Δεν υποτιμώ το «ευχάριστο δίωρο», είναι ένας από τους λόγους που πάμε σινεμά. Όμως, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για να πάει κανείς σινεμά. Η μάλλον όχι για να πάει σινεμά γενικώς αλλά για να δει ένα συγκεκριμένο έργο. Αν πραγματικά η ψυχή του λαχτάρισε κάτι που να τον γεμίσει, να τον βάλει σε σκέψεις, να νιώσει έτσι όπως νιώθει όταν διαβάζει ένα δυνατό, ακόμα κι αν είναι στρυφνό, βιβλίο ή όταν πηγαίνει στο θέατρο να δει ένα έργο προβληματισμού(αν δεν του το έχουν «σκοτώσει» οι ψευτο-μοντερνισμοί της παράστασης, που συνηθίζονται τελευταίως και τελικώς αλλοιώνουν τα έργα)
Ένα τέτοιο φιλμ είναι ο «ΛΕΒΙΑΘΑΝ» του Αντρέι Ζβιαγκνίτσεφ. ΚΙ είναι ένα είδος που δεν προσφέρεται με το κιλό.
Και πώς να προσφερθεί αφού αυτά τα έργα βγαίνουν μέσα από την ψυχή. Κι άλλα μπορεί να βγαίνουν από την ψυχή αλλά δεν φτάνουν πάντα στην ολοκλήρωση, στο ποθητό αποτέλεσμα. Μένουν στις προθέσεις και μετά περιμένουν από την κριτική και τις δημόσιες σχέσεις να τους πλέξουν το εγκώμιο του δημιουργού και να πηγαίνουν να δουν «δημιουργό» κι όχι ΕΡΓΟ
Στον «Λεβιάθαν» έχουμε έργο. Γι αυτό και δεν θα ασχοληθώ με προηγούμενα έργα του Ζβιαγκνίτσεφ κι αν είναι καλύτερο ή χειρότερο από εκείνα ή τι ήθελε να πεί ο «δημιουργός». Θα μείνω στο έργο διότι αυτό είναι που με απορρόφησε, με γέμισε (ελπίζω να μην ξαναχρησιμοποιήσω το ρήμα αυτό ξανά στο κείμενο), με έβγαλε πλήρη από την αίθουσα.
Ο «Λεβιάθαν» έρχεται από τα ρώσικα βάθη της ψυχής, από τα βάθη της ρώσικης κουλτούρας, από την κληρονομιά του Ντοστογιέφσκι και των λοιπών μεγάλων Ρώσων συγγραφέων και ποιητών .
Με έκανε μάλιστα να σκεφτώ πως από την ίδια ψυχή προήλθαν αντικρουόμενοι δημιουργοί κι έργα, όπως ο Ταρκόφσκι αλλά και τα έργα , τα καλά έργα, του διασυρμένου σήμερα «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», που ό, τι κι αν του σούρνουν, εγώ δεν θα βγάλω από την καρδιά μου και την εκτίμηση μου τον Γρηγόρι Τσουχράι, τον Σεργκέι Μπονταρτσούκ, τον Μιχαήλ Κολατόζωφ..Ο « 41ο ς», η «Μοίρα ενός ανθρώπου», η «Μπαλάντα του στρατιώτη», το «Όταν περνούν οι γερανοί» θα έχουν πάντα θέση στο πάνθεον.
Κι αυτό, επειδή πηγάζουν από εκείνη την ψυχή.
Κι ο «Λεβιάθαν» είναι ένα τέτοιο έργο.
Στο Σήμερα, σε μια κοινωνία διαφθοράς, ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα του. Ο διεφθαρμένος δήμαρχος που θέλει να του πάρει το σπίτι, ο δικηγόρος που αναλαμβάνει την υπεράσπιση του αλλά τον προδίδει ως φίλος διότι του πηδάει τη δεύτερη γυναίκα, ο γιός, από τον πρώτο γάμο που κατέληξε σε πρώιμη χηρεία, ο οποίος δεν τα βρίσκει με τον πατέρα και μισεί την ωραία μητριά, το περιβάλλον που είναι ποτισμένο στη βότκα μέχρι τα κόκκαλα, η Αστυνομία, ο ιερέας που έχει δοσοληψίες με τον διεφθαρμένο δήμαρχο , με τον οποίο, μάλιστα, κάνει παιχνίδι συναλλαγής κι εκβιασμού ο δικηγόρος-φίλος-αντεραστής από τη Μόσχα…
Κι όλα αυτά, με παρονομαστή την ιστορία του Ιώβ, που παραπέμπει και στη θρησκευτική εξάρτηση αλλά και παραπλάνηση. Και περιπλάνηση.
Οι συγκρούσεις βγαίνουν μέσα από το ξετύλιγμα των ανθρώπινων χαρακτήρων και μέσα από εκεί, οικοδομείται κι η υπόθεση.
Κι ένα ερώτημα που πλανάται: Πως ο άνθρωπος σώζεται από ένα τέτοιο περιβάλλον διαφθοράς , ανυπεράσπιστος, χωρίς έλεος; Φταίει κι αυτός; Φταίει κι η βότκα; «Εφταιξε ο κόσμος ή εμείς μονάχα;»
Και φυσικά το ερώτημα δεν απαντάται, τουλάχιστον άμεσα . Ισως η κατάληξη με τη σκηνή στην εκκλησία να θέλει να δώσει έμμεσα την απάντηση αλλά επειδή η σκηνή δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον ήρωα άμεσα, μπορεί να πάρει κι άλλη ερμηνεία, και να γίνει ακόμα πιο πεσιμιστική. Όμως, το γεγονός πως το έργο σε βάζει διαρκώς σε τόσες σκέψεις, ο πεσιμισμός κάπου έχει πάει περίπατο. Ο πεσιμισμός για τον θεατή εννοώ. Διότι όταν από ένα έργο παίρνεις μαζί σου τόσα πολλά ερωτήματα, χωρίς να χρειάζεται να έχεις απαντήσεις για όλα αυτά, όχι, δεν φεύγεις απαισιόδοξος αλλά προβληματισμένος.
Ε, δεν ξέρω πολλά έργα που μπορούν και το πετυχαίνουν αυτό.
Κι όλο το ύφος είναι ανάλογο, η φωτογραφία είναι μουντή, οι άνθρωποι ολοζώντανοι, έτοιμοι για μεθύσια, καυγάδες, κραιπάλες, κουβαλούν πάθη μέσα τους αλλά οι πιο αδύναμοι συνθλίβονται.
Το έργο κρατά περί τις 2 ώρες και 20 λεπτά. Για τη δική μου κινηματογραφική αντίληψη είναι μια απάντηση στις επιφυλάξεις που διατύπωσα για τη «Χειμερία νάρκη» . Για τη χωρίς ανάλογη σεναριακή πληρότητα διάρκεια της που ξεπερνούσε τις 3 ώρες και 10 λεπτά ενώ εδώ, παρασυρμένος από τη δίνη και την οδύνη των ανθρώπων καθώς κι από τις διαρκείς σκέψεις, που να προλάβω να πλήξω; Η διάρκεια ήταν σε τόσο απόλυτη αρμονία με το σενάριο ώστε το έργο, αν και βαρύ, φάνηκε σε διάρκεια μικρό.
Για τους ηθοποιούς, τι να πω; Εδώ κι αν έχουμε τη ρώσικη παράδοση! Αλλωστε, Αγγλία και Ρωσία είναι επισήμως οι σιτοβολώνες του παγκοσμίου θεάτρου, σε παραγωγή και κουλτούρα ηθοποιών. Είναι όλοι τους ένας κι ένας. Αυτός όμως ο φοβερός άνθρωπος, που παίζει τον διεφθαρμένο δήμαρχο και που δεν ξέρω το όνομα του, τι ηθοποιός είναι; Τι τεχνική είναι αυτή; Τι φωνή! Πως θα αισθάνεται όταν μαθαίνει τι λεφτά βγάζει ο …. Κιάνου Ριβς ενώ αυτός θα πασχίζει για το μεροκάματο;; Θα βάζει τα γέλια ή θα πέφτει με τα μούτρα στη βότκα;