Αν θέλουμε να συνεννοηθούμε κινηματογραφικά, περισσότερο παραπέμπει σε έργα του Ιρανού ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ κι αν θελήσουμε να μείνουμε προσκολλημένοι στα τουρκικά, τότε κάπου θα προσανατολιστούμε μεταξύ ΣΕΜΙΧ ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ και ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ.
Είναι έργο , διαιρεμένο σε 8 επεισόδια που εμπνέεται από τη σημερινή Τουρκία κι από το πόσο διχασμένη βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Με την Ανατολή φυσικά να κάνει διαρκώς έντονο το παρόν της ακόμα κι εκεί που παρεισφρέει η Δύση, η οποία προσκρούει στα της Ανατολής όχι μόνο έξωθεν αλλά κι έσωθεν.
Την ιστορία την αφηγείται μία κοπέλα ,η Μεριέμ, κι η οποία, εργάζεται ως οικιακή βοηθός κι η οποία περνά κάθε τόσο κρίσεις λιποθυμίας, οι οποίες την οδηγούν σε μια ψυχοθεραπεύτρια.
Αυτά που αφηγείται αλλά και ζει η ηρωίδα, την κάνουν κεντρική μεν, δηλαδή ότι το σενάριο λέει τη δική της ιστορία, όμως δεν περιορίζεται στη δική της αλλά και στα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται είτε άμεσα είτε έμμεσα, καθώς και σε πρόσωπα με τα οποία συνδέονται κάποια από αυτά τα πρόσωπα. Οπότε, ναι μεν κεντρικός χαρακτήρας αλλά και συνδετικός παράλληλα και ταυτόχρονα μια και στο σενάριο λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος των ιστοριών των άλλων προσώπων.
Είναι ενδιαφέρον πολύ το θέμα της γραφής, καθώς δεν υπάρχει η σταθερή αφηγηματική ροή, όπως την ξέρουμε αλλά η λογική του παζλ, που, όμως, ούτε αυθαίρετη είναι ούτε αποσπασματική κι είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος με τον οποία προχωρεί κι ολοκληρώνει τις συνδέσεις.
Δεν θα γράψω κατεβατό για τις ιστορίες των προσώπων που συνδέει η ηρωίδα, διότι εκτός των άλλων, θα χάσουν και το ενδιαφέρον της παρακολούθησης από το θεατή μια κι ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία κι εκτίθενται τα γεγονότα, είναι από τα βασικά εντυπωσιακά στοιχεία της σειράς.
Τις ιστορίες χαρακτηρίζει έντονη δραματικότητα, σύντομες σκηνές που εναλλάσσονται μέσα από μια σεναριακή λογική του μοντάζ, κι ο δημιουργός της σειράς ΜΠΕΡΚΟΥΝ ΟΓΙΑ δείχνει όχι μόνο γνώστης της δραματουργίας και των κανόνων του σινεμά αλλά δείχνει απόλυτα ενταγμένος και στη νέα λογική συγγραφής που παρατηρείται ση Δύση , ξεκινώντας από την Αμερική, και το βλέπουμε σε καλές τηλεοπτικές σειρές, όπου πλέον τα όρια μεταξύ σινεμά και τηλεόρασης, τα ΣΥΝΟΡΑ θα έλεγα, έχουν σχεδόν καταργηθεί και το μόνο που κάνει τη διαφορά είναι η λογική των επεισοδίων.
Τα πρόσωπα, αν και ξένα προς τη δική μας κουλτούρα, καταφέρνουν και μας γίνονται τόσο οικεία ώστε να κατανοούμε το δράμα που ζούν, να εισερχόμαστε στην κουλτούρα τους, να καταλαβαίνουμε ότι φαινομενικά μας είναι ξένη αλλά και το ότι οι άνθρωπο είναι άνθρωποι παντού κι όταν ένα σενάριο έχει καταφέρει να φτιάξει ολοκληρωμένους ανθρώπους, τότε σπάνε και τα σύνορα ανάμεσα στις κουλτούρες ως προς την κατανόηση. Από κει κι έπειτα, βέβαια, ακριβώς επειδή τα πρόσωπα είναι ολοκληρωμένα κι αυτά που βιώνουν δίνονται εύληπτα, μας επιτρέπει να καταλαβαίνουμε και το πόσο διαφέρουμε , δεν μας εμποδίζει, ωστόσο, να συμπάσχουμε.
Ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγονται οι νοοτροπίες, μέσα από τα βιώματα των χαρακτήρων, είναι Συγκλονιστικός. Το νιώθεις πάνω σου.
Αν στάθηκα στον τίτλο, στο όνομα του Καρλ Γιουνγκ, του κορυφαίου Ψυχίατρου, είναι επειδή γίνεται από το σενάριο μία χρήση και μία αναφορά, η οποία συμβαίνει επισήμως στο έβδομο επεισόδιο, στο προτελευταίο δηλαδή, αλλά από εκείνη τη στιγμή, αναδρομικά, έχεις αντιληφθεί ότι κρύβει την πεμπτουσία του έργου.
Είναι αυτό που διδάσκουν στις Μεγάλες Σχολές ότι πρέπει να υπάρχει ένα στοιχείο στο σενάριο, μια φράση, μία σκηνή, η οποία να γίνεται κέντρο βάρους πάνω στο οποίο έχει πατήσει ο συγγραφέας για να απλώσει το έργο του, αλλά κι ο σκηνοθέτης ώστε να το έχει σαν πυξίδα και ραντάρ και φυσικά οι ηθοποιοί στο από που θα πιάσουν το ρόλο τους.
Εδώ γίνεται στο έβδομο επεισόδιο, καθώς έχει προχωρήσει η ιστορία, έχουν ξετυλιχτεί οι χαρακτήρες και μένει να γίνει η κορύφωση και να επέλθει η ολοκλήρωση.
Κι η φράση αυτή είναι εκείνο που δίδαξε ο Γιούνγκ ότι ο άνθρωπος στην πρώτη μισή ζωή του αγωνίζεται να επιβάλλει τον εαυτό του και στη δεύτερη μισή προσπαθεί να τον αναγνωρίσει, να το κατανοήσει και να συμφιλιωθεί μαζί του.
Τη φράση αυτή τη λέει σε καθοριστικό σημείο της ιστορίας, ο άνθρωπος που θα πλησιάσει την ταλαιπωρημένη ηρωίδα και μαζί με τις άλλες κινήσεις του, θα της πει κι αυτή τη φράση.
Είναι κάτι ανάλογο με εκείνο στις δικές μας «Αγριες μέλισσες» που ο Εισαγγελέας πλησίασε την Πηνελόπη δωρίζοντας της το βιβλίο της Σιμόν Ντε Μποβουαρ, «Το δεύτερο φύλλο» και πόσο τελικά επέδρασε στη εξέλιξη της ιστορίας , αρχικά της μεταξύ τους, και στη συνέχεια με επιπτώσεις σε όλο τον περίγυρο.
Εδώ, το βιβλίο του Γιουνγκ κι η συγκεκριμένη φράση, δεν επηρεάζει μόνο τη σχέση αυτών των δύο αλλά γίνεται κι ο χάρτης αναφοράς του ίδιου του έργου εφ’ όλης της τουρκικής ύλης. Μια και στο συγκεκριμένο σενάριο, το περιβάλλον είναι ίσως ο κύριος πρωταγωνιστής. Από το σημείο που λέγεται η φράση, αστραπιαία έχουμε φέρει στο μυαλό μας ό,τι έχει προηγηθεί και καταλαβαίνουμε απόλυτα τι σημαίνει και το φινάλε καθώς κι ο τρόπος με τον οποίο κλείνει. Από τη μία για τα πρόσωπα ως κάτι πραγματιστικό, από την άλλη για την ίδια την Τουρκία και την νοοτροπία ως κάτι συμβολικό.
Είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες σειρές που κυκλοφορούν αυτή την περίοδο και σημειωτέον ότι παρά τις έντονες δραματικές καταστάσεις, το δράμα λειτουργεί κατά τη διδασκαλία Αρθουρ Μίλλερ: με τη λογική της απόλαυσης.
Εξαίρετος κινηματογράφος, εύρημα το φινάλε του κάθε επεισοδίου ,κι εκείνα που υπαινίσσεται στα πρώτα με τις συναυλίες του ΦΕΡΝΤΙ ΟΖΜΠΕΓΙΕΝ, του ομοφυλόφιλου τραγουδιστή που χρησιμοποιείται για να επισημάνει έμμεσα χωρίς τίποτε να δηλώνεται με λόγια, το μοντάζ είναι σε προχωρημένα σεναριακά στάδια, η φωτογραφία αποτυπώνει την αίσθηση του κάθε «τοπίου», κυρίως του εσωτερικού τοπίου, είτε μιλάμε για τη «δυτική» Κωνσταντινούπολη είτε για την «ανατολική» επαρχία, κι οι ηθοποιοί είναι αξιοθαύμαστοι. Ολοι!!!! Ξεχωριστή εντύπωση μου έκανε η ηθοποιός που υποδύεται την ψυχοθεραπεύτρια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ο καθένας στο ρόλο του.. επί των επάλξεων