Αυτό ακριβώς έχει συμβεί με τούτη την ταινία του Νοτιο- Κορεάτη ΤΖΟΝ-Ο ΜΠΟΥΝΓΚ, που εντυπωσιάζει επίσης κι η βράβευση της στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ 2019 με «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ» επειδή ξαφνιάζεσαι ευχάριστα που δεν εμπίπτει στο «είδος» που επιζητούν οι Κάννες για την ανώτατη διάκριση.
Είναι κι αυτό μια ΕΚΠΛΗΞΗ, ακριβώς όπως έκπληξη είναι κι η ίδια η ταινία. Κι ο σκηνοθέτης δείχνει πέρα από ικανότατος στο να παίξει με τα είδη και με τις ατμόσφαιρες ότι σέβεται διαρκώς την ΑΦΗΓΗΣΗ , χωρίς να κάνει εντυπωσιασμούς για τους εντυπωσιασμούς. Οι εντυπωσιασμοί βγαίνουν από την ίδια την ευφυία του, τη φαντασία του, την ικανότητα του.
Η αναφορά στους «Κλέφτες καταστημάτων» από τον υπογράφοντα θα μπορούσε να θεωρηθεί και καταχρηστική, χρειάζεται, όμως, κατά τη γνώμη μου, για λόγους συνεννόησης με τον αναγνώστη-θεατή.
Και χρειάζεται, επειδή ξεκινάμε με μιά οικογένεια σε μια παραγκούπολη και σε συνθήκες λούμπεν, όπου πατέρας-μητέρα-γιός-κόρη ζουν υπό συνθήκες κάτω της ανέχειας.
Όμως, ένας φίλος του γιού, καλοντυμένος, που φαίνεται ότι είναι από καλό σπίτι , αφού ετοιμάζεται να φύγει και για σπουδές στην Αμερική, του κάνει πρόταση για δουλειά σε μια οικογένεια ζάπλουτη ως προπαρασκευαστής της κόρης της πλούσιας οικογένειας για τις εξετάσεις που θα δώσει. Δεν έχει σημασία πως δεν διαθέτει πτυχία ή τίτλους σπουδών ώστε να μπεί σε μια τέτοια οικογένεια και να αναλάβει την προπαρασκευή. Ο φίλος που του πρότεινε τη θέση βασίζεται τυφλά στην αναγνωρισμένη ευφυία του και καπατσοσύνη του και στο ότι θα τα καταφέρει.
Τώρα, (κι εδώ θα κάνω μια παρένθεση και θα πω πάλι μερικά πράγματα περί σεναρίου) πως γίνεται κι ο λούμπεν νεαρός να έχει τέτοιο φίλο, που ακριβώς τον γνώρισε και στη συνέχεια πως κι η ζάπλουτη οικογένεια, που ζει σε ένα τέτοιο σπίτι να τρίβεις τα μάτια σου, δέχεται τυφλά τις υπηρεσίες χωρίς να ζητά τίτλους σπουδών ή συστατικές επιστολές ενώ είναι άνθρωποι, όπως ο πλούσιος οικογενειάρχης που για να κάνει αυτά τα λεφτά σημαίνει ότι ξέρει από πιάτσα και δεν ξεγελιέται εύκολα, είναι ένα θέμα.. Όπως παρακάτω θα δούμε να συμβαίνουν κι άλλα πολλά τέτοια που μπορεί να εγείρουν τις σχετικές ή ανάλογες απορίες…
ΟΜΩΣ…. ΟΜΩΣ… ΟΜΩΣ..
Όμως, τα στοιχεία αυτά που επικαλούμαι, θα είχαν θέση σε μια άλλου τύπου ταινία.. Σε ένα κοινωνικό φιλμ.. Εδώ, οι εξηγήσεις που δίνονται είναι εξηγήσεις για το είδος που στήνει ο σκηνοθέτης ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο με τη συνεργασία ενός ακόμα σεναριογράφου.
Κι οι εξηγήσεις αυτού του τύπου δεν είναι το ζητούμενο, βεβαίως και πρέπει να υπάρξουν κάποιες, βεβαίως και υπάρχουν κατά την εκτύλιξη της ιστορίας, αλλά είναι εξηγήσεις που βοηθούν το είδος να λειτουργήσει και τους χαρακτήρες να λειτουργήσουν κι αυτοί ως χαρακτήρες του είδους κι όχι μιας ρεαλιστικής ταινίας οποιουδήποτε είδους που όμως έχει ως βάση το ρεαλισμό.
Εδώ υπάρχει φυσικά η βάση αλλά το ζητούμενο είναι το ΠΑΙΧΝΙΔΙ. Ενα ευφυές, ευφάνταστο κινηματογραφικό παιχνίδι είναι τα «ΠΑΡΑΣΙΤΑ» που σε συναρπάζει με το πως σιγά σιγά αυτοί οι ήρωες επιτυγχάνουν αυτό που επιδιώκουν, κι αυτό που επιδιώκουν είναι απολύτως συναρπαστικό στα πλαίσια και στα όρια ενός ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ. Το οποίο παιχνίδι ο δημιουργός του το ελέγχει απολύτως κι είναι και πολύ άσσος στο να φτιάχνει πλοκή κι εξέλιξη, με εξυπνότατα ευρήματα και να το κλιμακώνει περνώντας από είδος σε είδος, από την κοινωνική αφετηρία περνάμε στο καλαμπούρι της απάτης ενώ η κλιμάκωση της απάτης όλο και σκοτεινιάζει την ιστορία , μεταφέρεται στο είδος μυστηρίου κι αινίγματος, ακριβώς πάνω στην ώρα, ΣΤΗ ΜΙΑ ΩΡΑ της ταινίας, έχουμε τη μεγάλη ανατροπή, με την επανεμφάνιση προσώπου το οποίο είχε βγει από τη δράση αλλά κάπου θα έπρεπε να το περιμένουμε να επανεμφανιστεί.. Κι όταν επανεμφανίζεται, τα είδη παίζουν σκυταλοδρομία, η αγωνία έτσι όπως έχει στηθεί συμπαρασύρει τον θεατή που έχει ήδη καταγοητευθεί κι από κλιμάκωση σε κλιμάκωση των ειδών, ο σκηνοθέτης δεν ξεχνά ,κι έρχεται να καταθέσει για φινάλε τις νοτιοκορεάτικες, κινηματογραφικές ρίζες του…
Φυσικά και δεν θα εξηγήσω τίποτε από όλα αυτά διότι το έργο, πολύ γρήγορα, γεμίζει σασπένς κι αινίγματα και τα spoilers (όπως λέμε σήμερα το παλαιό και περιφραστικό «μη μας πεις το τέλος») δίνουν και παίρνουν από την αρχή. Εδώ, δεν ισχύει το «μη μας πεις το τέλος» αλλά το «μη μας πεις σχεδόν τίποτα από το πρώτο 20λεπτο της ταινίας και μετά». Και φυσικά ΔΕΝ ΘΑ ΠΩ τόσο ως κριτικός που ξέρει τη δουλειά όσο κι ως κινηματογραφάνθρωπος που βιώνει , και στα πιό ευτελή ακόμα έργα, την σινεματζίδικη ΗΔΟΝΗ. Ο θεατής που θα πάει στην ταινία καλείται να την απολαύσει κι όχι να ξέρει τι θα γίνει παρακάτω.
Μιλάμε για σινεμά απαράμιλλης γοητείας, μιλάμε πως έχει στηθεί στρατηγικά, μιλάμε πως το σενάριο με τα δήθεν αναπάντητα ρεαλιστικά ερωτήματα, είναι εκπληκτικό σενάριο, κι εκπορεύονται από αυτό τα πάντα, και βέβαια κι η αισθητική.
Η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ (να το τελειώνουμε με το κενό περιεχομένου «καλλιτεχνική διεύθυνση») είναι μεγάλη πρωταγωνίστρια αλλά χάρη στο ρόλο που της ετοίμασε το σενάριο.
Αυτό το σπίτι των πλουσίων δεν υπάρχει (θαυμαστικά το λέω).. Δεν περιγράφεται.. Η διακόσμηση των χώρων, η απουσία φορτώματος (διότι αυτά τα σπίτια δεν είναι υπερφορτωμένα με «σκατουλάκια») ,με τις διακριτικά αλλά κι εντυπωσιακά διακοσμημένες συγκεκριμένες γωνιές του, με τη γυαλάδα στα πατώματα, με τους άπλετους χώρους των πολλών τετραγωνικών που δείχνουν ότι εκεί μέσα η ζωή κυλά με άνεση, είναι πέραν περιγραφής.
Ξέρετε, στα μαθήματα σεναρίου υπάρχει σεναριακό μάθημα και για τη σκηνογραφία. Με πολλά, πάρα πολλά κεφάλαια σπουδών ετών. Ένα από αυτά, που μου το θύμισε η ταινία είναι πως ο χώρος, το σπίτι, αλλά κι οποιοσδήποτε άλλος χώρος, πρέπει να είναι τόσο σωστά κι ολοκληρωτικά δηλωμένος από το σενάριο ώστε στη συνέχεια ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς να μπορέσουν να κάνουν πρόβες «οικειότητας». Τι είναι αυτό; Να αισθανθεί ο ηθοποιός κάτοικος αυτού του χώρου κι ο σκηνοθέτης με τη σειρά του κάτοχος απόλυτα ώστε να κινούνται με την ανάλογη άνεση στο ρόλο που παίζουν, σε αυτό που δείχνουν, να μπορεί το παίξιμο αλλά κι η σκηνοθέτηση να παίρνει κάτι, ένα αδιόρατο στοιχείο εμπλουτισμού από το εκάστοτε δωμάτιο, από την απόλυτη εξοικείωση με το χώρο.
Το συγκεκριμένο σπίτι δεν πετυχαίνει απλώς αυτά μα σεναριακά κρύβει κι αυτό εκπλήξεις όπως κι η ίδια η ταινία όπως κι οι Κάννες που την βράβευσαν έναντι μας οποιασδήποτε auter-ίστικης.
Και δεν είναι μόνο το σπίτι, στα μαθήματα σεναρίου και στη σχέση με το χώρο, είναι και το ψυγείο. Εχω παρακολουθήσει μάθημα κάποιων αρκετών ημερών με αποκλειστικό θέμα «ΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΤΟΥ ΗΡΩΑ». Ότι για το χαρακτήρα δηλώνονται πολλά μέσω του ψυγείου. Στη συγκεκριμένη ταινία οι φορές που δείχνει το άνοιγμα του ψυγείου της πλούσιας οικογένειας είναι άνοιγμα σεναριακής υπαγορευμένης ανάγκης.
Η σκηνογραφική διεύθυνση γίνεται πρωταγωνίστρια, όπως είπα πιο πάνω, όχι μόνο στο σπίτι των πλουσίων αλλά και στην αντίθεση με το σπίτι των φτωχών, με τη γειτονιά τους, με τα φτωχοφαγάδικα και πάνω από όλα με μία αισθητική αφενός αντίθεσης αλλά κι αφετέρου υπόδειξης. Δεν τίθεται νεορεαλιστικά η σκηνογραφία της φτωχογειτονιάς, μόνο υποδεικνύεται ως αντίθεση. Διότι κι αυτή πρέπει να λειτουργήσει με βάση τις ανάγκες του ίδιου του έργου.
Τη μεγάλη αποστολή υπογράμμισης της σκηνογραφίας-πρωταγωνίστριας την αναλαμβάνει ο παρτενέρ της, ο καβαλιέρος της, που δεν είναι άλλος από τον ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ. Το πώς περιποιείται ο καβαλιέρος φωτογράφος τη ντάμα του σκηνογραφία, δεν υπάρχει.
Το μοντάζ εξυπηρετεί όλη την αγωνία αλλά και την προβολή του χιούμορ διότι η ταινία έχει και πλάκα. Ο σκηνοθέτης, εξου και τον χαρακτηρίζω ευφυή, εξού κι είπα εκείνα που είπα αρχικά περί αποριών στο σενάριο, επειδή έχει συναίσθηση του τι θέλει να κάνει κι επειδή τα είδη από τα οποία θα περάσει θα είναι απλώς επιθετικοί προσδιορισμοί του ενός ουσιαστικού, και το ουσιαστικό αυτό είναι το ΠΑΙΧΝΙΔΙ, τι κάνει; Υιοθετεί την κωμωδία ως βάση πάνω στην οποία θα πατούν τα λοιπά είδη καθώς θα κλιμακώνονται. Κι έτσι δι αυτού του τρόπου, θεώρησε, και του βγήκε!, ότι το κινηματογραφικό παιχνίδι ίσχυσε μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν τα πράγματα πήραν αποκλειστικώς δραματική τροπή.
Το cast είναι εξαιρετικό, δεν είμαι σε θέση να κρίνω Ασιάτες ηθοποιούς με τον τρόπο που μιλάνε , κι ο οποίος δεν έχει καμία σχέση όχι με τον δυτικό τρόπο αλλά ούτε και με τον αραβικό, ώστε να κρίνω τονισμούς κι ερμηνείες. Ομως από πλευράς κινηματογραφικότητας προσώπου και κυρίως casting όπου κάθε ηθοποιός έχει την προσωπικότητα του και δεν τον μπερδεύεις με κανέναν άλλο, αυτό για μένα, με βάση τους κινηματογραφικούς κανόνες, λογαριάζεται ως επίτευγμα. Κι είναι και γοητευτικά τα πρόσωπα. Σχεδόν όλα. Ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας.