Η αντίφαση όμως περνά και στο θεατή καθώς βλέπει την ταινία. Διότι υπάρχει διαρκώς κίνητρο για να κατανοήσεις τι γίνεται και προς τα πού πάει κι υπάρχει σίγουρα τρομερή γοητεία στην κάμερα ,με τον τρόπο που δείχνει το Παρίσι, καθώς και με τα πρόσωπα, με ένα ήρωα που προσπαθείς να τον συμπαθήσεις κι είναι συμπαθέστατος και γοητευτικός ο ηθοποιός που τον υποδύεται, καθώς και μένα ζευγάρι νεαρών Γάλλων, που κι αυτοί είναι συμπαθέστατοι κι ένας ρυθμός που συνοδεύει την κάμερα, κάνει το έργο παρακολουθήσιμο. Από κει και πέρα, εξαρτάται , ως προς τον θεατή δηλαδή, πoιό δρόμο ακολουθεί στην κατάληξη του έργου. Διότι πλέον φτάνουμε σε οριακό σταυροδρόμι κι υποχρεωτικά διαλέγουμε αν τελικά μας έλκυσε όλο αυτό ή του λέμε άντε γειά και να προσέχεις..
Διότι το όλο πράγμα είναι γεμάτο κενά.
Πριν προχωρήσω σε αυτό, να πω ότι πρόκειται για ισραηλινή ταινία σε συμπαραγωγή με τους Γάλλους, από τον σκηνοθέτη ΝΑΒΑΝΤ ΛΑΠΙΝΤ, που θεωρείται από τους προωθούμενους στο σημερινό κινηματογραφικό- φεστιβαλικό(!!!, το τονίζω) Ισραήλ αν και στην Ισραηλινή Ακαδημία η ταινία περιορίστηκε σε λίγες υποψηφιότητες. Και , παρά τη «Χρυσή Αρκτο» (όχι πως την υπολογίζει και κανείς ιδιαιτέρως- να τα λέμε κι αυτά) δεν επελέγη από το Ισραήλ για εκπροσώπηση στα Οσκαρ αλλά στη θέση της πήγε μια άλλη.
Η ασάφεια που διαπερνά όλη την ταινία είναι κι αυτή που κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον η και την περιέργεια. Κι είπα πιο πάνω για κενά.
Εχουμε λοιπόν ένα πολύ συμπαθητικό ήρωα και για να είμαι απολύτως ειλικρινής δεν έχω ξεκαθαρίσει αν είναι τόσο συμπαθής ο ίδιος ο ήρωας ή ο ηθοποιός που τον παίζει ,ονόματι ΤΟΜ ΜΕΡΣΙΕ.
Ο ήρωας αυτός έρχεται στο Παρίσι, μπαίνει σε ένα άδειο διαμέρισμα με ένα κλειδί που το είχαν αφήσει κάτω από το χαλάκι, γδύνεται, πάει να κάνει ντους κι όταν βγαίνει του έχουν κλέψει τα πράγματα. Τι; Ποιοι; Πως; Ποιανού είναι αυτό το διαμέρισμα; Ολόγυμνος και παγωμένος καλεί για βοήθεια, τελικώς ένα ζευγάρι Γάλλων του πάνω ορόφου, τον περιθάλπουν, ο άντρας του δίνει χρήματα και ρούχα, αυτός φεύγει, μετά τον βλέπουμε σε ένα διαμέρισμα που δεν μοιάζει με το αρχικό κι απότομα ξανασυναντιέται με τον Γάλλο.
Στο ζευγάρι λέει την ιστορία του πως έρχεται από το Ισραήλ, πως κουβαλά τα τραύματα του πολέμου, γι αυτό και φοβάται και το κρύο, ενπάση περιπτώσει καταλαβαίνουμε ότι δεν θέλει άλλο τη χώρα του, τον έχει κουράσει, θέλει να μείνει στη Γαλλία και να γίνει Γάλλος. Και συγγραφέας….. Με γαλλικά που τώρα τα μαθαίνει εξού και το πρώτο πράγμα που πήγε κι αγόρασε ήταν λεξικό. Και θέλει να γίνει συγγραφέας, να γράφει στη γαλλική γλώσσα, άφραγκος και τώρα μαθαίνει τα γαλλικά….
Στο κομμάτι αυτό ωστόσο δεν έχω τόσα κενά. Παίζεται κι ένα παιχνίδι με το ζευγάρι των Γάλλων, ο νεαρός Γάλλος έχει κι αυτός τα δικά του θεματάκια με τις αναζητήσεις του, ο Ισραηλινός, όμως, ήρωας μας , ο Γιοάβ, έτσι τον λένε, έχει υπαρξιακά θέματα και απαρνιέται ή θέλει να απαρνηθεί την ταυτότητα του.
Εκείνο που ΔΕΝ κατάλαβα ΠΟΤΕ και μου πήρε ώρα να επανασυντονιστώ, είναι το τι γυρεύει με τους Ισραηλινούς που μισεί τόσο είτε πρόκειται για υπηρεσίες της Ισραηλινής πρεσβείας στο Παρίσι είτε μυστικές υπηρεσίες ασφαλείας, και τρέχει σε αυτούς, ένας άνθρωπος που ακριβώς θέλει να απαρνηθεί την εθνική του ταυτότητα. Δεν το κατάλαβα ποτέ μου. Οσο κι αν προσπάθησα. Πιάνει σχέσεις μαζί τους. Όπως πιάνει με το ζεύγος των Γάλλων, πιάνει σχέσεις και με αυτούς. Στο μεταξύ, έχει ένα διαρκή θυμό, δεν ξέρει και καλά τα γαλλικά και κάθε τόσο κραυγάζει. Στη συνέχεια φτάνει στο σημείο να επιτεθεί και στους Γάλλους (όχι τους φίλους αλλά σε άλλους που εκπροσωπούν κάτι της Γαλλίας) και τους καθυβρίζει και τη δική τους χώρα στην οποία υποτίθεται θέλει να ενταχτεί αφού απαρνιέται τη δική του αλλά τα πάρε δώσε με την πρεσβεία του Ισραήλ εξακολουθούν και δεν τα καταλαβαίνω..
Τα καταλαβαίνω αλλά δουλειά της κριτικής δεν είναι να αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις των auteurs όταν δεν μπορούν να διαχειριστούν καλά την ελλειπτικότητα στη γραφή και πρέπει να αναλάβουν οι κριτικοί αυτό να το κάνουν. Οπότε, επειδή μέσα στην ασάφεια βρίσκουν χώρο και τρυπώνουν, θεωρούν εαυτούς ως συνδημιουργούς των ταινιών αφού ανέλαβαν να πληροφορήσουν τον κόσμο για αυτά που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ή να πεί με σαφήνεια ο auteur.
Βεβαίως κι οι όποιες εξηγήσεις δοθούν, θα είναι αυθαίρετες, από τη στιγμή που μέσα στο έργο δεν υπάρχουν.
Κι επαναλαμβάνω ότι το Παρίσι με την υπέροχη φωτογραφία και τη γοητεία των ανθρώπων που παίζουν και με τα διαρκή κενά τα οποία δίνουν κίνητρο για να καταλάβουμε κάποτε τι γίνεται, καταλήγουν σε κάτι που σε ένα βαθμό γοητεύει. Όμως κι από ένα βαθμό και μετά κάλλιστα προκαλεί κι αμηχανία και αναρωτιέσαι «και τώρα τι ήταν αυτό που είδα;». Κυρίως, τι γυρεύει από τη ζωή αυτός ο άνθρωπος; Τα έχει με το Ισραήλ ή με τον εαυτό του;