Ξεκινάμε από το σενάριο και από το τι είναι σενάριο κομεντί.
Το σενάριο εντάσσεται σε είδος και το είδος είναι κωμωδία με στοιχείο περιπέτειας και αστυνομική πλαισίωση.
Ως κομεντί, έχει το εύρημα πως μια αστυνομικίνα, εδώ και δύο χρόνια χήρα αστυνομικού που έπεσε στο καθήκον και στον οποίο οι τοπικές Αρχές στήνουν ανδριάντα, παθαίνει σοκ. Διότι ο άνδρας κι ήρωας που θαύμαζε και που τον είχε ως άτεγκτο αστυνομικό στην συνείδηση της και κάθε βράδυ κοίμιζε το αγοράκι της με παραμύθια για τις ηρωικές πράξεις του μπαμπά του, πληροφορείται όλως τυχαίως πως ο ….ήρωας της δεν ήταν εκείνος που νόμιζε. Στην πραγματικότητα ήταν ένας διαβρωμένος ως εκεί που δεν παίρνει κι είχε πάρει κόσμο στο λαιμό του φορτώνοντας αλλού δικά του αδικήματα . Ακόμα και το δακτυλίδι του γάμου τους ήταν προϊόν σφετερισμού κλοπιμαίων..
Κι η αστυνομικίνα, η Υβόν, θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον άνθρωπο που φορτώθηκε τα αδικήματα του «αδιάφθορου» συζύγου , πέρασε 8 χρόνια στη φυλακή , και θέλει να τον βοηθήσει σε μια αποκατάσταση ζωής. Μόνο που ο τύπος αυτός, ονόματι Αντουάν, έχει βγει λίγο λαλημένος από τη φυλακή, κι επιπλέον είναι κι οξύθυμος κι έχει και τα μπλεξίματα του. Κι επιπλέον είναι και νέος κι ωραίος. Και πολύ ρομαντικός ο μπαγασάκος. Κι απεχθάνεται τους μπάτσους. Οπότε εκείνη τον πλησιάζει χωρίς να του αποκαλύψει το πραγματικό όνομα και την ιδιότητα, ενώ ταυτοχρόνως στήνεται επιχείρηση παρακολούθησης από την Αστυνομία, με επικεφαλής τον στενό συνεργάτης που είναι ερωτευμένος από καιρό μαζί της ενώ ο Αντουάν έχει και γυναίκα…
Αυτή η υπόθεση, όπως διαβάζεται, είναι υπόθεση αστυνομικού έργου, ιδανική για φιλμ νουάρ ίσως της δεκαετίας του 40.
Η μετατροπή της σε κωμωδία είναι που την κάνει διαφορετική όπου η μετατροπή αυτή έχει να κάνει με την διόγκωση επί το κωμικότερον , των καταστάσεων αλλά και του τρόπου ανάπτυξης των χαρακτήρων, με κυριότερο μοχλό λειτουργίας του έργου ως κομεντί, το «λάλημα» του ήρωα, όπου ξαφνικά τον μεταβάλλει σε πελαγωμένο, κωμικό χαρακτήρα. Κι όλα στήνονται γύρω από αυτό τον άξονα, οι συμπεριφορές της αστυνομικίνας συντονίζονται με αυτό, αρχίζει αυτό που οι μη κατέχοντες τα είδη αλλά «κρίνοντας» τα επί της αγνοίας θα χαρακτήριζαν «μπαλαφάρα». Μια λέξη που την κολλάνε με ευκολία στις κωμωδίες, χωρίς να ξέρουν από τι συνίσταται μια κωμωδία, όπως με ευκολία χρησιμοποιούν και τη λέξη «κοιλιά», όταν θέλουν κάτι να πουν και δεν βρίσκουν.
Η εξέλιξη της υπόθεσης κινείται όλη με τις υπερβολές και τα τραβηγμένα που οφείλει να έχει μια κωμωδία ενώ από κάτω οι χαρακτήρες ουδέποτε χάνουν την δραματικότητα τους.
Εδώ περνάμε στη σκηνοθεσία που υπογράφει ο ΠΙΕΡ ΣΑΛΒΑΝΤΟΡΙ, ο οποίος είναι από το Μαγκρέμπ και συγκεκριμμένα από το Σφαξ της Τυνησίας (για εκεί που θα αναχωρούν περήφανα τα πλοία…. που λέει κι ο ποιητής μας) κι ο οποίος δείχνει εξαιρετικές γνώσεις στη σύνθεση του είδους και φυσικά ακομπλεξάριστος στην έννοια «εμπορικό» σινεμά όπως είναι πιά κι η ίδια η Γαλλία που έχει προσπεράσει τους auteurs και τους θεωρητικούς ως μη εξαγώγιμα προϊόντα αξίας κι έχει επανενεργοποιήσει τη βιομηχανία του σινεμά και τα είδη.
Ο Σαλβαντορί, που συνεργάζεται στο σενάριο με άλλους δύο και μάλιστα παίρνει πάνω του τη συγγραφή των διαλόγων (στη Γαλλία όπως και στην Ιταλία, είθισται η συνεργασία πολλών σεναριογράφων με επίσημη διαπίστευση στους τίτλους), πετυχαίνει την παραπάνω σύνθεση και μάλιστα με ένα εξαιρετικά ισορροπητικό τρόπο των δύο πόλων που παντρεύει κι η σύνθεση γίνεται κράμα- κωμική περιπέτεια. Με μια μουντάδα στη διάθεση, κι ας διαδραματίζεται στη Νότια Γαλλία αλλά και με έξυπνη κυριάρχηση των νυχτερινών πλάνων.
Η σύνθεση του σκηνοθέτη βοηθιέται από το μοντάζ , που ήταν κι αυτό υποψήφιο στα Σεζαρ μαζί με την ταινία, τη σκηνοθεσία και το σενάριο, όπου το μοντάζ έχει αφενός τη γοργότητα του είδους αλλά και τη διαφύλαξη των ερμηνειών, μέσα από τους οποίους προωθείται η κωμωδία και λιγότερο από τα γκάνγκς (οι σκηνές της δράσης αν απομονωθούν μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν σκηνές καθαρόαιμης ταινίας δράσης) αλλά είναι ο συνδυασμός που γίνεται στο μοντάζ και τα σημεία που «κόβει» ώστε να διαφυλάξει και να προβάλει το αστείο, εξού κι η υποψηφιότητα.
Ένα ακόμα μάθημα ευρωπαϊκής Ακαδημίας για τους soundtrack-άδες όπου κι αυτή η μουσική, όπως κι άλλων ευρωπαϊκων ταινιών του τελευταίου διαστήματος που προβλήθηκαν στη χώρα μας , ήταν κι αυτή υποψήφια στην Ακαδημία της, τη Γαλλική. Στους soundtrack-άδες δίνω το ερέθισμα της μελέτης με αυτές τις διαρκείς επισημάνσεις που κάνω ώστε να καταλάβουν τι είναι κινηματογραφική μουσική κι αυτό που επαναλαμβάνω διαρκώς ότι στο σινεμά η μουσική περισσότερο «βλέπεται» και λιγότερο «ακούεται» . Ούτε αυτή η ταινία έχει τη «θεματάρα» και την «κομματάρα» που δεν κατάλαβαν οι «άσχετοι» («άσχετοι» για τους άσχετους είναι οι Αμερικάνοι, επειδή τους λοιπούς τους αγνοούν όπως αγνοούν και την κινηματογραφική μουσική αλλά άμα ειρωνεύεσαι Αμερικάνο αυτομάτως κερδίζεις πόντους διανοούμενου-έτσι νομίζουν), όμως, δείτε τη σκηνή που η μουσική συνοδεύει τα πηδηχτά βήματα του αποφυλακισμένου στον κήπο του σπιτιού του, όπως του παράγγειλε η γυναίκα του, και τότε θα καταλάβετε τι είναι η κινηματογραφική μουσική και πως αξιολογείται και κρίνεται.
Κι έχουμε και τους ηθοποιούς ΑΝΤΕΛ ΑΕΝΕΛ και ΠΙΟ ΜΑΡΜΑΪ οι οποίοι παίζουν με έναν εξαιρετικό ρυθμό, κάτι για το οποίο φημιζόταν από πολύ παλιά το γαλλικό θέατρο, για το ρυθμό των ηθοποιών στο σύνολο τους και που αυτό τον ρυθμό, τον περιποιείται εξαιρετικά ο μοντέρ μια κι εδώ δεν έχουμε σκηνή αλλά οθόνη όπου κι οι δύο ήταν υποψήφιοι στα ΣΕΖΑΡ. Όπως υποψήφιοι ήταν κι οι δύο των β΄ρόλων, ο ΝΤΑΜΙΕΝ ΜΠΟΝΑΡ που παίζει τον ερωτευμένο μπάτσο και η γνωστή μας ΟΝΤΡΕ ΤΟΤΟΥ, όπου στα 40 και κάτι της, αφήνει το μουτράκι λίγο να σκιαχτεί κι αυτό της προσφέρει ωρίμανση.