Διότι υπάρχει κάτι που λέγεται ΠΡΟΣΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑ. Υπάρχει κάτι που λέγεται ΧΡΟΝΙΚΟ ΟΡΙΟ ΑΝΤΟΧΗΣ. Γι αυτό και υπάρχουν τα διαλείμματα, για αυτό και τα θεατρικά έργα γράφονταν με «πράξεις» (που διαχωρίζονται από τις «εικόνες») και καθιστούν το διάλειμμα απαραίτητο. Το διάλειμμα δεν έχει σκοπό να πουληθούν πορτοκαλάδες αλλά μέσα στα λίγα λεπτά να χαλαρώσει λίγο το μυαλό, να ξεκουραστεί, να δεχτεί τις επόμενες πληροφορίες. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΥΛΗ!! Κι αυτό μου το δίδαξε η κορυφαία Ελληνίδα κριτικός, η μεγαλύτερη που γέννησε αυτός ο τόπος, η «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ» (η οποία ήταν κριτικός θεάτρου αλλά δεν έχει σημασία, ήταν ΚΡΙΤΙΚΟΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Και με βαθιά κατάρτιση.
Η Προσληπτικότητα του ανθρώπου έχει όριο κι όταν παραβιάζεται θολώνεται η κρίση. Υπάρχουν σημεία στην ταινία που συναισθάνθηκα ότι η κρίση μου θόλωσε γι αυτό και ίσως επανέλθω και ξαναγράψω για την ταινία, όταν θα τη δω σε μια εβδομάδα στο Netflix. Το θεωρώ ιδιαιτέρως προσβλητικό αυτό για μια ταινίαα αλλά ας όψεται ο διανομέας-αιθουσάρχης που το θέλησε έτσι. Παραβιάζοντας κάθε κανόνα αντοχής και σεβασμού της ταινίας.
Με βάση τα σύντομα παραπάνω, καλωσορίζω στις οθόνες τη νέα δημιουργία του ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΣΕΖΕ «Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ» για την οποία έχω πολλά να πω αλλά θα προσπαθήσω να βάλω και φρένο.
Και θα μιλήσω για τον Σκορσέζε και τη δουλειά του ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ που είμαι, ως πάνω στο έργο, πάνω στον «ΙΡΛΑΝΔΟ», κι όχι πάνω στον ίδιο τον Μάρτιν και τη φιλμογραφία του και στην αναθεματισμένη και κατασκευασμένη και αντι-αρiστοτελική θεωρία του auteur. Kαι θα μιλήσω για ΤΑΙΝΙΑ-ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ πάνω σε μια εποχή που αλλάζει, όπου οθόνη σινεμά και ιντερνετική πλατφόρμα γίνονται ένα και πως αυτό μπορεί να επηρεάσει αλλά όλα αυτά θα τα κάνω ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΕΡΓΟ.
Διότι ο Σκορσέζε εδώ, στον «Ιρλανδό» κάνει την επιτομή του μύθου του και των ταινιών του.
Ναι, κάπου έχουμε –ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ!- την εντύπωση ότι αυτά που μας δείχνει στον «Ιρλανδό», όλα κάπου τα έχουμε ξαναδεί. Ότι δεν μας δείχνει κάτι καινούργιο… Σίγουρα; Είμαστε βέβαιοι για αυτό; Μήπως κι ο τρόπος είναι αυτός που πολλές φορές κάνει το «καινούργιο»;
Διότι επειδή κάθισα και ξαναείδα για πολλοστή φορά, παραμονές πριν γράψω τούτη την κριτική, τα «ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ», με τα οποία συγγενεύει το περισσότερο από τις παλιές του ταινίες, θα πω ότι είναι ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΛΛΗ εδώ η προσέγγιση.
Οι γκάνγκστερς του εδώ είναι ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΙ. Οι γκάνγκστερς, οι χαρακτήρες του, όχι ο ίδιος.
Όπως τους δίνει το βιβλίο προφανώς του ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΡΑΝΤ κι όπως σαφέστατα το διασκεύασε σε σενάριο προς αυτή την κατεύθυνση ο ΣΤΗΒΕΝ ΖΑΪΛΙΑΝ. Και προφανέστατα , ήταν και το στοιχείο που συγκίνησε, που έλκυσε τον Σκορσέζε.
Μας βάζει σε μια γκανγκστερική ιστορία που ξεκινά από το 1945, από την καταβολή του κεντρικού ήρωα που τον παίζει ο Ντε Νίρο και φτάνει σε μια διάρκεια πολλών ετών κι απόκτησης επικών διαστάσεων. Όχι «Νονού», δεν φιλοδόξησε ποτέ κάτι τέτοιο και δεν υπάρχει λόγος για τέτοιου είδους συγκρίσεις. Είναι επικό διότι περνάει μια ολόκληρη εποχή- τι εποχή; Δεκαετίες ολόκληρες- και πολύ σοφά ξεκινά από τον κεντρικό ήρωα που τον παίζει ο Ντε Νίρο, σε προχωρημένη ηλικία, στο σήμερα, να αφηγείται τα πριν. Ξεκινά λοιπόν με ένα κουρασμένο τόνο, δίνει εξαρχής αυτό τον τόνο διότι αυτός ο τόνος προϋποθέτει και μια σοφία που έχει επέλθει με το πέρασμα του χρόνου κι αυτή η σοφία δίνει άλλη διάσταση στους χαρακτήρες , οι οποίοι είναι γκάνγκστερ αιμοσταγείς.
Όμως μέσα από αυτό τον τόνο, βγαίνουν όλα διαφορετικά, υπάρχει μια ανθρώπινη συνειδητότητα σε όλη την εξέλιξη, μια σοφία μέσα στους γκάνγκστερς και στους κώδικες τους κι όλα δίνονται ξαφνικά εντελώς διαφορετικά από τα άλλα γκανγκστερικά του Μάρτιν και δη «Τα καλά παιδιά». Δεν υπάρχει εκείνη η ορμητικότητα, εκείνη η θυελλώδης στάση κι αντίδραση στα πάντα, τα ίδια πράγματα στήνονται διαφορετικά. Και βέβαια φωτίζονται τα συνειδησιακά κομμάτια , η προδοσία, η οικογένεια, ο καθρέφτης του εαυτού.
Πάνω σε αυτή τη στάση, που δηλώνεται ευφυώς από το ξεκίνημα, είναι επόμενο να αλλάζει κι η σκηνοθεσία του Σκορσέζε, να μην έχει σχέση με τα καλα παιδιά» και με άλλα γκανγκστερικά, ακόμα και τα «τράβελινγκ» υπάρχουν μεν για να θυμίζουν ότι εδώ έχουμε Σκορσέζε αλλά είναι πολύ περιορισμένα, είναι μόνο για να θυμίζουν παρά για να εκτροχιάζονται.
Η ώριμη σκέψη διακατέχει τους ήρωες κι από το ξεκίνημα και κατά την εξέλιξη κι αυτό όπως είπα αλλάζει και τη σκηνοθεσία. Αλλάζει και τα πλάνα. Αλλάζει και το μοντάζ.
Η μεγάλη ΘΕΛΜΑ, η ΘΕΛΜΑ ΣΟΥΝΜΕΗΚΕΡ εδώ δεν έχει να μοντάρει τα ξέφρενα. Εδώ έχει να μοντάρει μακρόσυρτες καταστάσεις. Χώρια ότι από δασκάλα και σωτήρας των ταινιών του Σκορσέζε , αυτή που τον έκανε σκηνοθέτη ή μάλλον που τον βοήθησε να γίνει, με τα χρόνια του πέρασε την αντίληψη περί μοντάζ στην ίδια τη σκηνοθεσία κι ο ευφυής και γνώστης Μάρτιν, το εξέλιξε- αποκορύφωμα ήταν «Ο Λύκος της Wall Street»,όπου για μοναδική φορά προτεινόταν για Οσκαρ Σκηνοθεσίας ο Σκορσέζε χωρίς να προτείνεται ταυτοχρόνως και παραλλήλως για Οσκαρ Μοντάζ η Θέλμα Σουνμέηκερ. Την αντίληψη περί Μοντάζ την είχε πλέον ενστερνιστεί στη Σκηνοθεσία.
Εδώ λοιπόν στον «Ιρλανδό» τελείως άλλο μοντάζ χρειάζεται και εντελώς άλλα πλάνα.
Εδώ , όμως, βρίσκουν χώρο και πρόσφορο έδαφος και κάποιες παρεξηγήσεις. Και παρερμηνείες.
Ναι, εδώ είναι που έγινε το «έγκλημα» του «άνευ διαλείμματος», στο να γίνει κατανοητός ο τρόπος μονταρίσματος. Και στο αν επαναλαμβάνονται ή όχι κάποια πράγματα. Διότι το μοντάζ μπορεί να είναι κι αργό. Καλό μοντάζ δεν σημαίνει υποχρεωτικά γρήγορο μα ανάλογο με τη συμβατότητα της ταινίας. Εχουν διακριθεί από τους Μοντέρ, με υποψηφιότητες για Οσκαρ, μοντάζ βραδύτητας, μοντάζ αργόσυρτων ταινιών, που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε η Σκηνοθεσία. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα μελέτης του Μοντάζ είναι η «ΠΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ» (1965) του Ρόμπερτ Ωλντριντς σε μοντάζ του Μάικλ Λουτσιάνο και το «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ» (Intο the wild) (2007) του Σων Πεν σε μοντάζ του Τζέη Κάσιντυ, που προτάθηκαν για Οσκαρ προς απορίαν ή και χλεύη του κάθε αδαούς.
Το μοντάζ της Θέλμα στον «Ιρλανδό» δεν είναι αυτό που θα λέγαμε αργό, δεν συγγενεύει με τα δυο προαναφερθέντα παραδείγματα, είναι μοντάζ κοφτών και σύντομων πλάνων αλλά και πλάνων στατικώνν που κάνουν την ιστορία να κυλά στον κουρασμένο ρυθμό των κουρασμένων ηρώων, ακόμα και τότε που είναι νέοι. Αν δεν μας είχαν ξεθεώσει οι συνθήκες προβολής των 3,5 ωρών χωρίς αναπνοή, θα τα είχαμε δει καλύτερα τα πράγματα.
Είπαμε είναι άλλο μοντάζ διότι είναι κι άλλη η σκηνοθεσία.
Όπως είναι κι άλλη η φωτογραφία, τα πλάνα, το στήσιμο του πλάνου. Κι εδώ μπορεί να σηκωθούν παρεξηγήσεις, μπορεί όμως να γίνει και κάτι άλλο αντιληπτό με το οποίο και συντάσσομαι. Κι έχει πολύ να κάνει με τη συνεργασία του Σκορσέζε με το Netflix. Τι είναι αυτό; Τα πλάνα του εδώ έχουν μια «τηλεοπτικότητα». Όχι εκείνη του Netflix, η οποία μόνο τηλεοπτικότητα δεν είναι. Θαρρείς και θέλησε ο ευφυής Μάρτιν να κάνει μια ταινία «τηλεοπτικότητας». Τα πλάνα δεν έχουν βάθος πεδίου, τα κοντινά των ηθοποιών είναι κοντινά λογικής μικρής οθόνης , το ίδιο το κάδρο προσδιορίζεται έτσι κι έχω την αίσθηση ότι επιχειρεί να δείξει δι αυτής της σκηνοθεσίας μέσω της φωτογραφίας, αυτή τη μετάβαση.
Οπου στην τελική, δεν είναι «τηλεοπτικότητα» αλλά κι επιστροφή (όμως με το νέο μέσο, την πλατφόρμα) στο πολύ παλιό σινεμά, στα πλάνα των αρχών του ’30 με τη στατικότητα που είχε επιφέρει ο ομιλών κινηματογράφος ώστε να δίνεται βάρος στους διαλόγους. Κι ο Μάρτιν ως Κινηματογραφικά Μορφωμένος όσο ελάχιστοι σε τούτον τον Κόσμο, το ξέρει.
Και φτάνουμε στους ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Εδώ πιά έχουμε αγγίζει το θαύμα και καταλαβαίνουμε για ακόμα μια φορά , για ποιο λόγο οι ηθοποιοί κάνουν τούμπες να τους σκηνοθετήσουν δύο συγκεκριμένοι άνθρωποι. Ο ένας είναι ο ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΕΝ. Ο άλλος είναι ο ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΣΕΖΕ. Παλιά αυτό συνέβαινε με τον ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΝ και τον ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΪΛΕΡ κι ενδιαμέσως με τον ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ και τον ΣΥΝΤΝΕΥ ΠΟΛΛΑΚ. Πέθαιναν οι ηθοποιοί των γενεών τους να σκηνοθετηθούν από κάποιον εξ εκείνων.
Ο Σκορσέζε δεν πήρε εδώ μόνο τους παλιούς γνώριμους για να μας τους επαναφέρει στις τωρινές ηλικίες ώστε μέσα από αυτούς να δοθεί ο τόνος κι η πικρή μελαγχολία της γκαγνγκστερικής ταινίας αναπόλησης. Δίπλα στον ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ και τον ΤΖΟ ΠΕΣΙ πρόσθεσε και τον ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ, στον οποίο το χρώσταγε αλλά το τακίμιασμα με τον Ντε Νίρο δεν επέτρεπε άλλον στην εποχή των «ιταλογκανγστερικών» ταινιών. Μετά άλλαξε πλεύση, κι ανέλαβε επί σειρά ετών τον Ντι Κάπριο σε άλλου πράγματα, ε, και τώρα ήρθε η στιγμή.
Οπου του έχει δώσει και ρολάρα, τον Τζίμμυ Χόφφα. Τον συνδικαλιστή-γκάνγκστερ που εξαφανίστηκε, το πτώμα του ουδέποτε ανευρέθη και στην ταινία είναι σημαίνων ρόλος και σχετίζεται άμεσα με τον κεντρικό ήρωα που είναι ο Ντε Νίρο, σε καταστάσεις φυσικά μυθοπλασίας.
ΚΙ εδώ ο μεγάλος με τους ηθοποιούς Σκορσέζε τι έχει κάνει; Μα, την Ουσιαστική Σκηνοθεσία της ταινίας. Αυτή την εντός πλάνου σκηνοθεσία κι όχι τα άλλα του διευθυντή φωτογραφίας έστω και με δικές του υποδείξεις.
Εχει πάρει τρεις μεγάλους ηθοποιούς να παίξουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας και να κάνει εντός πλάνου σύνθεση των τριών διαφορετικών ερμηνευτικών τρόπων.
Ο ΤΖΟ ΠΕΣΙ παίζει με εκείνη την απίστευτη λιτότητα κι επειδή κάθισα κι είδα πρόσφατα όπως σας είπα ξανά τα «Καλά παιδιά», πόσο διαφορετικά παίζει ένα παρόμοιο χαρακτήρα, εκείνον που του χάρισε το ΟΣΚΑΡ το 1991..Τι υπόδειγμα λιτότητος είναι αυτό. Τι αυτοσυγκράτηση! Τι αλήθεια!! Να μην πω για το φινάλε του, γέρου πιά, πως το έκανε ο άνθρωπος.
Ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ μετά από καιρό, από πολλά χρόνια θα έλεγα, ξαναβγαίνει. Ενας ηθοποιόςς που λάτρεψα και τον οποίο στα τελευταία χρόνια είχα φτάσει στο σημείο να μην τον αντέχω. Πέρα από τις κακές ταινίες του, με ενοχλούσε η επιτηδευμένη υπερβολή στο παίξιμο του. Την τάση για υπερπαίξιμο την είχε ανέκαθεν, εξου και του καθυστέρησε το Οσκαρ. Κι είναι περίεργο πως ένας ορκισμένος ηθοποιός της Μεθόδου κι ο Νο 1 αγαπημένος μαθητής του Λη Στράσμπεργκ, να έχει αυτή την τάση για το overacting. Βέβαια, στα καλά του χρόνια δεν ήταν ένα απλό over-acting, ήταν ενέργεια, πάθος, βλέμμα φλογοβόλο. Ο Σκορσέζε τον επαναφέρει στα συγκαλά του, ζητώντας του τι; OVER-ACTING!!! . Το υπερπαίξιμο ως σκηνοθετικό ζητούμενο. Του φλογερού κι εκρηκτικού κι ασυμμάζευτου Τζίμμυ Χόφφα ανάμεσα στους άλλους λύκους όπου για να φανεί η διαφορά του, τους έχει βάλει ο Σκορσέζε να παίζουν με τον άλλο κινηματογραφικό τρόπο.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κονταροχτυπηθούν στο supporting Οσκαρ ο Αλ Πατσίνο με τον Τζό Πέσι, ότι πάει να επαναληφθεί η ιστορία του 1991 όπου και πάλι ήταν συνυποψήφιοι (ο Πατσίνο με το «Ντικ Τραίησυ) κι είχε κερδίσει ο Πέσι. Εδώ δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει Είμαι περίεργος να ρουφήξω σαν σφουγγάρι το Μάθημα. Κι ανυπομονώ
Και βέβαια, επικεφαλής του cast είναι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ. Αυτός παίζει τον κεντρικό ήρωα, αυτός είναι κινητήριος μοχλός της ιστορίας και πράγματι είναι ένας Ντε Νίρο κι αυτός στα καλύτερα του, ένας επιβλητικός ηθοποιός, ένας άρχοντας της υποκριτικής, ένας Πατριάρχης του φακού , ένας.. Σπένσερ Τραίησυ στο παίξιμο. Παίζει σαν να μην παίζει. Όλα αβίαστα. Κι επιβαλλόμενα. Κι επιβλητικά.
ΥΓ 1. Θα έπρεπε κάτι να πω και για τον ΧΑΡΒΕΪ ΚΑΪΤΕΛ ή για την ΑΝΝΑ ΠΑΚΟΥΙΝ; Ειδικά του Καϊτέλ δεν του δίνει πολύ χώρο. Στο ελάχιστο βέβαια που του δίνει είναι τέλειος.
ΥΓ2. Αν δω κάτι που αξίζει τον κόπο, μετά την παρακολούθηση από το Netflix, θα επανέλθω