Από τον κόσμο της υψηλής ενδυματολογίας όπου μέχρι κι η ΜΑΡΚΗΣΙΑ ΛΙΛΑ ΝΤΕ ΝΟΜΠΙΛΙΣ του έκανε τη χάρη να επιμεληθεί για σπάνια φορά κοστούμια σε κινηματογραφική ταινία. Η Μαρκησία Ντε Νόμπιλις ήταν όνομα δέους. Επίσης, από τον ΠΙΕΡΟ ΤΟΖΙ που τον είχε «κληρονομήσει» από τον Βισκόντι κι από τον ΝΤΑΝΙΛΟ ΝΤΟΝΑΤΙ, τον ενδυματολόγο του Φελίνι. Και την ΘΕΩΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ ΩΛΝΤΡΙΝΤΣ στην Αμερική, που είχε κάνει μαζί του το remake του «CHAMP» με τον ΓΙΟΝ ΒΟΪΤ και την ΦΑΙΗ ΝΤΑΝΑΓΟΥΑΙΗ κι η Θεώνη επαναλαμβανε ως «μότο» για αυτόν πως «ό,τι κάνει ο Φράνκο έχει πάντα ενδιαφέρον ακόμα κι όταν κάποιους τους εκνευρίζει»
Από τον κόσμο της κλασικής μουσικής κι όλους τους λυρικούς καλλιτέχνες που πέρασαν από τα σκηνοθετικά χέρια του και τους διεύθυνε στις μεγάλες σκηνές.
Από τους μεγαλύτερους μύθους ονομάτων του «φαίνεσθαι» με προεξάρχουσα την ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΣ , με την ποία η σχέση ήταν γνωστή κι οι συνεργασίες επίσης.
Από την ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ που τη σκηνοθέτησε στην «ΛΥΚΑΙΝΑ» του ΤΖΟΒΑΝΙ ΒΕΡΓΚΑ αλλά δεν κατάφερε να την απαλλάξει από τους φόβους της για το ρόλο της Μάρθας στο «ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ:» όταν το ανέβασε στη Ρώμη κι η Μανιάνι έδειξε διστακτικότητα απέναντι στο ρόλο.
Από την ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ που αφέθηκε στα «σαιξπηρικά» χέρια του για να κάνει ΣΑΙΞΠΗΡ στον κινηματογράφο, το «Η ΣΤΡΙΓΓΛΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΡΝΑΚΙ», αυτή η σταρ του Χόλυγουντ που έπαιζε από παιδάκι στο σινεμά, που δεν είχε πάει σε κανονικό σχολείο αλλά στη «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ» όπου έπαιρναν εκπαίδευση τα παιδιά θαύματα καθώς και των εργαζομένων στο στούντιο, και η οποία δεν είχε πάρει ποτέ της μαθήματα υποκριτικής. Συνεπικουρούντος του σαιξπηρικού σταρ και συζύγου ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΑΡΤΟΝ που είχε τον Τζεφιρέλι σε υπέρτατη εκτίμηση, πριν ακόμα γίνει όνομα μαρκίζας.
Από τον ΦΡΑΝΣΙΣ ΦΟΡΝΤ ΚΟΠΟΛΑ που έγραψε όλη τη μεγάλη σεκάνς των παράλληλων εκκαθαρίσεων στο «ΝΟΝΟ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ» με βάση την «ΚΑΒΑΛΕΡΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑΝΑ» όπου κάλεσε τον ΦΡΑΝΚΟ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ να του τη σκηνοθετήσει διότι η σκηνή ήταν καίρια για τον μύθο κι η εξέλιξη της υπόθεσης του τρίτου «Νονού» ακολουθούσε την όπερα του Μασκάνι κι ο Κόπολα ήθελε τελειότητα . Και ζήτησε από τον Τζεφιρέλι να του την σκηνοθετήσει και του έδωσε και credit στους τίτλους.
Από τους παραγωγούς του κινηματογράφου σε Ιταλία κι Αγγλία και την ίδια την Paramount του Χόλυγουντ που τον εμπιστεύτηκαν στο ρίσκο του «ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ» , να κάνει ταινία με ηθοποιούς κοντά στις ηλικίες των σαιξπηρικών ηρώων. Κι ο Τζεφιρέλι , μέσα από τον Σαίξπηρ απεικόνισε τις αγωνίες των παιδιών των λουλουδιών του 1968 που συντρίβονται από το κατεστημένο των γονιών τους και τις προκαταλήψεις, και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» έγινε φιλμ νεανικής διαμαρτυρίας κι έδωσε στον Σαίξπηρ την κινηματογραφική προοπτική της νεανικότητας-αιωνιότητας.
Αυτή όλη η αποδοχή του καλλιτεχνικού κόσμου ήταν που του έδινε φτερά αλλά του ανέβαζε και το «εγώ» απέναντι στους μετέπειτα επικριτές, οι οποίοι, ανήκαν στο χώρο του Τύπου και τον εξόργιζαν.Κι εκείνος δεν οπισθοχωρούσε, έμπαινε γραμμή στον καβγά. Σαν τον ΝΤΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΙΣ και το δικό μας τον ΑΛΕΞΗ ΜΙΝΩΤΗ που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, ειδικά όταν ήξεραν πως ο επικριτής δεν είναι και τόσο κάτοχος του αντικειμένου.. ‘Η ότι εξυπηρετεί συμφέροντα πολιτικά..
Ο Τζεφιρέλι ήταν Φλωρεντινός. Από αριστοκρατική περιοχή της Ιταλίας, από την αριστοκρατικότητα του πνεύματος. Ο ίδιος ήταν νόθος.
Αυτά όλα συνέβαλαν στο να κουβαλά στο DNA του το καλό γούστο της Φλωρεντίας που τον ώθησε και στις ανάλογες σπουδές, πάνω στο θεατρικό αντικείμενο που τον έθελγε και προς τις Καλές Τέχνες που το περιέβαλαν κι από την άλλη, σε συνδυασμό και με τα παιδικά του θέματα, να δώσει αυτό που μόνο οι Ιταλοί μπορούν να το δίνουν έτσι: Την όπερα ως θέαμα για όλο τον κόσμο, για τον πολύ κόσμο. Οι Ιταλοί μέσα από την όπερα δεν πουλάνε σουσουδισμό εξού κι ο σουσουδισμός , της Ελλάδας τουλάχιστον, επικαλείται τη Βιέννη και τους Αυστριακούς ως «μουσικά μορφωμένο λαό» διότι δεν έχουν πάει στην Ιταλία να δουν τι γίνεται, τι σημαίνει όχι μουσική μόρφωση αλλά ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ, δεν έχουν βρεθεί σε κεφαλοχώρι της Σικελίας, σε ένα πλινθόκτιστο περίπτερο του ένα επί ένα , που το έχει μια αναλφάβητη γριούλα, η οποία ξέρει τις όπερες απέξω. Και τις τραγουδάει. Για τους Ιταλούς, η όπερα είναι «λαϊκό» θέατρο, ακόμα κι όταν παίζεται στις μεγάλες της αριστοκρατίας σκηνές – βλέπε Σκάλα του Μιλάνου. Στην οποία «Σκάλα» προηγήθηκε του Βισκόντι, του δασκάλου του και μέντορα του και σκηνοθέτησε ένα χρόνο πριν από εκείνον: Το 1953 ο Τζεφιρέλι, το 1954 ο Βισκόντι.
Από τον Βισκόντι και τη σχέση μαζί του πήρε τις πρώτες γερές βάσεις. Δίπλα του ως βοηθός, από το «Η γη τρέμει» ως το «Senso» όπου «σκοτωθήκανε» διότι είχε αρχίσει να παίρνει αέρα ο μικρός επειδή όντως, σύμφωνα με Ιταλούς κινηματογραφικούς μάρτυρες, αυτός είχε στήσει τις σκηνές της Οπερας στην κατεχόμενη από τους Αυστριακούς Βενετία, βεβαίως και με υποδείξεις του μεγάλου, αλλά είχαν ξεπηδήσει οι ανταγωνισμοί. Μια ερωτική ιστορία που έλαβε τέλος κι οι ήρωες της ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο του.
Ο,τι πήρε από τον Βισκόντι, και πήρε πολλά, το μετέτρεψε σε Τζεφιρέλι. Ουδέποτε τον μιμήθηκε, τον έκλεψε, τον αντέγραψε, τον ξεπατίκωσε. Ουδέποτε!!!!!!!!!! Για αυτό και δεν τον είδαν ποτέ ως «κωλοσφούγγι του Βισκόντι».
Ακόμα και τα εχθρικά δημοσιεύματα, που είχαν πολιτική αφετηρία και στόχευση και για να τον μειώνουν και καλλιτεχνικά επειδή πολιτικά δεν «μάσαγε», δεν τόλμησαν να μιλήσουν για αντιγραφέα.
Απλώς ο Βισκόντι ήτα κομμουνιστής και Κόμης, ο Τζεφιρέλι αυτά λίγο τα ειρωνευόταν επειδή είχε ζήσει και δίπλα του, ίσως και να τα ζήλευε, άβυσσος η ψυχή αλλά δεξιός έγινε αργότερα. Κι ήταν επιλογή του η οποία ξεκίναγε κι από τις καλλιτεχνικές του διαβλέψεις με θρησκευτικό έναυσμα.
Η επιλογή του να στραφεί στη Δεξιά, είχε να κάνει με ένα γεγονός το οποίο ο Τζεφιρέλι απέδωσε σε ΘΑΥΜΑ. Ηταν το 1969, σε ένα σοβαρό τροχαίο, όπου συνεπιβαίνουσα ήταν κι η ΤΖΙΝΑ ΛΟΛΟΜΠΡΙΓΚΙΤΑ κι η οποία κινδύνευσε να μείνει παράλυτη απ΄το τροχαίο εκείνο κι ο Τζεφιρέλι σώθηκε από βέβαιο θάνατο.
Εκεί ο ιταλικός Καθολικισμός του κι η λατρεία προς την Παρθένο Μαρία, τον έστρεψαν στη θρησκεία, στην απόδοση διαρκούς ευγνωμοσύνης μέσω της Τέχνης του κι έτσι άρχισε να προσανατολίζεται και σε θρησκευτικά θέματα στο σινεμά, με πρώτο το «ΑΔΕΛΦΟΣ ΗΛΙΟΣ, ΑΔΕΛΦΗ ΣΕΛΗΝΗ», που είναι μια προσέγγιση του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.
Ναι, μόνο που είναι ‘70ς κι η πολιτικοποίηση είναι κάρτα σύστασης. Και ξαφνικά, από την Ιταλία, όπου το πολιτικο σινεμά δίνει και παίρνει και κρατά τα σκήπτρα, και την Αμερική με το νέο κύμα σκηνοθετών και τη Γαλλία με τους πολιτικοποιημένους (βλ αριστερούς αποκλειστικά- σχεδόν) θεωρητικούς (για την Ιταλία δεν το συζητάμε ότι η κριτική εκείνα τα χρόνια ήταν αριστερά μανιφέστα κι Αγιος ο Θεός) ο Τζεφιρέλι βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Εφαγε πολλή ειρωνεία. Ηξερε όμως από πού προέρχεται κι αυτό τον έκανε να πεισμώνει και να στρέφεται πολιτικά από τον θρησκευτικό Καθολικισμό στην Χριστιανοδημοκρατία. Καλά…
Κι έκανε τότε για τον τηλεόραση ως φόρο τιμής στην Πίστη του τον ΪΗΣΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ» για τον οποίο δεν χρειάζονται συστάσεις, εδώ κι αν ισχύει το «Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση» όπου εκτός της επιτυχίας του έργου και του πως βγήκε και πως απέδωσε ο Τζεφιρέλι τα θρησκευτικά του Πιστεύω μέσα από τη λαϊκότητα του θεάματος αλλά και μέσα από την πνευματική του καλλιέργεια τα της απελευθέρωσης του λαού, φάνηκε και κάτι άλλο: Ότι μάζεψε την… ΕΘΝΙΚΗ… ΚΟΣΜΟΥ. Μέχρι ΛΟΡΕΝΣ ΟΛΙΒΙΕ. ΚΙ έδειχνε της εκτίμησης που απολαμβάνει.. Μα αφού τον ήξεραν κι από το θέατρο και τι μεγάλα πράγματα έκανε.
Αυτό που κάποτε μου «εξομολογήθηκε» και τον ευγνωμονώ επειδή ήταν ένα πανάκριβο φροντιστήριο που το έλαβα δωρεάν, όταν μου είπε για τη δύο μελό που έκανε στην Αμερική, τον «CHAMP» και το «AΤΕΛΕΙΩΤΗ ΑΓΑΠΗ”. Εξηγώντας μου την προέκταση του λυρικού μελοδράματος στην πρόζα και με τι τρόπο υποκαθιστούμε την απουσία της μουσικής και τη μετατροπή του έμμετρου λόγου σε πρόζα..
Βγάζοντας εντελώς άχρηστους κι ανίδεους τους επικριτές του των δημοσιευμάτων κι εξαίροντας τον ΓΙΟΝ ΒΟΪΤ που δέχθηκε να παίξει στον «Champ» ενθουσιασμένος ο Βόιτ ακριβώς από αυτή την γνήσια επεξεργασία του μελό και τις επιθέσεις κατόπιν που δέχτηκε ο Βόιτ από «ριζοσπαστικούς κύκλους» που μετά τον αριστερό «Γυρισμό» πήγαινε να γυρίσει «μελούρα». Η επιτυχία του φιλμ έκανε ακόμα πιο σνομπ τον Τζεφιρέλι.
Κι έφυγε για να πάει ξανά στις Ευρώπες και στα μεγάλα λυρικά θέατρα και με πείσμα να γυρίζει τώρα, εν μεσω ‘80ς όπερες σε κινηματογραφική βερσιόν. Απέναντι σε εντελώς αλλιώτικα πράγματα που γυρίζονταν τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη που κινηματογραφικά δεν πέρναγε την καλύτερη δεκαετία της ενώ στην Ιταλία οι πολιτικοποιημένοι όλο κι έφθιναν. Και να γίνονται επιτυχιάρες. Η «ΤΡΑΒΙΑΤΑ» (που την έχω δει ανεβασμένη από τον ίδιο και στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης με τον ΠΛΑΣΙΝΤΟ ΝΤΟΜΙΝΓΚΟ κι είχα μεθύσει κυριολεκτικά, δεν ήταν απλή παράσταση αυτό το θεσπέσιο όνειρο, ήταν μία τρίωρη και κάτι ψυχαγωγία πολλαπλών επιπέδων και γούστου ανυπέρβλητου), ο «ΟΘΕΛΛΟΣ», που γυρίστηκε στην Ελλάδα και τον πλήρωσε με γαστρορραγία που τον παράλαβε νύχτα το ελικόπτερο επειδή οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ εκ των υστέρων του ζήτησαν να πληρώσει όλο το χωριό της Κρήτης με μεροκάματα κομπάρσων αλά Χόλυγουντ και του μπουκοτάρισαν την ταινία (επειδή ήταν Εβραίος ο παραγωγός του φιλμ Μενάχεμ Γκολάν κι ήταν η εποχή των εναγκαλισμών Ανδρέα κι Αραφάτ….) Κι την ολοκλήρωσε στην Τύνιδα…
Ηταν όμως κι άνθρωπος δύσκολος. Κι εριστικός σε ένα βαθμό, έως και μεγάλο κάποιες φορές.. Εχω ζήσει μια πολύ άσχημη εικόνα του, μαζί του, η οποία με ενόχλησε και μένα: Το 1988 στη Βενετία όταν πρόκειται να προβληθεί «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» του ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΣΕΖΕ κι έχουν καταφθάσει στο νησάκι Λίντο τα «τάγματα εφόδου» για μποϋκοτάρισμα της προβολής κι αποδοκιμασία του Σκορσέζε και των καλλιτεχνών, ένας Τζεφιρέλι, ντυμένος στα άσπρα από πάνω ως κάτω, με βοηθητική πατερίτσα (δε ξέρω τι ακριβώς κι αν του συνέβαινε εκείνες τις μέρες και κάτι από υγεία) στο ένα χέρι, και με ένα ποτήρι κολονάτο με ουίσκυ στο άλλο, να πρωτοστατεί σε έξαλλη κατάσταση, στο πλευρό των αποδοκιμαζόντων.
Ενοχλήθηκα πολύ τότε. Σεβόμενος την πίστη του. Ενοχλήθηκα επειδή εκείνη τη στιγμή δεν βγήκε μπροστά ο καλλιτέχνης εαυτός του . Και για να επιστρέψουμε στο «ΘΑΥΜΑ» της Παναγίας που τον κράτησε στη ζωή το 1969 από το φοβερό τροχαίο, λίγο μετά, το ίδιο βράδυ, στην βραδινή προβολή, το «θαύμα» μετετράπη σε «Θεία Δίκη»: Είχε ταινία τον «ΝΕΑΡΟ ΤΟΣΚΑΝΙΝΙ». Εκεί που του είχε κάνει τα κοστούμια η Μαρκησία Ντε Νόμπιλις. Κι είχε πείσει και την ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ να παίξει, η οποία είχε αραιώσει πιά τις εμφανίσεις της στο σινεμά... Και φυσικά της είχε ζητήσει να παραστεί και στην προβολή. Μούτρο η Λιζ, τον ήξερε, μια γυναίκα περασμένη στη ζωή δια πυρός και σιδήρου που «κολύβωνε και τον ψύλλο» ακόμα, ξαφνικά προφασίστηκε ασθένεια (σιγά το δύσκολο για τη Λιζ), δεν ταξίδεψε στη Βενετία, γλύτωσε τις αποδοκιμασίες κι εκεί ο Φράνκο πήρε κι ένα μάθημα , ίσως από το Θεό και την Πίστη του, διότι ο «ΝΕΑΡΟΣ ΤΟΣΚΑΝΙΝΙ» ήταν, συμπτωματικά, ό,τι χειρότερο έχει γυρίσει στη ζωή του και το μόνο του φιλμ που δεν βρήκε τελικώς διανομέα, πουθενά στον κόσμο. Κι ας έπαιζε κι η Τέιλορ. Κι ας είχε κάνει κοστούμια η Ντε Νόμπιλις. Κι ας είχε και όνομα μαρκίζας στον τίτλο «Τοσκανίνι».
Τον λυπήθηκα εκείνο το βράδυ αλλά ας πρόσεχε.
Γρήγορα, όμως , ανέκαμψε κι ήρθαν κοντά του πάλι μεγάλα ονόματα, από τον ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ και την ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ κι όλο τον αγγλικό θίασο για τον «ΑΜΛΕΤ», την ΒΑΝΕΣΑ ΡΕΝΤΓΚΡΕΪΒ στο «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ» (Sparrow) από το έργο του Τζοβάνι Βέργκα, την ωραιότατη «ΤΖΕΫΝ ΕΫΡ» με ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΧΑΡΤ, ΣΑΡΛΟΤ ΓΚΑΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ, ΤΖΟΑΝ ΠΛΟΟΥΡΑΪΤ (την οποία Πλοουράιτ είχε σκηνοθετήσει και στο Λονδίνο, στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο) και βέβαια φτάσαμε στο υπέροχο αυτοβιογραφικό –μίνι αυτοβιογραφικό- «ΤΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ» που μάζεψε τις μεγάλες Αγγλίδες ΜΑΓΚΥ ΣΜΙΘ, ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ και την Πλοουράιτ μαζί αλλά και τη ΣΕΡ, η οποία τον εκτιμούσε και τον σεβόταν σε βαθμό υποκλίσεως.
Για να κλείσει με την ωδή στη φίλη του ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΣ με το «ΚΑΛΑΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ» με την ΦΑΝΥ ΑΡΝΤΑΝ.
Εννοείται πως σε όλα τα παραπάνω οι κριτικές ήταν λίγο της ειρωνείας, ειδικά στην Ελλάδα που καθυστερημένη στα πάντα, συνέχιζε την φόρα των 70ς ενώ στην Ιταλία το είχαν πιά εγκαταλείψει το άθλημα. Ωστόσο, εκεί έτρωγε απευθείας πολιτική επίθεση ειδικά από τη στιγμή που εξελέγη ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ με το κόμμα του ΣΥΛΒΙΟ ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙ. Ε, τότε ήταν που δεν τον ένοιαζε και σνόμπαρε τους πάντες με τον τρόπο του ενώ οι προτάσεις από την παγκόσμια λυρική σκηνή έπεφταν βροχή. Μέχρι πριν από λίγο καιρό.
Καλά έζησε, να φτάσουμε τα χρόνια του, τα 96, κι από τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019, θα αναπαύεται στη Γη της Φλωρεντίας, εκεί θα ταφεί η σωρός του, εκεί θα ενωθούν σε ένα το ΠΝΕΥΜΑ, η ΥΛΗ, το ΧΩΜΑ, όλα της ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ.
Χους ην …Φράνκο. Maestro Grande.