Θα ξεκινήσω από τα «ΝΑΙ».
Το ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ ως Είδος ξεκινά από τη μουσική και τα χορευτικά. Και στα δυο αυτά, το φιλμ διακρίνεται. Οι Χορογραφίες είναι θεσπέσιες, ρυθμικές, ζωηρές, ευφάνταστες, συντονισμένες , έχουν νεύρο και ζωντάνια, είναι χορευτικά που «ξεσηκώνουν» κι εκτελούνται από θαυμάσιους καλλιτέχνες του χορού, από νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια που χαρίζουν στα χορευτικά την ζωντάνια τους, τη χάρη τους, τη δροσιά τους. Το ίδιο ισχύει και για τις χορογραφίες που αφορούν στους πρωταγωνιστές, στους ηθοποιούς που δεν είναι χορευτές ωστόσο δίνουν και σε αυτούς εκείνο που τους αναλογεί αν και στις περιπτώσεις αυτές η χορογραφία είναι για να λειτουργήσει περισσότερο ως «νούμερο», να βοηθήσει το «νούμερο» (όπως λέμε στο μουσικό θέατρο). Χορογράφος ο ΚΕΪΣΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ο οποίος μεταφυτεύει στην οθόνη τις χορογραφίες από το Μπροντγουέι, μια και το μιούζικαλ έχει θεατρική προέλευση, και δίνει σε αυτές τις χορογραφίες ένα τόνο εντελώς κινηματογραφικό ,δίνει χώρο για να κινηθεί κι η κάμερα , με τη θαυμάσια φωτογραφία, τόσο από φωτισμούς κι αποτύπωση χρωμάτων , όσο και κίνηση μηχανής, ο ΜΑΤΙΕ ΛΙΜΠΑΤΙΚ, ο οποίος έχει αποδείξει τρομερή ικανότητα στο είδος. Το να κάνει την κάμερα του να παρεισφρέει στους χώρους της μουσικής και του μπαλέτου και να βγάζει την ένταση -ή και τη χάρη, αναλόγως- για λογαριασμό του σκηνοθέτη. Οι δύο φωτογραφίες του για τις οποίες προτάθηκε για το Οσκαρ είναι ενδεικτικές διότι αμφότερες αφορούν στο μουσικό είδος, αν και διαφορετικές η μία με την άλλη: «Μαύρος Κύκνος» κι «Ένα αστέρι γεννιέται» (το πρόσφατο με τη Λαίδη Γκάγκα). Κι εδώ, είναι αυτός που αναλαμβάνει όλη τη δουλειά κι όλο αυτό είναι περισσότερο συνεργασία κάμερας και χορογραφίας παρά σκηνοθεσίας , τουλάχιστον με την παραδεκτή εκδοχή του κλασικού μιούζικαλ σχολής Μινέλι (με Μπόμπ Φόσι κι απογόνους του, καμία σχέση- ο Ράιαν Μέρφυ εννοώ)
Το ίδιο ισχύει και για τη ΜΟΥΣΙΚΗ με τα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ της που είναι πραγματική μουσική για μιούζικαλ, τραγούδια για να τραγουδηθούν παιζόμενα ή χορευόμενα κι όλο αυτό γίνεται μέσα από ωραίες συνθέσεις και μελωδίες. Συνθέτες οι ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΚΛΟΤΖ, ΜΑΘΙΟΥ ΣΚΛΑΡ. Αυτό είναι επίσης επίτευγμα διότι πάντα όταν συζητούν για μιούζικαλ , είτε στο θέατρο είτε απευθείας στον κινηματογράφο, η πρώτη ερώτηση είναι «ποιος θα γράψει τη μουσική;»
Οπότε , κι εδώ έχουμε πάει καλά.
Και βέβαια, ακολουθεί η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ, η οποία είναι πέραν της κριτικής , είναι μια ηθοποιός που έχει αποδείξει ότι μπορεί και παίζει τα πάντα, από μεγάλο ταλέντο που το καλλιέργησε μέσω των ειδών αλλά και μέσω του επαγγελματισμού, κάτι που γενικώς διαθέτουν οι Αμερικανοί ηθοποιοί, αυτόν τον επαγγελματισμό επί των ειδών, και προκαλεί τον θαυμασμό για μια ακόμα φορά, όχι όμως και την έκπληξη. Την έχουμε ικανή για τα πάντα και το επιβεβαιώνει. Και , φυσικλά, είναι αποδεδειγμένο και το ότι διαθέτει κι ωραία φωνή και μπορεί και τραγουδά σαν να ήταν τραγουδίστρια. Κι ως ηθοποιός, δεν φοβάται το τσαλάκωμα, οπότε δεν φοβάται και την καρικατουροποίηση διότι ξέρει , ως μεγάλη ηθοποιός που είναι, πως να διαχειριστεί την καρικατούρα της. Διότι στον ΡΑΪΑΝ ΜΕΡΦΥ είναι πλέον επίσης αποδεδειγμένο ότι προφανώς τον ενδιαφέρουν οι καρικατούρες, ότι ακόμα κι όταν κάνει υποτίθεται δράματα, ως καρικατούρες βλέπει τους χαρακτήρες , χωρίς ακόμα να έχει κάνει σχολή αυτό το ιδιότυπο γκροτέσκο, αν και προς τα εκεί οδεύει…Αν όχι σχολή, διότι δεν νομίζω ότι αυτό που κάνει είναι για σχολή όσο για υπογραφή.
Καθώς, αναμειγνύεται το όνομα του Ράϊαν Μέρφυ σιγά σιγά από τα «και ναι», περνάμε στα «και όχι»
Πριν προχωρήσουμε απολύτως στα δεύτερα , ας μείνουμε λίγο στο «σελήνη κενή πορείας» όπως λένε οι Αστρολόγοι το ενδιάμεσο κενό όταν μετακινείται η Σελήνη, και να πούμε ακόμα κάτι για τους ηθοποιούς αν και δίπλα στη Μέρυλ, λίγο δύσκολο.. Ωστόσο, αυτός ο performer, ο ΤΖΕΗΜΣ ΚΟΡΝΤΕΝ ανταποκρίνεται εξαιρετικά ως κωμικός, κυρίως με τη χάρη ενός κωμικού κονφερασιέ καθώς και τα δύο νεαρά κορίτσια, ενώ η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ δεν έχει και πολλά να κάνει ώστε να μιλήσεις για κάτι πιο απτό.
Στα «Και Ναι..» είναι και το χρώμα, το χτυπητό χρώμα, σε σκηνικά και κοστούμια, που είναι χαρακτηριστικό του Ράϊαν Μέρφυ επίσης, όπου εδώ, επειδή έχουμε μιούζικαλ που συνδυάζει την αισθητική και το είδος του «GREASE» και του «HAIRSPRAY» ταιριάζει αρμονικά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, με κορυφαίο παράδειγμα το ανεκδιήγητο , τηλεοπτικό «Rached» έρχεται να χοντροκόψει τα πάντα..
Στα «ΚΑΙ ΟΧΙ» πρωτοστατεί το περιεχόμενο. Όχι τόσο στο τι λέει, όσο στον τρόπο που το λέει. Φαντάζομαι και στο θέατρο θα προκαλούσε την ίδια ή την ανάλογη απορρύθμιση, στην ταινία πάντως είναι εμφανές διότι ταιριάζει και με την αντίληψη , την επιφανειακή και χονδροειδή του Μέρφυ ώστε γίνεται ακόμα πιο ενοχλητικό. Ναι, περιεχόμενο αφέλειας με τον τρόπο που δίνεται, το τονίζω το «ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΔΙΝΕΤΑΙ», αυτή η πολιτική ορθότητα των ημερών που μοιάζει με κήρυγμα αλλά και με αφέλεια. Στο πως οδηγούμαστε στην αποδοχή της σχέσης δυο ομοφυλόφιλων κοριτσιών ώστε να γίνουν δεκτές στον χορό του κολλεγίου.
Το πρώτο μέρος, ωστόσο, που δεν έχει κήρυγμα, είναι αρκετά έως και πολύ ευχάριστο, οπότε επανερχόμαστε στο «ΚΑΙ ΝΑΙ», όπου ξεκινά ως κωμωδία-μιούζικαλ τύπου «The producers» με πως αποβάλλει το Μπροντγουέι τη μεγάλη βεντέτα του, λόγω της έπαρσης της και του εγωιστικού χαρακτήρα. Κι εξαναγκάζεται να καταφύγει όχι σε μια απλή ή κανονική τουρνέ στην επαρχία αλλά σε κάτι σαν τουρνέ-αποστολή, να κάνει μια καλή πράξη, να της συγχωρεθούν οι εγωισμοί κι οι εγωκεντρισμοί και τα βεντετιλίκια. Και στην Ιντιάνα, στην Πολιτεία, τους περιμένει, αυτήν και την ομάδα της, το περιστατικό για να αποδείξει τελικά και το ανθρώπινο της.
Διευκρινίζω για πολλοστή φορά, ότι το πρόβλημα είναι ο τρόπος κι όχι αυτό που θέλει να πει. Ενώ όλο αυτό έχει όλες τις δυνατότητες να γίνει, να δοθεί και να ειπωθεί με τρόπο παιχνιδιάρικο, που να εναρμονίζεται και με το μιούζικαλ και δή την υποδαίρεση της μουσικής κωμωδίας, οπότε το περιεχόμενο θα δώσει ποότητα στην παιχνιδιάρικη ψυχαγώγηση, επιλέγει το κηρυγματικό. Κι επαναλαμβάνω ότι και για το θεατρικό τα ίδια θα έλεγα, αν ήταν κι εκεί έτσι, που μάλλον θα ήταν, όμως εδώ έρχεται και το θέμα «Ράϊαν Μέρφυ» και το διογκώνει.