Βεβαίως και θα έπρεπε να είχα λάβει υπόψη ότι είναι ταινία που δηλώνεται ως παραγωγή του 2017, άρα , όταν τα έργα καθυστερούν να βγούν , οι παρελκυστικές τακτικές των διαφόρων παίρνουν το πάνω χέρι, κλπ, κλπ, τότε συνήθως κάτι σάπιο υπάρχει στο μπερδεμένο βασίλειο.
Βεβαίως, επίσης, κάτι σχόλια που κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο περί «ιστορικής ανακρίβειας» έπαιξαν τον ακριβώς αντίθετο ρόλο στο να το δω αντί να με παροτρύνουν να το αποφύγω κι ως προς το τελευταίο πολύ καλά έκανα διότι ΜΟΝΟ ΟΙ «ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ» ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: Αλλά το έχουμε πει πολλές φορές και θα το επαναλαμβάνω κάθε τόσο: Οποιος δεν ξέρει σινεμά επιχειρεί να ερμηνεύσει ένα έργο μέσω της «πραγματικότητας» και το κατά πόσο το έργο είναι πιστό σε αυτήν. Καμία σχέση δηλαδή με την Τέχνη. Προσωπικά, ούτε κατάλαβα καμιά ανακρίβεια διότι δεν είναι και ειδικότητα μου η ιστορία του ηλεκτρικού ρεύματος ενώ απόρησα πως στο διαδίκτυο υπάρχουν τόσοι πολλοί ειδικοί που ξέρουν το αν ο Τέσλα ήταν ο νους κι αν ο Τόμας Εντισον τον κατάκλεψε. Πιθανόν και να είναι ετσι τα πράγματα, δεν το γνωρίζω, αλλά αν τα της ιστορίας του ηλεκτρικού ρεύματος της Αμερικής τα ξέρουν όπως νομίζουν ότι ξέρουν σινεμά, βοήθεια μας.
Επαναλαμβάνω πάντως ότι το πρόβλημα της ταινίας δεν είναι αυτό.
Καταρχάς ως δύο επίσημοι ανταγωνιστές στο σενάριο φέρονται ο ΕΝΤΙΣΟΝ, ο ΤΟΜΑΣ ΕΝΤΙΣΟΝ και ο ΓΟΥΕΣΤΙΝΓΚΧΑΟΥΖ. Ο Τέσλα εκ Σερβίας μπαίνει κάπου στο κομμάτι περί Εντισον..
Το πρόβλημα της ταινίας είναι η έλλειψη περιεχομένου και στόχου πάνω στη σύγκρουση, η απουσία επί της ουσίας σύγκρουσης και κυρίως η απουσία εμβάθυνσης χαρακτήρων.
Παρόλο ότι ξεκινά, και για κάποιο διάστημα της ώρας το κρατάει σε ενδιαφέρον, ως ένας τρόπος σύγχρονης σεναριακής γραφής, με πολύ σύντομες σκηνές, που δείχνουν να τρέχουν γρήγορα και που επιχειρεί να μας πει την ιστορία που θέλει να μας πει, με μια σεναριακή ταχύτητα σκηνών, η οποία στο τέλος αποδεικνύεται ότι βοηθήθηκε επί της ουσίας από το μοντάζ. Διότι αυτή η ταχύτητα και η συντομία των σκηνών και το «τρεχαλητό» τους, δεν προλαβαίνουν να εμβαθύνουν σε τίποτα, δεν ενδιαφέρονται ίσως να τονίσουν και να τονώσουν τους χαρακτήρες, δεν προλαβαίνουμε την ταύτιση παρά μόνο σε επιφανειακό επίπεδο παρακολούθησης της ιστορίας, η οποία επίσης είναι επιφανειακά δοσμένη. Να το πω πιο απλά, ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ, είναι ΣΑΝ ΝΑ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ, με τη λογική της ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ. Βλέπουμε εικόνες τη μία κατόπιν της άλλης αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Μολονότι υπάρχει μια θαυμάσια φωτογραφία , που φτιάχνει σκοτεινή ατμόσφαιρα, υπάρχει η θαυμάσια δουλειά στη Σκηνογραφική Διεύθυνση και κατεπέκταση και στα κοστούμια τα οποία δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο αλλά ντύνουν όμορφα και υποδηλώνουν αποτελεσματικά την εποχή ενώ η μουσική, θαρρείς κι ακολουθεί τα πλαίσια της σεναριακής γραφής εικονογράφησης , γίνεται λίγο βιντεοκλιπίστικη κι ελαφρώς… «κουκουρίκου»- στο τι ακριβώς θέλει να υπογραμμίσει και να τονίσει.
Και βέβαια, επηρεάζονται κι οι ηθοποιοί αφού το έργο δεν προχωρεί στην περιεκτικότητα παρά στην επιφάνεια. Αυτά που λέγονται, ας πούμε, στο τέλος της ταινίας για το τι απέγιναν οι ήρωες, δηλώνουν κάποια πράγματα που αν τα είχαν επεξεργαστεί σεναριακά, θα είχαν βγάλει πολύ δυνατές δραματικές σκηνές- δεν το έκαναν, δεν τις είδαμε. Κι έτσι επηρεάζονται κι οι ηθοποιοί οι οποίοι δεν βρίσκουν και πατήματα ώστε να κάνουν κάτι. Ειδικά ο ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ, που έχει κι ένα εγγενές πρόβλημα, αυτό του ηθοποιού με την ειδική φάτσα που αν ο ρόλος δεν εναρμονίζεται με την φάτσα την ιδιαίτερη, δεν βγάζει αποτέλεσμα. Δεν τον είδα να δίνει τίποτε ιδιαίτερο στο ρόλο, το χρεώνεται αυτό αλλά δεν είναι κι απόλυτα δική του η συνολική ευθύνη. Ο ΜΑΪΚΛ ΣΑΝΟΝ από αυτή τη μεριά γλυτώνει, έχει δώσει στο ρόλο, έχει φτιάξει την εικόνα του ρόλου αλλά του λείπει το περιεχόμενο από πλευράς σεναρίου ώστε αυτή η προετοιμασία να «γεμίσει», να γίνει περιεκτική.
Και φυσικά πρέπει να υπήρξε πρόβλημα στις συνεννοήσεις όπου βλέπουμε στην παραγωγή να ανακατεύονται απίθανου συνδυασμού ονόματα, από τον ΤΙΜΟΥΡ ΜΠΕΚΜΑΜΠΕΝΤΟΦ (τον Ρώσο σκηνοθέτη που ειδικεύεται σε έργα δράσης στο Χόλυγουντ με καλύτερο το «Wanted» της Αντζελίνα Τζολί) ως τον ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΣΕΖΕ, μαζί με ένα σμάρι επιπλέον executives (ανάμεσα τους κι ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς) όπου κάπως εξηγείται το ότι το έργο μπερδεύτηκε τόσο πολύ.
Κι ο σκηνοθέτης ΑΛΦΟΝΣΟ ΓΚΟΜΕΖ -ΡΕΧΟΝ μου έδωσε περισσότερο την εντύπωση παραγωγού και λιγότερο σκηνοθέτη. Ότι είδε τη σκηνοθεσία ως παραγωγός κι από αυτή την άποψη, την προβολή της καλής παραγωγής, το έργο κέρδισε ό,τι κέρδισε κι έχασε στα υπόλοιπα.