλος του, μια κι έπεσε θύμα δολοφονίας τον Απρίλιο του 1968, τρία χρόνια δηλαδή μετά την μαζική διαμαρτυρία της ανωτέρω διαδρομής. Η μνήμη του εορτάζεται ως ημέρα αργίας στις ΗΠΑ κι είναι μία από τις λιγοστές αργίες που προβλέπει το αμερικάνικο «εορτολόγιο»
Το γιατί διάλεξαν αυτό το κομμάτι είναι δικαίωμα τους και δεν θα ασχοληθούμε. Αλλωστε, πρέπει να ξέρουμε ότι στην Τέχνη γενικότερα δεν ενδιαφερόμαστε «γιατί» διάλεξε αυτό το θέμα ένας καλλιτέχνης αλλά το «πως» το διαχειρίστηκε. Το «γιατί;» είναι ερώτηση λογοκρισίας. Το «πως;» είναι ερώτημα της κριτικής. Βασική διαφορά και καλή πυξίδα πλεύσης για όλους μας. Πρώτιστα για τους κριτικούς.
Η διαχείριση του θέματος από τον σεναριογράφο Πολ Γουέμπ και τη σκηνοθέτη Αβα ΝτυΒερνέι στηρίζεται στους κανόνες της στρωτής αφήγησης και της ανάπλασης-αναπαραγωγής ενός περιστατικού. Το περιστατικό ενδιαφέρει πιο πολύ κι από τους χαρακτήρες οι οποίοι περισσότερο λειτουργούν ως φορείς ιδεών παρά ως άνθρωποι με ολοκληρωμένη ζωή. Ακόμα κι όταν προσκρούουν σε γκρίζες ζώνες οπότε παρατηρείται και δραματουργικό ενδιαφέρον, πάλι με τις εντός ιδεών συγκρούσεις έχουμε να κάνουμε παρά με τις γκρίζες ζώνες του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ακόμα κι όταν βλέπουμε τις διαφορές του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με τον Μάλκολμ Χ, που είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τα θέματα των αγώνων των ομοφύλων τους, επί των ιδεών γίνονται οι διαφορές κι επί των ιδεών κλιμακώνονται ή λύνονται.
Οπότε, το έργο πετυχαίνει στην ανάπλαση του περιστατικού αλλά δεν ηλεκτρίζει καλλιτεχνικά σε τέτοιο βαθμό αφού ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δεν είναι ένας χαρακτήρας υπό εξέλιξη μέσα στο δράμα αλλά ένας φορέας ιδεών τις οποίες καλείται να παρακολουθήσει κατά την εξέλιξη τους.
Συνεπακόλουθα, έχουμε ένα φιλμ που το παρακολουθούμε με ενδιαφέρον για αυτά που λέει, το οποίο μας βάζει ενίοτε και σε κάποιες σκέψεις για τα σημερινά, με συνειρμούς και παραλληλισμούς. Ειδικά όταν μέσα στα συνθήματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ακούμε το «ποτέ πιά λευκός αστυνομικός δεν θα ξαναπυροβολήσει μαύρο» και σκεφτόμαστε ότι στις μέρες μας με τα γεγονότα στο Μιζούρι αλλά και στη Νέα Υόρκη όπου κι ο λευκός δήμαρχος αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τους λευκούς αστυνομικούς για τη δολοφονία μαύρου υπόπτου, δείχνει σαν να μην άλλαξε τίποτα. Μα κι αν άλλαξε, κι αν η Αμερική έβγαλε μαύρο Πρόεδρο, κι αν επισήμως οι μαύροι ονομάζονται Αφρο-Αμερικανοί ενώ το «νέγρος» εξέλιπε από το λεξιλόγιο, σκεφτόμαστε, παρόλα αυτά ότι οι ρίζες είναι μάλλον βαθιές…
Δεν μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι δεν πήραμε τίποτε από το έργο, δεν μπορούμε όμως από την άλλη να πούμε κι ότι είδαμε κάτι που μας ξεσήκωσε , μας αναστάτωσε, μας συγκίνησε πέραν των ιδεών.
Ισως επειδή δεν υπάρχουν οι χαρακτήρες. Είναι ένας από τους λόγους που δεν διακρίνεται ξεχωριστά ο ηθοποιός που υποδύεται τον Κινγκ, ο Ντέιβιντ Ογιελόβο. Τόσο επειδή ο ρόλος δεν έχει σημεία ανέλιξης όσο κι επειδή ο ίδιος ο ηθοποιός πιθανόν να μην έχει το χάρισμα εκείνο ώστε να αναπληρώσει με τη φιγούρα του και την παρουσία του μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα σαν του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τους καλούς ηθοποιούς που υποδύονται ρόλους λευκών όπως ο Τιμ Ροθ που παίζει τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα Τζορτζ Γουάλας ή ο Τομ Γουίλκινσον που υποδύεται τον Πρόεδρο Τζόνσον. Φορείς ιδεών παίζουν κι αυτοί.
Οι σκηνές του πλήθους είναι καλά οργανωμένες κι είναι από τις βασικές αρετές της ταινίας. Ετσι, καταλαβαίνουμε εύκολα γιατί αυτή η ταινία χώρεσε στην 8άδα της καλύτερης ταινίας για τα Οσκαρ αλλά επί μέρους δεν είχε καμία υποψηφιότητα πλην τραγουδιού, αυτού που ακούμε προς το φινάλε, το οποίο ως σύνθεση είναι «πλούσιο» και με εναλλαγές και ίσως μέσω αυτού βραβευτεί κι όλη η ταινία. Την ψηφίζεις ως Νο 8 ταινία προτίμησης αλλά κανένας επιμέρους κλάδος δεν βρίσκει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ώστε να ασχοληθεί περαιτέρω μαζί της.