Είναι αυτό που γράφω κατά καιρούς όταν επεξηγώ τα περί μεταφoράς βιβλίου στην οθόνη και ειδικά όταν στη σεναριακή διασκευή ανακατεύεται κι ο σκηνοθέτης, τότε συνήθως ως επίτευγμα η ΜΕΤΑΦΟΡΑ πιστώνεται στο Σενάριο, στη Σεναριακή Διασκευή, κι όχι στη Σκηνοθεσία.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σε τούτη τη γαλλική ταινία με τον Γερμανό σκηνοθέτη ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΜΟΛ που συνυπογράφει με τον ΖΙΛ ΜΑΡΣΑΝ τη σεναριακή μεταφορά του βιβλίου του ΚΟΛΙΝ ΝΙΕΛ. Κι είναι αυτή η οποία κάνει το θεατή να παρακολουθεί μ προσήλωση, είναι δική της κατάκτηση αυτή η προτροπή.
Είναι το σενάριο που αναμειγνύει πολλά πρόσωπα, με αφορμή την εξαφάνιση μιας γυναίκας, μιας ξένης γυναίκας, σε μια ορεινή περιοχή στη διάρκεια χιονόπτωσης και το πως σιγά σιγά εμφανίζονται οι χαρακτήρες της περιοχής κατά την έρευνα της Αστυνομίας, όπου ερεθιζόμαστε από αίνιγμα περί του τι σχέση μπορεί να είχαν με αυτή τη γυναίκα καθώς ξετυλίγονται οι μεταξύ τους προσωπικές σχέσεις οι οποίες είναι διάτρητες.
Είναι τόσο ελεγμένη κι αυτοελεγχόμενη η γραφή ώστε αντί να αποσυντονιζόμαστε καθώς ανακατεύονται πρόσωπα με τις δικές τους ιστορίες, να μην ξεφεύγουμε κι από το αίνιγμα της εξαφάνισης και ης ταυτότητας της γυναίκκς. Με αποτέλεσμα να γίνεται υποδειγματικό κι ως αστυνομικό σενάριο όπου το κύριο σασπένς του έγκειται στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Ενώ συγχρόνως, προβάλει ανάγλυφα και το περιβάλλον στο οποίο διεξάγεται η υπόθεση, οι χώροι των χαρακτήρων που εκτίθενται με κάθε λεπτομέρεια ως χώροι ώστε να ξέρει κι ο σκηνογράφος πως θα στήσει τους χώρους με κανόνες χαρακτήρων και είδους κι όχι…διακοσμητικής.
Και το μοντάζ υπακούει περίτεχνα στο σενάριο το οποίο, όμως, έχει υπαγορέψει τα «κοψίματα» και όλα τα σχετικά μια κι η μεταπήδηση από το ένα πρόσωπο στο άλλο, είναι ακριβώς αυτό που κάνει το σενάριο για να μεταδώσει την αγωνία του αινίγματος.
Ναι, όλοι οι συντελεστές δουλεύουν προς την κατεύθυνση στήριξης του σεναρίου, το οποίο ως τρόπος αφήγησης δεν πρέπει να προδοθεί από τυχόν αυθαίρετες πρωτοβουλίες.
Ο Ντομινίκ Μολ ως σκηνοθέτης της κινηματογραφικής μεταφοράς που συνυπέγραψε, ακολουθεί ακριβώς αυτό τον μπούσουλα και δουλεύει προς αυτή την ανάδειξη.
Από πλευράς χαρακτήρων, εξίσου περίτεχνα τους ξετυλίγει ως να ήταν χαρακτήρες αστυνομικού έργου. Τα μεταξύ τους, η σκιά του καθενός γύρω από την πιθανότητα γνωριμίας με την εξαφανισμένη, το παρελθόν του καθενός, όπως ξετυλίγονται, έχουν ως βάση την αστυνομική λογική μυθιστορηματικού σεναρίου κι όχι ενός ατόφιου ψυχολογικού δράματος, όπου τότε η γραφή θα ήταν εντελώς διαφορετική. Στα πλαίσια της αστυνομικής λογικής κι επειδή , επαναλαμβάνω, υπάρχει εξαιρετικός αυτοέλεγχος και συντονισμός πυξίδας και ραντάρ, που βαδίζω και που βρίσκομαι, τι υλικό δηλαδή έχω στα χέρια μου αλλά και ποια είναι η πλεύση μου, το σενάριο κατορθώνει να γίνεται και βαθύτατα ψυχολογικό ακριβώς επειδή εξυπηρετήθηκε από την αστυνομική, ακυμάτιστη πλεύση του. Το σασπένς δηλαδή έγκειται στην ψυχολογία των χαρακτήρων κι αυτό είναι ένα βασικό στoιχείο ανάδειξης επειδή κρατιέται με συνέπεια ως το τέλος.
Οι υπεύθυνοι της διανομής, του casting δηλαδή, έχουν κάνει θαυμάσια πρόταση και την έχουν αποστείλει στον σκηνοθέτη-διασκευαστή, ο οποίος επιλέγει τελικώς τους ιδανικούς. Δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί γνωστοί στο ευρύ κοινό, είναι όμως ο καθένας στο πόστο του.
Σημειώνω τον ΝΤΕΝΙ ΜΕΝΟΣΕ, που τον ξέρουμε κι από το «Αδοξοι μπάσταρδοι» του Ταραντίνο αλλά βασικά διακρίθηκε με το ρόλο του βίαιου συζύγου, στο «ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ» του Ξαβιέ Λεγκράν, εκεί που είχε πάρει το «Σεζάρ» για το Μοντάζ ο δικός μας Γιώργος Λαμπρινός, και κάνει κι εδώ ένα ρόλο αινιγματικού κτήνους ή μη, μια και προδιαθέτει για κάτι τέτοιο το ταπεραμέντο του που επιβάλλεται και στη φυσική του κατάσταση. Δείχνει πολύ πειθαρχημένος ηθοποιός. Οι αινιγματικοί τόνοι του είναι εξαιρετικοί. Όπως κι η ΛΟΡ ΚΑΛΑΜΥ, που παίζει τη γυναίκα η οποία ζει μαζί του κι είναι αυτή την οποία ξεχώρισαν οι Γάλλοι στα Σεζάρ από το σύνολο της διανομής, για το πως πρόβαλε τη φοβισμένη κι υποψιασμένη ψυχολογία της.
Και φυσικά κι η γνωστότερη όλων ΒΑΛΕΡΙΑ ΜΠΡΟΥΝΙ ΤΕΝΤΕΣΚΙ με όλη την κομψότητα και τον αέρα αλλά και με ένα ρόλο για τον οποίο δεν θα πω τίποτε στην κριτική, τον αφήνω για τους θεατές -Όχι από πλευράς ερμηνείας αλλά από πλευράς ταυτότητας. Το ανάλογο θα κάνω και για τη νεαρή ΝΑΝΤΙΑ ΤΕΡΕΣΚΕΒΙΤΣ, που παίζει το αντικείμενο του πόθου της και ίσως κάτι να σας θυμίζει σε σας που μπορεί να έχετε δει τη γαλλική τηλεοπτική σειρά «Dix pour cent»
Αυτό με το οποίο θα κλείσω είναι πως το έργο κατορθώνει και λειτουργεί κι ως ψυχαγωγική αξία, χάρη σε αυτό το σενάριο και στον τρόπο που είναι γραμμένο αλλά και ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΓΜΕΝΟ.