Η πρώτη συνολική παρατήρηση - συμπέρασμα, με βάση τις συγκεκριμένες ΕΞΗ ταινίες που είδα είναι ότι το επίπεδο των μικρομηκάδων είναι εξαιρετικό.
Πως διάολο και στη συνέχεια ο ελληνικός κινηματογραφος καρκινοβατεί ενώ βγαίνουν φερέλπιδες , όπως παρακολουθώ σχεδόν κάθε χρόνο σε επιλεγμένα προγράμματα;
Είναι ένα θέμα προς συζήτηση θα έλεγα αν κι αυτές οι συζητήσεις έχουν καταντήσει απίστευτα βαρετές ως επί της ουσίας ατελέσφορες, αφού δεν διορθώνουν τίποτα, δεν δίνουν λύση σε κανένα πρόβλημα, είναι σαν την κάθε ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και του Κέντρου Κινηματογράφου που λέει.. λέει. και καταλήγουμε στο τραγουδάκι «Κι ο Παντελής ο Ρεμπελιάς έλιωσε μες στο χώμα/ΚΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΩ ΚΙ Ο ΝΤΟΥΝΙΑΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ ΑΚΟΜΑ»
Η δική μου πεποίθηση, η δική μου ιδεολογία χρεώνει όλο αυτό το παράταιρο στην απουσία παραγωγού, στην απουσία της ΕΝΝΟΙΑΣ Παραγωγός, σε μια αντίληψη που ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας 70 και πλέον έχει πιάσει… πουρί κι έχει μεταβληθεί και σε κακό DNA. Το πρόβλημα ξεκινά από την απουσία Παραγωγού κι έπεται η απουσία Σεναρίου. Με άλλα λόγια, οι δυο βασικές έδρες των Κινηματογραφικών Πανεπιστημιακών Σχολών του Κόσμου, είναι που στην Ελλάδα εκδηλώνονται ως πρόβλημα στην εφαρμογή τους.
Διότι ταλέντα ΕΙΔΑ. Και βλέπω. Κι έχω δει και πριν και πρόπερσι κι αντιπρόπερσι .. Ταλέντα στη Σκηνοθεσία (τι είναι όμως η Σκηνοθεσία;), στη Φωτογραφία (όπου εκεί έχουμε και παράδοση θα έλεγα), στο Μοντάζ (που μια χαρα τα καταφέρνουν κι απόδειξη ότι αυτή τη στιγμή έχουμε δύο διεθνείς ΜΟΝΤΕΡ, με υποψηφιότhτα για Οσκαρ ο ένας (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ), με «ΣΕΖΑΡ» ο άλλος (ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ). Και το είδα και στα φιλμάκια εδώ.
Αρα, αλλού είναι το πρόβλημα κι η δική μου ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ιδεολογία αλλά και πείρα πιά, εκεί το εντοπίζει, χρόνια τώρα…
Δεν θα ήθελα όμως να σπαταλήσω χρόνο και κόπο με θεωρητικά, θα ήθελα να πω δυό λογάκια, για τις έξη ταινίες που είδα.
Και θέλω να τηρήσω το πρόγραμμα. Ετσι όπως το είχαν στο «ΤΡΙΑΝΟΝ». Να γράψω με τη σειρά που τις είδα. Με τη σειρά που μας τις έδειξαν.
- «ΡΟΥΖ». Είναι ένα από ΤΑ ΤΡΙΑ που ΞΕΧΩΡΙΣΑ. Του ΚΩΣΤΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ. Ο Κωστής είναι πολύ ικανός σκηνοθέτης. Ταλέντο!! Το φιλμάκι του, που διαρκεί 18 λεπτά διακατέχεται από απίστευτη κινηματογραφική αντίληψη, από απίστευτη ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑ – θα το έλεγα. Πλάνα, μοντάζ, γράψιμο σκηνών, διεύθυνση προσώπων, χρήση κοντινών πλάνων…. Και ρυθμός, φωτογραφία νυχτερινή υποβολή αλλά και τα εσωτερικά ανάλογα. Εξαιρετική καθοδήγηση νεαρών κοριτσιών κι αποτύπωση από τον ίδιο του πως μιλούν και συμπεριφέρονται αυτά τα νεαρά κορίτσια της εποχής, Θαυμάσια κι η απόδοση του οικογενειακού γεύματος. Στα γρήγορα, με απόλυτη οικονομία η σχέση μάνας και κόρης (ΜΑΡΙΑ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ σούπερ μάνα), η ο ρόλος του πατέρα σε ένα σπίτι που μάλλον οι γυναίκες ανεβοκατεβάζουν το …VOLUME κι ο άνθρωπος θέλει ένα ρημαδοφαϊ να φάει κι όλο αυτό αποτυπώνεται θαυμάσια, με το πώς ο Κωστής του έχει αποσπάσει τα βλέμματα. Υπάρχει μόνο μια ασάφεια στο κλείσιμο που θέτει λίγο εν αμφιβόλλω το what’s the movie about?, αν και φαίνεται ότι είναι η φιλία κι η καταφυγή σε αυτήν. Συνολικά Εξαιρετικό ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ Σκηνοθέτη , που πήρε και το σχετικό βραβείο.
- «Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΙ ΕΜΑΣ». Του ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΚΑΤΟΥ. Εννοείται πως το ΞΕΧΩΡΙΣΑ!!!! Μιλάμε για ταλεντάρα. Πρώτα από όλα να σας πω ότι το ταινιάκι που πήρε το ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ διαρκεί , ΟΛΟ ΚΙ ΟΛΟ, 9 λεπτά.. Σε αυτά τα 9 λεπτά, ο Κεκάτος που φαίνεται ότι είναι ευφυέστατος, δίνει ένα μάθημα οικονομίας, με μια ιστορία και φυσικά με τον τρόπο που την έχει γυρίσει, και το πώς έχει κατευθύνει τους δύο ηθοποιούς, τον ΝΙΚΟΛΑΚΗ ΖΕΓΚΙΝΟΓΛΟΥ και τον ΙΩΚΟ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΤΙΔΗ. Κι η ιστορία που λέω είναι απλή..Λέμε τώρα.. Ενας που έχει ξεμείνει από χρήματα και θέλει να φτάσει στην Αθήνα κι ένας που πάει να βάλει βενζίνη στη μηχανή του. Εξω από ένα βανζινάδικο. Και μέσα σε 9 λεπτά προλαβαίνει ο αμίμητος Κεκάτος να αναπτύξει μια ολόκληρη σχέση, να την χρωματίσει με χιλιάδες υπόνοιες, υπαινιγμούς και συναισθήματα, ΣΕ 9 ΛΕΠΤΑ , ΕΤΣΙ (΄) και να κλείσει ο ταλαντούχος άνθρωπος με ένα φινάλε, μα τόσο ωραίο, τόσο πρωτότυπο, τόσο παράξενο, τόσο ανοιχτό για το τι μέλει γενέσθαι όταν τελειώσει η ταινία αλλά και με τι διάλογο, πως την παίζει με τις σύντομες ατάκες ώστε να ετοιμάσει αυτή τη σκηνή του φινάλε κι όταν βλέπουμε το πλάνο, ταυτοχρόνως γελάμε με το τι εννοούσε με την ατάκα του ο ένας ήρωας, και πως αυτή έγινε πράξη. Κωμικότητα κι απέραντο συναίσθημα. Οπότε, καταλαβαίνετε πως έχουν δουλευτεί κι οι χρόνοι κι οι ρυθμοί και τα πλάνα, φυσικά και κεντράρει στα πρόσωπα των δυο ερμηνευτών και πως αλλιώς αφού παίζεται «τένις» έλξης και συναισθημάτων, με μια αδιόρατη, ελαφρότατα υποδεικνυόμενη απειλή ή τάση κινδύνου.
- «ΚΛΕΟΝΙΚΗ» . Πήρε το Βραβείο Ντοκυμαντέρ. Της ΑΝΝΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ. Το Ντοκυμαντέρ, ως κριτικός, δηλώνω ότι δεν είναι το είδος μου. Με ποια έννοια; Ότι προσωπικώς ενδιαφέρομαι για την δραματουργία. Κι όταν δεν υπάρχει δραματουργία, δεν ξέρω από πού να πιαστώ και ποιο να είναι το δικό μου ζητούμενο σε σχέση με το ζητούμενο του ντοκυμαντέρ και με το πώς αναπτύσσεται. Γι αυτό κι αποφεύγω να γράφω για τα ντοκυμαντέρ διότι δεν έχω να πω πολλά. Κάπου κι ο κριτικός πρέπει να ξέρει τα όρια του και να μην έχει λόγο επι παντός κινηματογραφικού επιστητού. Θα πω λοιπόν ότι στο συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ, αυτό που είδα ήταν ένα περιστατικό. Υπάρχει κοινωνικός περίγυρος, που είναι ολότελα νεκρός, ένα χωριό που έχει αδειάσει από τους κατοίκους του που άλλος για Χλιο τράβηξε κι άλλος γα Μυτιλήνη (βλ. Αυστραλία ως επί το πλείστον ) κι έχει μείνει μία γιαγιά 101 ετών, με τους δυο γιούς της και με Αλτζχάιμερ. Το πορτραίτο της γιαγιάς αποτυπώνεται πολύ ανθρώπινα, δεν έχει κλάψα, κάθε άλλο, το κοινωνικό βγαίνει μέσα από το προσωπικό, που καταλήγει όπως είπαμε σε περιστατικό αλλά δεν είναι και τόσο «περιστατικό» διότι προφανώς υπάρχουν άπειρες τέτοιες περιπτώσεις στην ελληνική ύπαιθρο. Είναι γλυκά μελαγχολικό το συναίσθημα που σου αφήνει η ταινία τελειώνοντας, χωρίς να σε έχει δυσαρεστήσει κατά την εκτύλιξη.
- «ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ» Του ΚΩΣΤΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ. Εδώ έχουμε εξαιρετικά αττμοσφαιρική φωτογραφία, που «φωτίζει» βαριά, σκοτεινά χρώματα (ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΕΝΤΖΟΣ) και που, ουσιαστικά, φτιάχνει κι όλη την ατμόσφαιρα για λογαριασμό της σκηνοθεσίας (της σκηνοθεσίας είπα, όχι του σκηνοθέτη- έχει σημασία!). Σεναριακά το βρήκα κάπως θολό, όμως ένα δεύτερο προσόν ήταν η κοπέλα που παίζει, η ΣΙΣΣΥ ΤΟΥΜΑΣΗ, η οποία με τα εκφραστικό της πρόσωπο κατάφερνε να κάνει συναισθηματική επικοινωνία. Όχι, δεν ήταν από αυτά που ξεχώρισα.
- «ΜΙΛΑ» του ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΚΑΛΙΟΥ. Λοιπόν, σε αυτό το ταινιάκι που διαρκεί 15 λεπτών, εκτίμησα κάτι το οποίο όμως είναι πολύ ιδιαίτερο. Τι είναι αυτό; Δεν μου φάνηκε τόσο για ταινία μικρού μήκους, όσο για σκηνή, για σεκάνς αν θέλετε μιας μεγάλου μήκους ταινίας. Ως τέτοιο, ως σκηνή δηλαδή μεγάλου μήκους ταινίας θα έλεγα ότι είναι από τις πολύ καλές. Οι δηλητηριώδεις εξομολογήσεις μεταξύ πατέρα και κόρης όπου ο πρώτος πεθαίνει και τώρα θυμήθηκε να της πεί ότι την αγαπά κι εκείνη που έχει να του στείλει τα χαμπαράκια της. Ως σκηνή έχει αρχή μέση και τέλος, είναι γραμμένη με τους κανόνες μιας μεγάλου μήκους ταινίας με μονη τη διαφορά ότι πρόκειται για σκηνή, τέτοια εντύπωση αφήνει δηλαδή διότι υπάρχει κι ένα ακόμα μυστικό από τα πολλά, στη συγγραφή του σεναρίου. Το ότι κάθε σκηνή πρέπει να γράφεται κι αυτή με τους κανόνες του συνολικού σεναρίου, να έχει κεντρικό ήρωα η σκηνή, να έχει φινάλε η σκηνή, να έχει εμπόδια που να βάζει στον ήρωα μέχρι να φτάσει στο φινάλε. Όπως ακριβώς στα σενάρια. Από αυτή την άποψη, ως έργο-σκηνή, το «ΜΙΛΑ» το εκτίμησα. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΤΡΠΑΣΟΠΟΥΛΟΣ στο ρόλο του πατέρα είχε και τσαμπουκά είχε όμως και συντριβή. Κι η ΕΥΘΑΛΙΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ έχει πολύ φωτεινά μάτια. Και της τα φωτίζει πολύ ωραία η διευθύντρια φωτογραφίας όπως φωτίζει υποβλητικά και το σύνολο.
- «Ο ΜΑΓΚΑΣ» Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΚΑΝΙΑΡΗ. Ηταν η τελευταία στο πρόγραμμα, δεν ξέρω αν την έβαλαν τυχαία, πάντως ήταν ταινία για να φύγεις με τις τελευταίες καλές εντυπώσεις από την εκδήλωση. Την έβαλα δίπλα στου Κεκάτου και στο «Ρουζ» που ξεχώρισαν, τη χειροκρότησα θερμότατα. Μου έδωσε την εντύπωση αυτού που λέμε «ταινία μικρού μήκους» και τι πρέπει να εννοούμε, στα πλαίσια της ΑΦΗΓΗΣΗΣ. Σε 17 λεπτά είδα ένα ολόκληρο , κοινωνικό έργο, αστυνομικού χαρακτήρα, που είχε τα πάντα μέσα, φτωχογειτονιά, εγκληματικότητα ,λουμπεναρία, συμμορίες παιδιών, κάτι σαν ελληνική «μεγάλη νύχτα της Νάπολης», ταύτιση με ήρωα, διότι ο πιτσιρικάς είναι ολοκληρωμένος άρα αγωνιάς για την τύχη του, εξαιρετικά γραμμένοι κι οι ρόλοι των «κινδύνων» και των «ανταγωνιστών», κινηματογραφικότατη αντίληψη πάνω στο σενάριο, ανάλογα γυρισμένο με μοντάζ να αστράφτει και να συνεπαίρνει και να σε παρασύρει στην αγωνία καθώς ο μικρός τρέχει με το μηχανάκι και τον κυνηγούν οι κακοί αλλά κι ο Χρόνος και το πλοίο που είναι έτοιμο να σαλπάρει, κι η ιδιοτελής αγωνία εκείνων που τον καρτερούν στο λιμάνι…. Τι Πέραμα, τι Λαύριο… Από όπου κι αν κοιτάς τη θάλασσα περιμένεις να σε ταξιδέψει και να αφήσεις πίσω σου αυτά που σε σπρώχνουν στην αγκαλιά της… Αλλά…. Και με τι διακριτικότητα το «αλλά».. Μάγκας ο «Μάγκας»
Αυτά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!