Είναι ένα ταξίδι στη μαυρόασπρη ατμόσφαιρα και σε μια κινηματογραφική αφήγηση που επηρέασε πολύ το είδος και όσους θέλησαν να ασχοληθούν με αυτό. Κι επειδή είμαι δηλωμένος ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ κι όχι οπαδός της θεωρίας του auteur, μπορώ να δηλώσω επισήμως ότι με ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ κριτήρια το έργο αξίζει στο ακέραιο και φυσικά το πιστώνεται αυτός που το έκανε, με τον οποίο και θ ασχοληθώ, Εργοκεντρικά πάντα, διότι αυτό που κάνει και που φέρει το έργο είναι ένας Υπέροχος Κινηματογράφος.
Η μεγάλη του αξία έγκειται στον τρόπο αφήγησης του, στην ίδια την αφήγηση του. Μια αφήγηση στην οποία σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα κι αξεδιάλυτο μια και παρακολουθούμε την εξέλιξη ενός χαρακτήρα παραλλήλως και πλήρως εναρμονισμένη με την εξέλιξη της ταινίας και της ιστορίας.
Όχι, δεν είναι έργο πλοκής με την κλασική αστυνομική έννοια. Δεν είναι η πλοκή το πρώτιστο, τουλάχιστον από πλευράς αινίγματος, όμως δημιουργείται πλοκή με τον τρόπο που ο χαρακτήρας εξελίσσεται και οδηγείται στην κλιμάκωση και στο τέλος που του έχει προδιαγράψει ο ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΕΛΒΙΛ ο οποίος έχει συνεργάτη στο σενάριο, αποκλειστικά για τους διαλόγους (αλλά κι οι διάλογο συμβάλλουν σε αυτή την εξέλιξη) τον ΩΓΚΥΣΤ ΛΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
Ως λάτρης των ΤΑΙΝΙΩΝ του Μελβιλ, βρίσκω αυτή την ταινία ως ΒΑΣΗ για τις επόμενες σπουδαίες που ακολούθησαν , όμως, κι η ίδια από μόνη της στέκει με τον ίδιο θαυμάσιο τρόπο, κι ας μην έχει τις «δημόσιες σχέσεις» άλλων ταινιών του.
Ο ήρωας ο Μπομπ είναι αυτό που λέει ο τίτλος. Ενας χαρτοπαίκτης. Είναι ένας χαρτοπαίκτης επαγγελματίας, που από την αρχή της ταινίας, τον βλέπουμε «συνομιλητή» του μπάτσου της περιοχής και μια καλή σχέση να τους συνδέει, που δεν είναι σχέση πληροφοριοδότη. Αυτό το εύρημα του μπάτσου βοηθάει πολύ να παρακολουθούμε το ξεκλείδωμα των πτυχών του χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα και να βλέπουμε σιγά σιγά καθως σταδιακά ξετυλίγεται, έναν άνθρωπο της παρανομίας που τον διακατέχουν κάποιες αρχές. Αυτές οι αρχές επίσης χρησιμοποιούνται παρακάτω για την εξέλιξη της ιστορίας του ίδιου του Μπομπ. Και της ταινίας.
Κάθε σκηνή, είναι σαν να ανεβαίνουμε ένα σκαλί που μας πάει την ιστορία σε μια κλιμάκωση ενός σκαλοπατιού παραπάνω από εκεί που βρισκόμασταν στην προηγούμενη σκηνή. Κι αυτό συμβαίνει διαρκώς, καθώς όλα γίνονται μέσα από τις επαφές του χαρτοπαίκτη Μπομπ με τα διάφορα πρόσωπα που τον περιβάλλουν και μπαίνουν στην ιστορία κι όταν πιά θα φτάσουμε στο επίμαχο σημείο, που είναι η απόφαση να ληστέψουν το καζίνο της Ντωβίλ, έχει γίνει με την κλιμάκωση που σας ανέφερα.
Κι αυτό το επίμαχο , μπορεί να μας φανεί, και να ισχύει πως το σημείο αυτό, το κομμάτι αυτό, δεν είναι κάτι ξεχωριστό που να διαφέρει από άλλα έργα με ληστείες, ριφιφί, καζίνο κλπ, το κάνει διαφορετικό ο τρόπος της αφήγησης.
Είναι ένα ταξίδι στο ανεκτίμητο εκείνο μαυρόασπρο σινεμά της απαράμιλλης γοητείας, είναι μια συνεργασία με συνθέτη κι ενορχηστρωτή το Μελβιλ, όπου δουλεύουν στη δημιουργία κλίματος, κλιμάκωσης κι ατμόσφαιρας με αριστοτεχνικό τρόπο, είναι το πως έχει κινηματογραφήσει την «Κάτω Μονμάρτη», την Πιγκάλ, που είναι ο κόσμος της νύχτας, των καμπαρέ, των μπαρ, των χαρτοπαικτικών λεσχών, είναι αυτή η αίσθηση της νύχτας και του ξημερώματος με τη δουλειά που του έχει κάνει στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ο ΑΝΡΙ ΝΤΕΚΕ, είναι η κλιμάκωση των σκηνών, των τόσο επιδέξια γραμμένων, σύντομων, κοφτών κι αφηγηματικών ταυτόχρονα, που τις αναλαμβάνει το «ψαλίδι» της ΜΟΝΙΚ ΜΠΟΝΟ (μητέρας της μεγάλης ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΜΠΟΝΟ, που πήρε το ΟΣΚΑΡ ΜΟΝΤΑΖ για το «Ζ»- και τελικώς βλέπουμε μια ειδικότητα κινηματογραφική να πηγαίνει από τη μάνα στην κόρη, και αυτό να είναι το μοντάζ), όπου η κόρη έχει κληρονομήσει αυτό το ειδικό ταλέντο από τη μάνα και θαυμάζεις τη δουλειά…
Είναι όλη αυτή η διαδικασία εν τέλει που είχε στην αφήγηση του ο Μελβιλ κι έδινε στα αστυνομικά του ένα τελετουργικό χαρακτήρα , κι είναι και το θέμα της κάθαρσης το οποίο λαμβάνει υπόψη και ξέρει να το χρησιμοποιεί και δραματουργικά παρόλο ότι δεν είναι σεναριογράφος μασίφ, δεν φαντάζομαι δηλαδή αυτό το σενάριο όπως κι άλλα του, να το έπαιρνε ένας άλλος σκηνοθέτης , ακόμα κι ένας σουπερ σκηνοθέτης και να μπορούσε να το προχωρήσει. Μοιραία θα το άλλαζε διότι θα σκόνταφτε σε κάποια κενά ή επαναληπτικότητες που όμως για τον ίδιο τον Μελβιλ δεν ισχύουν, διότι το έχει γράψει όλο πάνω στην προσωπική του, σκηνοθετική λογική.
Στην ατμόσφαιρα συμβάλλουν όλοι οι ηθοποιοί, αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής διανομής κι η ανάθεση του κεντρικού ρόλου στον ΡΟΖΕ ΝΤΥΣΑΙΝ , που παίζει ΕΞΟΧΑ τον Μπομπ ήταν και πολύ τολμηρή στην εποχή της διότι με αυτή την ταινία επανήλθε στο σινεμά , ύστερα από χρόνια σιωπής διότι ήταν στη μαυρη λίστα ως συνεργατης της Γκεστάπο… Και παρόλη τη θαυμάσια απόδοση στη θαυμάσια ταινία, επί της ουσίας δεν επανήλθε ποτέ, έκανε ένα ακόμα φιλμ και μετά αποσύρθηκε , πέθανε σε βαθύ γηρας…
Ανακάλυψη του Μελβιλ σε αυτή την ταινία ήταν κι η ΙΖΑΜΠΕΛ ΚΟΡΕΫ, η οποία έπαιξε σε αρκετές ταινίες στη συνέχεια, ο ρόλος της Ανν, της λίγο χαζής αλλά και κάπως πονηρής, της κούμπωσε τέλεια, ενώ θαυμάσιος είναι κι ο ρόλος του Πάολο κι η πατρική σχέση που αναπτύσσεται από τον Μπομπ , και τον παίζει ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΟΣΥ.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ είναι το κερασάκι στην ολοκλήρωση της ατμόσφαιρας. Την υπογράφουν ο ΕΝΤΙ ΜΠΕΡΚΛΕΪ κι ο ΤΖΟ ΜΠΟΥΑΓΙΕ, είναι μουσική γνώσης για ατμόσφαιρα, εκεί που ανταλλάσσουν ιδέες ο σκηνοθέτης με τον συνθέτη, επισήμανση προσοχής.
Μια ταινία παλιά που αξίζει πραγματικά τον κόπο να τη γνωρίσει ο θεατής διότι πρώτον και κύριον, θα την απολαύσει.