Στην Κύπρο, λοιπόν, στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας , εκεί που χωρίζεται η ελεύθερη περιοχή από το κατεχόμενο από τους Τούρκους έδαφος, ένας σκύλος, ο Χέντριξ του τίτλου, την κοπανάει από το αφεντικό του. Ο σκύλος, βασικά, είναι της πρώην, που του τον είχε αφήσει για φύλαξη αλλά ο ήρωας, καθώς τον είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο,είδε κάποιους περίεργους τύπους και πήγε να τους αποφύγει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μπέρδεμα, να την κοπανήσει ο σκύλος και να χωθεί στα Κατεχόμενα. Κι εδώ αρχίζει η παράνοια μιας πολιτικής κατάστασης και μιάς πραγματικότητας όπου ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης πιάνεται με το εύρημα του σκύλου (αυτό είναι το σημαντικό: Να θες να μιλήσεις για κάτι και να πετυχαίνεις το εύρημα που θα μετατρέψεις ένα θέμα σε ιστορία και ακόμα πιο μεγάλη μαγκιά, να την εντάξεις και σε είδος) και προχωρά στην ουσία της κατάστασης. Διότι το εύρημα του σκύλου είναι για δύο είδη: Η για κωμωδία ή για μελό. Ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης επιλέγει το πρώτο. Και ξέρει σε ποια σημεία της ιστορίας θα επικαλείται το εύρημα και την παρουσία του σκύλου ώστε να το κάνει κωμωδία, σε ποιά άλλα θα χρειαστεί , ΔΙΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ , και το στοιχείο της συγκίνησης, γύρω από το σκύλο, που το χρησιμοποιεί τόσο όσο χρειάζεται και φυσικά θα το ανατρέψει όταν έλθει η ώρα, για να ξαναπεράσει στην αρχική του θέση, της ευφρόσυνης κωμωδίας. Η οποία, όμως, αφήνει και μια πικρή επίγευση ύστερα από όλα αυτά που είδαμε να συμβαίνουν.
Την κοπανάει, που λέτε, ο σκύλος, χώνεται μέσα στα κατεχόμενα, δεν είναι και δύσκολο έτσι όπως είναι εκεί η κατάσταση, ο ήρωας μας τρέμει την πρώην αλλά αγαπά και τον σκύλο, περνά τις διατυπώσεις όπως σε σκηνές κωμωδίας μας δείχνει το σενάριο το πώς βλέπει η από εδώ μεριά, η ελληνική, την είσοδο στα Κατεχόμενα, κι ο ήρωας πέφτει στο πατρικό του, αυτό που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει η οικογένεια όταν εισέβαλλαν οι Τούρκοι. Τώρα ζει εκεί μια άλλη οικογένεια. Οι οποίοι δεν είναι καν Τουρκοκύπριοι αλλά έποικοι. Οπου παρακάτω θα μάθουμε ότι κι ο έποικος που τον μισούν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θέλει κι αυτός να την κάνει για την Ευρώπη, για την Ολλανδία, όπως ετοιμάζεται να την κάνει κι ο Ελληνας Κύπριος ήρωας μας που ξαφνικά έχει μπλέξει. Διότι θα πάρει μαζί του τον σκύλο που τον βρήκε στο πρώην πατρικό και νυν κατεχόμενο, ενός ανθρώπου, όμως, που γεννήθηκε εκεί και που το θεωρεί κι αυτός σπίτι του, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω. Διότι παίρνει τον σκύλο για να τον επιστρέψει στο ελληνικό κυπριακό έδαφος, όμως, οι Ελληνοκύπριοι δεν επιτρέπουν στο σκύλο να ….περάσει. Βάσει των Διεθνών Κανόνων και της Ευρωπαϊκής Ενωσης που απαγορεύει την είσοδο ζώων από τα Κατεχόμενα.
Καταλαβαίνετε γιατί ενθουσιάστηκα; Από τι πιάνεται, τι σεναριακό εύρημα σκέφτεται και τι ανάπτυξη μύθου κάνει.
Δεν τον δέχονται οι Ελληνοκύπριοι τον ελληνοκυπριακό σκύλο ως επανεισαγωγή και τον στέλνουν πίσω. Και τότε, ο ήρωας μας, ξαναγυρνά στα Κατεχόμενα , πάει στον έποικο, του ζητεί βοήθεια, αυτός τον φέρνει σε επαφή με Τουρκοκύπριο, πολύ μούτρο, ο οποίος κάνει λαθρο-μπίζνες μεταξύ του ενός και του άλλου τομέα, κι η κατάσταση περιπλέκεται. Καθώς ξετυλίγονται κι οι χαρακτήρες κι ο κόσμος που εκπροσωπεί ο καθένας και φυσικά δεν γίνεται ΚΑΝΕΝΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΚΗΡΥΓΜΑ, μόνο χαρακτήρες ξεδιπλώνονται και τίθενται στο «τραπέζι». Ενπάση περιπτώσει, με τα πολλά και με το αζημίωτο και με το χοντρό μπαξίσι, ο Τουρκοκύπριος αναλαμβάνει να μεταφέρει στην ελεύθερη Λευκωσία τον σκύλο. Σε ώρα που στο τελωνείο είναι δικοί του, μιλημένοι κλπ, κλπ. Κι επειδή ο ΜΑΡΙΟΣ ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ ξέρει από σενάριο εξού κι ο ενθουσιασμός μου, έχει ετοιμάσει καινούργιο εμπόδιο, καινούργια ανατροπή, διότι τι έχουμε πει ότι είναι η πλοκή; Η μάλλον, πως επιτυγχάνεται; Βάζοντας εμπόδια στο να φτάσει ο ήρωας στο φινάλε που του έχεις προγραμματίσει στην ιστορία που τον βάζεις.
Και στη Μεθόριο γίνεται η «στραβή». Αλήθεια, εκείνοι οι δύο τύποι που πήγε να τους αποφύγει στην αρχή του έργου κι εξ αιτίας εκείνου του συμβάντος του έφυγε από τα χέρια ο σκύλος, τι ήταν; Φυσικά κι έχει απάντηση και για αυτούς και μας τους κράταγε για την ώρα τη σωστή, στο να ενταχθούν κι αυτοί στην υπόθεση, αφοά τα γεγονότα είναι αλληλένδετα. Κι η πρώην; Η οποία ακόμα δεν ξέρει τίποτα κι από ό,τι φαίνεται ο σκύλος πάει για… αιχμάλωτος των κατεχομένων; Πίσω Γιάννη τα καράβια για τον ήρωα, ξαναπερνά στην ελληνική μεθόριο, ειδοποιεί την γκόμενα η οποία ζει με άλλο γκόμενο κι ενπάση περιπτώσει, φεύγουν μαζί, με την πρώην για την διεκδίκηση του σκύλου μέσα από κρυφά περάσματα..
Είναι τόσο ανάγλυφα γραμμένοι οι χαρακτήρες, ακόμα κι ι απόντες, ακόμα κι εκείνοι με τη μία περαστική εμφάνιση. Φερειπειν, τον νυν γκόμενο της πρώην, τον «Γιώργο», μέσα σε όλα αυτά που γίνονται αποκλείεται να μην τον σκεφτείς κάποια στιγμή… Κι ο ικανότατος και καλοσπουδαγμένος (τον ρώτησα μετά, που τα έμαθε αυτά περί σεναρίου- Στην Αμερική, μου απάντησε..Α, κατάλαβα, του ανταπάντησα και τον χαιρέτησα). Και θα σκεφτείς ακόμα και τον «Γιώργο» επειδή οι χαρακτήρες του σεναρίου είναι άνθρωποι, έχουν ολοκληρωμένη ζωή, έχουν ηλικία πριν αρχίσει το έργο , αποκτούν την κινηματογραφική τους κατά την εκτύλιξη της υπόθεσης, και όταν τελειώνει κάπου θα θέλαμε να μάθουμε και το μετά τους. Το ότι σκέφτηκα τον «Γιώργο», ένα θεωρητικώς ασήμαντο ρολάκο (όχι και τόσο ασήμαντο τελικώς..) είναι από αυτά που με ενθουσίασαν.
Και το σημαντικό είναι πως κι οι ανθρώπινες κι οι πολιτικές αντιδράσεις τους και τα πάντα τους, ουδέποτε ξεχνούν ότι παίζονται σε κωμωδία άρα είναι γραμμένα όλα αυτά με ένα τόνο διόγκωσης όπως ορίζουν οι κανόνες της κωμωδίας.
Ο Πιπερίδης, όμως, δεν είναι μόνο σπουδαίος σεναριογράφος. Είναι και σκηνοθέτης. Και ξέρει από σινεμά εν γενει διότι όταν ξέρεις από σενάριο ξέρεις από όλο το σινεμά. Ξέρεις που θα στρέψεις την προσοχή, ώστε το έργο σου να γίνει όμορφη ταινία. Εχει ένα κατακπληκτικό μοντέρ που δεν τον γνωρίζω ούτε προσωπικά ούτε ως όνομα στην ως τώρα δουλειά του, λέγεται ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Κύπριος κι αυτός, άλλος πανάξιος εκεί μέσα, και δείχνει την μεταξύ τους σπουδαία συνεργασία. Οπου ο σκηνοθέτης –σεναριογράφος με τη συνεργασία του συγκεκριμένου μοντέρ, το πληρέστατο σανέριο του μπορεί και το κάνει ωραία ταινία, με ρυθμό, με ροή, με υπέροχες ανάσες, με εκπληκτικά «κοψίματα» που ξέρουν να κρατήσουν τον τόνο της κωμωδίας εκεί που χρειάζεται (στις σκηνές με το σκύλο η συμβολή του μοντέρ είναι πολύτιμη) κι επειδή μιλάμε για συνεργασία, δεν ξέρουμε- αλλά και δεν μας ενδιαφέρει ως προς το αποτέλεσμα (προσωπικά θα με ενδιέφερε, οφείλω να ομολογήσω) πάνω σε τούτη τη συνεργασία , τι προσυνενοήσεις έγιναν, κι αν έγιναν, μεταξύ σεναριογράφου και μοντέρ, δηλαδή από τη συγγραφή του σεναρίου ακόμα, από εκείνο το στάδιο. Ο μοντέρ του κρατά διαρκώς τον τόνο της κωμωδίας και δεν κάνει ούτε μισό χάσμα στο να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή στην εξέλιξη της ιστορίας καθώς είναι γρήγορο και με δράση αλλά δράση όχι τύπου… action movie.Τον μοντέρ αυτό τον έχω ικανό για όλα.
Την ταινία την ομορφαίνουν κι οι άλλοι συντελεστές. Οι άνθρωποι του ήχου, καταρχάς, συνοδεύουν διαρκώς την ταινία, χωρίς ποτέ ο ήχος να καπελώνει την εικόνα αλλά είναι κι αυτοί ενταγμένοι στο σταθερό ζητούμενο κι έχουν εντάξει αποτελεσματικά και τη μουσική που συνέθεσε ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, με μοτίβα πότε ζωηρά, πότε μελαγχολικά, όλα όμως με συναίσθημα, ακόμα κι όταν συνοδεύουν τσαχπινιές του σκύλου.
Εξαιρετική δουλειά από τον υπεύθυνο σκηνογραφίας , όλη η περιοχή γύρω από την πράσινη γραμμή, τα περάσματα, τα ρημαγμένα σπίτια που εξυπηρετούν κι αυτά στο ακέραιο αυτό που θέλει να δείξει η ταινία και το έχει υπαγορεύσει αδιαπραγμάτευτα το σενάριο… (το υπογράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΜΙΩΤΗΣ και συνεργάτης στο art direction είναι η ΛΥΔΙΑ ΜΑΝΔΡΙΔΟΥ) αλλά κι η γνωριμία του θεατή με την κατεχόμενη Λευκωσία και τις επιλεγμένες γωνιές της..
Και βέβαια η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ που έχει συλλάβει τον ήλιο αλλά και το σκοτάδι της περιοχής κι ο ήλιος δεν έχει περάσει στην ταινία τουριστικά «ελάτε για μπάνιο» αλλά έχει αποδώσει και τα όποια γκριζωπά στοιχεία της κατάστασης (ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΚ)
Και φτάνω στους ηθοποιούς όπου κι εδώ κάνει θαύματα ο ΜΑΡΙΟΣ ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ. Τα θαύματα , όμως , έχουν ξεκινήσει από το σενάριο και πάλι, με αυτούς τους ρόλους αλλά μπαίνει και το σκηνοθετικό του, στο να μην ξεφύγουν οι ηθοποιοί προς τη μια η την άλλη κατεύθυνση και χάσουν το μέτρο του είδους που καλούνται να παίξουν. Ο ΑΔΑΜ ΜΠΟΥΣΔΟΥΚΟΣ, που τον έχουμε μάθει από τις ταινίες του ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ, παίζει τον κεντρικό ήρωα με ένα τόσο γνήσιο αλλά και υπόγεια κωμικό πανικό, που γίνεται ανθρώπινος, γίνεται συμπαθής, ενώ επιτρέπει να προβληθούν οι αδυναμίες του ήρωα. Ο ηθοποιός επίσης που παίζει τον έποικο, τον Χασάν, με το τουρκικό όνομα, ΦΑΤΙΧ ΑΛ, είναι τόσο αληθινός και συνάμα γοητευτικός, ναι, είναι πολύ καλή δουλειά στο casting για το τι είδους ηθοποιός θα παίξει τον κομβικό ρόλο του έποικου. Και βεβαίως ο ΕΖΓΚΟΥΡ ΚΑΡΑΝΤΕΝΙΖ , τον οποίο ξέρω, τον έχω δει στην τηλεόραση, σε μια εκπληκτική ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ σειρά των 8 επεισοδίων, που τη συνιστώ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ, «ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ» και στην ταινία παίζει τον Τουρκοκύπριο λαθρο-διακινητή. Το μέτρο του κι η λιτότητα του μου έκαναν υπέροχη εντύπωση, οι αποχρώσεις συναισθήματος που διαφαίνονται κάπως αδιόρατα στα καίρια σημεία των σκηνών και βέβαια κι εδώ έχει παίξει το ρόλο του ο μοντέρ στο τι θα αποτυπώσει αλλά ο μέγας σπορέας είναι το σενάριο που του έχει δώσει πλήρεις «οδηγίες» των διαθέσεων του χαρακτήρα αλλά και του είδους!! Το τελευταίο το τονίζω και πάλι.
Κι οι γνωστοί μας από την ελληνική παραγωγή ΤΟΝΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ στο μικρό ρόλο και ΒΙΚΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ που παίζει ωραιότατα την αγανάκτηση της ηρωίδας της αλλά και το διανθισμό με τα εκάστοτε συναισθήματα, ολοκληρώνουν.
Κι όλα αυτά, σε μια ταινία ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΨΥΧΑΓΩΓΗΘΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑ ΝΑ ΤΟΥ ΜΕΙΝΕΙ ΚΑΙ ΚΆΤΙ. Και του μένουν πολλά.
Δεν ξέρω αν αυτό που έγραψα λέγεται κριτική από τις συνηθισμένες ή μήπως μοιάζει με βαθμολόγηση γραπτού σε εξετάσεις αλλά στα σενάρια του πάσχοντος ελληνικού κινηματογράφου έχω προσωπική ευαισθησία. Κι όταν σπανίως δω ένα σαν κι αυτό, νομίζω πως πρέπει να τα πω όλα. Εδώ ίσως να χρειάζομαι την παρέμβαση του Μοντέρ της ταινίας σε ρόλο σελιδοποιού κι αρχισυντάκτη.