Το να κάνεις ψυχαγωγική ταινία δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο νομίζουν ότι είναι εκείνοι που σνομπάρουν, προφανώς από άγνοια.
Ο ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΩΤ , ανεξαρτήτως τι πιστεύουν για αυτόν τα κατά καιρούς θεωρητικά δημοσιεύματα, ξέρει να φτιάξει ψυχαγωγικά φιλμ, αρκεί να έχει συγκεντρωμένο το ανάλογο υλικό. Ανάλογο με το υλικό είναι και το φιλμ που θα φτιάξει. Το οποίο πάντα θα ξεκινά από την εικόνα μια και το σκηνογραφικό είναι το βαθύτερο καλλιτεχνικό του κομμάτι. Οπότε, οπτικά το στοίχημα είναι μονίμως κερδισμένο εκ των προτέρων. Τα υπόλοιπα των θεωρητικών περί Ρίντλεη Σκωτ , αφορούν περισσότερο σε εκείνους που τα γράφουν παρά στις ταινίες καθαυτές..
«Ο ΟΙΚΟΣ GUCCI» έχει όλα τα στοιχεία μιας ταινίας που θα προερχόταν στο πάλαι ποτέ σινεμά από μυθιστορήματα του ΧΑΡΟΛΝΤ ΡΟΜΠΙΝΣ ή του ΣΥΝΤΝΕΥ ΣΕΛΝΤΟΝ. Μυθιστορήματα που είχαν να κάνουν πολύ με τους χώρους του πλούτου και της δόξας κι είχαν εξασφαλισμένες τις προπωλήσεις στο Χόλυγουντ. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «σαπουνόπερα» διότι έχει γίνει κατάχρηση, κι εξ αυτής παρερμηνεία, από τους ημιμαθείς που αρέσκονται στο να υποτιμούν είδη. Και ταινίες, φυσικά. Και δεν ξέρουν πλέον και τι ακριβώς εννοούν με τον όρο.
Ο «ΟΙΚΟΣ GUCCI» κινείται στο χώρο του πλούτου, της λάμψης και της δόξας, στους κόσμους των αυτοκρατόρων της ιταλικής μόδας, ένα όνομα υπαρκτό και διάσημο που κάνει κόσμο και κόσμο και βασικά γυναικόκοσμο να ονειρεύεται να ντυθεί τα ρούχα του ή να κρατήσει τα «αξεσουάρ» του.
Κεντρικός ήρωας στο σενάριο από το βιβλίο της ΣΑΡΑ ΓΚΕΙ ΦΟΡΝΤΕΝ, στο οποίο έβαλε τις βάσεις η πεπειραμένη διασκευάστρια ΜΠΕΚΥ ΤΖΟΝΣΤΟΝ, υποψήφια για Οσκαρ στη διασκευή του «Πρίγκηπα της παλίρροιας» , μαζί με τον ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΠΕΝΤΙΒΕΝΙΑ ο οποίος προφανώς κι έδωσε την ιταλική απόχρωση» που ήταν απαραίτητη, δεν είναι κάποιος από τους Gucci αλλά η «νύφη» τους. Μια κοπέλα προερχόμενη από χαμηλότερα στρώματα, που θα την ερωτευθεί ο διάδοχος αλλά προηγουμένως θα την έχει απορρίψει ο αυτοκράτωρ, ο πατέρας του διαδόχου. Και θα απορρίψει και τον γιό του που θέλει την παρακατιανή. Όμως υπάρχει κι ένας θείος στη μέση, αδελφός του αυτοκράτορα, που θα προσφέρει άπλετο χώρο, για τους δικούς του σκοπούς στους αποδιωγμένους, τα πράγματα θα περιπλακούν, θα ανατινάξουν δομές και ήθη, θα έχουμε κι απιστίες κι απόπειρες φόνου και καταδίκες και προδοσίες ένα σωρό , μεταξύ όλων των εμπλεκομένων..
Όλα αυτά, που μυθιστορηματοποίησε η Σαρα Γκει Φόρντεν, υποτίθεται πως βγαίνουν από γεγονότα διότι, τα χοντρα τουλάχιστον εξ αυτών, έχουν συμβεί με ημερομηνίες, διευθύνσεις κι ονόματα.
Πάνω σε αυτό το ελκυστικό υλικό, ο Ρίντλεη Σκωτ στήνει την ταινία, η οποία είναι ανάλογη εκείνης της προηγούμενης του, το «Όλα τα λεφτά του κόσμου» που κι εκείνη κινείτο στο χώρο του πλούτου και της δύναμης κι είχε κι εκείνη και τον ιταλικό αέρα να της χαρίζει αναπνοές.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει κι εδώ.
Με το μόνιμο συνεργάτη του στη Σκηνογραφική Διεύθυνση, τον ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΞ στήνει τους χώρους και το πλαίσιο κι έρχονται να αναλάβουν δημιουργική δουλειά η ΤΖΑΝΤΥ ΓΕΗΤΣ με τα κοστούμια της κι ο ΝΤΑΡΙΟΥΣ ΒΟΛΣΚΙ με τους φακούς του. Η δουλειά της Τζάντυ Γεητς, παλιά συνεργάτης κι αυτή του Ρίντλεη Σκωτ που το Οσκαρ της καριέρας της το έχει πάρει για τον δικό του «Μονομάχο», είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, διότι κάνει το εξής: Φτιάχνει ρούχα ύφους της ιταλικής μόδας και της γραμμής Gucci, ως ρούχα χαρακτήρων και καθημερινής ζωής, ρούχα που φτιάχνουν ατμόσφαιρα ιταλική αυτού του χώρου. Η ενδυματολογική της δουλειά δεν είναι όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις παρόμοιες ή ανάλογες που θα καθίσουν να ξεπατωθούν για να ξεπατικώσουν ρούχα του Οίκου του Σεναρίου αλλά ρούχα που φτιάχνουν ατμόσφαιρα στο να ζωντανέψουν αυτό το σενάριο που περιστρέφεται γύρω από τον Οίκο Gucci.Αλλωστε, οι σκηνές με «ντεφιλέ» είναι πολύ περιορισμένες στο σενάριο, κι οι λίγες που υπάρχουν είναι σύντομες κι όχι ιδιαιτέρως θεαματικές. Διότι αλλού παίζεται το ενδυματολογικό. Ανέφερα επίσης και τον ΝΤΑΡΙΟΥΣ ΒΟΛΣΚΙ, τον Πολωνό διευθυντή φωτογραφίας που ήταν υποψήφιος φέτος για Οσκαρ στου «Κόσμου τα νέα»..Η χρήση των φακών και κατεπέκταση της κάμερας είναι πραγματικα αριστοτεχνική στο να δώσει στην ταινία οπτικό ενδιαφέρον και στυλ αλλά με τις λήψεις του βοηθά και την κορυφαία μοντέζ, την ΚΛΑΙΡ ΣΙΜΣΟΝ, που είχε πάρει ΟΣΚΑΡ για το «PLATOON» να του φτιάξει «αγγέλους». Κι οι «άγγελοι» σε αυτές τις περιπτώσεις τι είναι; …Μια θελκτική ταινία.Με το Μοντάζ και τη Φωτογραφία να ρυθμίζουν την κίνηση…
Δεν είναι έργο βάθους, είναι έργο επιφάνειας κι ευχαρίστησης.
Αυτά όλα φαίνονται πολύ στην ηθοποιία. Η οποία έρχεται να εξυπηρετήσει επιφάνειες. Στις επιφάνειες, ο καλός ηθοποιός θα ανασύρει και στοιχεία του χαρακτήρα μέχρι εκεί που του επιτρέπεται από το σενάριο. Εχει εξαιρετικούς ηθοποιούς στους βοηθητικούς ρόλους. Ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ κάνει τις μανιέρες του αλλά με εκείνο τον τρόπο που τις έκανε στον «Ιρλανδό» του Σκορσέζε κι όχι στα πολλά φτηνιάρικα φιλμ που έχει χρεωθεί τα τελευταία αρκετά χρόνια. Τις κάνει τις μανιέρες με τέτοιο τρόπο ώστε η μανιέρα να γίνεται ταυτόσημη έννοια με τη δεξιοτεχνία- κι είναι δεξιοτεχνία ΕΔΩ. Ο ΤΖΕΡΕΜΥ ΑΪΡΟΝΣ είναι άψογος ως Τζερεμυ Αϊρονς, αλλά και λιγότερο «Ιταλός» (και θα εξηγήσω παρακάτω) από τους υπόλοιπους. Η ΣΑΛΜΑ ΧΑΓΙΕΚ είναι μια απολαυστική «μάγισσα» από αυτές που κατακλύζουν τα περιφερειακά τηλεοπτικά κανάλια της Ιταλίας , το κάνει θαυμάσια το μέρος της-και το μερτικό της στην ιστορία.
Ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ είναι εδώ ο συμπρωταγωνιστής της Λαίδη Γκάγκα κι άξιος για μια ακόμα φορά στην κινηματογραφικότητα του, στην «αφαίρεση» του, στο πως χειρίζεται τον «Ιταλό» του, συν το γεγονός ότι η ενδυματολόγος τον έχει περιποιηθεί ξεχωριστά ως Gucci. Όμως το κέντρο βάρους της ιστορίας είναι πάνω στη Γυναίκα. Εκείνη κινεί δραματουργικά τα νήματα της ιστορίας. Οπότε, σε αυτή την περίπτωση, ο ρόλος του Ντράιβερ έρχεται κάπως «θυσιασμένος», όμως ο ίδιος τον μετατρέπει σε εφάμιλλο έστω και παρτενέρ κι αυτό είναι ένας χώρος που του αφήνει επισήμως ο Ρίντλευ Σκωτ.
Κι ερχόμαστε στη Γυναίκα, στη ΛΑΙΔΗ ΓΚΑΓΚΑ, η οποία επισημοποιεί εδώ το «Ηθοποιός» της. Με το ότι δεν υπάρχει τραγουδιστικό δεκανίκι» είναι απολύτως εκτεθειμένη ως ηθοποιός και μόνο ως ηθοποιός, κάτι που κατά κόρον συνέβαινε μόνο στη Σερ, η οποία στην κινηματογραφική της καριέρα δεν κατέφυγε σε πατερίτσες τραγουδίστριας, δεν έλεγε ούτε καν τραγούδι στους τίτλους. Μόνο σε μια επιστροφή της, σε εκείνο με την Αγκιλέιρα τραγούδησε ένα νούμερο καμπαρέ.. Κι εδώ λοιπόν η Λαίδη Γκαγκα έρχεται χωρίς τραγουδιστική βοήθεια, εκτεθειμένη δυναμικά και βγάζει έναν απόλυτο δυναμισμό πάνω στο ρόλο της.
Κι ο ηθοποιός που μας απομένει είναι ο έτερος των τραγουδιστών, ο ΤΖΑΡΕΝΤ ΛΕΤΟ, που περιλαμβάνεται στην ολιγοπρόσωπη ομάδα του Φρανκ Σινάτρα, της Σίρλευ Τζόουνς και της Σερ, που ως τραγουδιστές έχουν κερδίσει Οσκαρ ηθοποιίας χωρίς τραγούδι ούτε στο ρόλο ούτε στο φιλμ.
Ο Τζάρεντ Λέτο είναι η περίεργη περίπτωση της ταινίας. Γι αυτό κι από τους ηθοποιούς τον άφησα τελευταίο.
Καταρχάς, στο τελευταίο 20λεπτο ήταν που αναρωτήθηκα «μα που είναι ο Τζάρεντ Λέτο»; Πότε δηλαδή εμφανίζεται και λένε όλοι για αυτόν;.. Κι επειδή το σενάριο δεν μου έδινε περιθώρια αναμονής , τότε άστραψε στο μυαλό μου: Ότι ο Τζάρεντ Λέτο ήταν τελικά εκείνος. Ποιός «εκείνος;» Εκείνος που ξεπέρναγε κάθε όριο «ιταλισμού» και «καρικατουροποίησης». Ενας αγνώριστος, ένας κωμικός τύπος, παχύς, με αραιά μαλλιά, χαζοπρεπής, ναι, ο γιός του Αλ Πατσίνο.
Όταν όμως το συνειδητοποίησα αυτό, όλο μου γύρισε ανάποδα. Ο,τι είχα δει ως «αρνητικό» σε εκείνον τον τύπο τον Ιταλό ηθοποιό που κάτι μου θύμιζε και δεν γνώρισα, μου άλλαξε 180 μοίρες… Ω, ναι.. Ηταν σκηνοθεσία όλο αυτό, σκηνοθετική επιλογή, ανατροπή και άποψη πάνω στην ερμηνευτική καρικατούρα, μια απόλυτη μεταμόρφωση που δεν είχε να κάνει μόνο με το Μακιγιάζ (παρόλο ότι το ΜΑΚΙΓΙΑΖ συνέβαλε τα μέγιστα) έδειχνε και μία γκάμα του Τζάρεντ Λέτο, έστω κι απολύτως «ενοχλητική» αφού είναι ξεκάθαρο πως επρόκειτο για σκηνοθετική οδηγία.
Κλείνοντας θέλω να αναφερθώ και πάλι στη «ΣΥΜΒΑΣΗ» και σε αυτό που είχα γράψει περί «Αγγλικών» τότε με τον «Ανθρωπο του Θεού». Παρακολουθείστε σε αυτή την ταινία, τη σύμβαση των αγγλικών πως την έχει ως γραμμή σκηνοθετική σε όλες τις ερμηνείες ο Ρίντλεη Σκωτ. Ολους τους ηθοποιούς τους έχει βάλει να παίζουν τα αγγλικά με ιταλικό αξάν, με ιταλική προφορά, ιταλική απόδοση. Ανάλογα τους έχει κινήσει και στη γενικότερη ερμηνεία τους , όλοι βάζουν μια ιταλική «μενταλιτέ», μια διακριτικότατη (οφείλω να ομολογήσω) χρήση των χειρονομιών και μέσα σε αυτά είναι κι η σύμβαση της γλώσσας. Από τη στιγμή που θα γυριζόταν στη γλώσσα παραγωγής κι όχι στη γλώσσα των χαρακτήρων, ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΙΛΗΘΟΥΝ ΜΕ ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ. Από μη Ιταλούς ηθοποιούς, από Αγγλόφωνους…Κι εκεί που θα ντουμπλαριστεί, στις χώρες που θα ντουμπλαριστεί, πάλι η γλώσσα της χώρας ντουμπλαρίσματος θα έχει κάτι από ιταλική απόχρωση διότι είναι μέρος της Σκηνοθεσίας.