Ναι, πολλοί λένε, και δεν θα εναντιωθώ σε αυτό, ότι εδώ και χρόνια της Ιταλίας της έχουν λείψει οι auteur. Αλήθεια είναι. Με τον τρόπο που το εννοούν. Το σινεμά στην Ιταλία είναι αλλού προσανατολισμένο, βρίσκεται σε μια περίεργη συνύπαρξη με την τηλεόραση, κι αυτό έχει αλλάξει τον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.
Ο ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ είναι ένας από τους εναπομείναντες, από εκείνους που εκπροσωπούν την κλασική ιταλική κινηματογραφική δημιουργία ή αν θέλετε, εκείνος που κρατάει σταθερά τη σκυτάλη που παρέλαβε από τους προκατόχους των προκατόχων. Οι ταινίες του έχουν ΡΙΖΕΣ βαθιές στην ιταλική κινηματογραφική παράδοση κι υπενθυμίζουν τι σημαίνει Παράδοση. Μπορεί κάποιοι επιπολαίως να τον ψέξουν από ευκολία δική τους για Φελίνι κλπ (διότι τον Φραντσέσκο Ρόζι -όταν ο Σορεντινο έκανε το «Il divo»- δεν τον ξέρουν) αλλά αλίμονο αν δεν ήταν μεγάλες κινηματογραφικές σχολές, μεγάλες παραδόσεις, μεγάλοι πολιτισμοί. Ακριβώς αυτές οι μεγάλες ταινίες κι οι μεγάλοι σκηνοθέτες, είτε auters είτε εργοκεντρικοί, είναι για να πατούν πάνω τους και να εξελίσσουν οι μεταγενέστεροι. Να φτιάχνουν πρότυπα κι οι επόμενοι να δουλεύουν πάνω σε αυτά, να λένε το δικό τους λόγο, να πηγαίνουν τον πολιτισμό παρακάτω.
Το »ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» είναι μια πολύ προσωπική ταινία του Σορεντίνο, είναι η πρώτη που κάνει στη γενέτειρα του τη Νάπολη, μετά το προ 20ετίας εκεί ντεμπούτο του κι είναι μια αναπόληση δικών του στιγμών, δικής του εφηβείας, δικής του εμβάπτισης στη ζωή, δικής του ποιητικής έμπνευσης η εξιστόρηση.
Την προσωπική του Νάπολη συνθέτει, με ένα τρόπο που σε πολλούς μπορεί να θυμίζει το «Αμαρκορντ» του Φελίνι, μόνο που ο καθαυτός κινηματογραφικός τρόπος είναι όχι μόνο διαφορετικός αλλά έχει και σεναριακό εύρημα, οπότε το έργο να καθίσταται διαφορετικό, να αποκτά δική του υπόσταση και να φέρνει και μέσω της Τέχνης μια πληροφορία περί του τι σήμαινε το όνομα «Μαραντόνα» για τη Νάπολη και τους Ναπολιτάνους. Όταν πήγε να παίξει εκεί στην τοπική ομάδα και την μετέβαλε σε ποδοσφαιρική δύναμη, μεγάλη και τρανή.
Ο Μαραντόνα, είναι αληθινό σεναριακό εύρημα, ανεξαρτήτως του αν επηρέασε στην προσωπική του ζωή τον Σορεντινο. Στην Τέχνη δεν μας αφορούν αυτά, πόσο μάλλον στην Εργοκεντρική εξέταση της. Εκείνο που μας αφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται, κι εδώ βλέπουμε πως με την παρουσία «Μαραντόνα» απομακρύνεται πλήρως από το «Αμαρκορντ» ή κι από το «Σινεμά ο Παράδεισος» και το γκροτέσκο των εφηβικών ανησυχιών, ευαισθησιών κι αναμνήσεων, αυτό το ιταλικό «γκροτέσκο» του Φελίνι και της Λίνα Βερτμύλερ, δίνεται εδώ με ένα πολύ ραφινάτο τρόπο, σαν κωμικό βίωμα με μελαγχολικές συνθήκες. Ο Μαραντόνα είναι εύρημα διότι το σενάριο που το έχει γράψει ο ίδιος ο Σορεντίνο, τον μεταβάλει σε προσωπικό σύμβολο έμπνευσης και ζωής, με εκείνο «ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» που έκανε τον Άσσο της Αργεντινής Παγκόσμια συμβολική Δύναμη του ¨Ποδοσφαίρου. Κι ένας πιτσιρικάς Ναπολιτάνος, εμπνέεται από αυτόν, την ίδια ωρα που εμπνέεται από τον ίδιο ολόκληρη η Νάπολη.
Ο Σορεντίνο μας βάζει το ξεκίνημα της ταινίας στην ατμόσφαιρα ενός «παράταιρου» ή παράξενου φιλμ που θα παρακολουθήσουμε. Με τη γυναίκα , το μυστηριώδη πνευματικό- μεγιστάνα, τον νεαρό καλόγερο, τη στάση του λεωφορείου που εκεί μας καλωσορίζει το γκροτέσκο του, την επίσκεψη στο σπίτι, τις προσευχές, τα μετέπειτα, την οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας αυτής όταν επιστρέφει στην οικία της, την αντιμετώπιση, τη σύνδεση τελικά του πιτσιρικά με την ιστορία, της οποίας είναι ο κεντρικός ήρωας.
Από κει και πέρα αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, να γνωρίζουμε το περιβάλλον του πιτσιρικά, χαρακτήρες διογκωμένοι στην παράδοση του ιταλικού γκροτέσκο αλλά με πόση διακριτικότητα κι άλλη τόση οικονομία, και καθώς ξετυλίγονται αυτά, κι ερχόμαστε σε επαφή με τον περίγυρο του, ξεπροβάλει κι ο Μαραντόνα, σαν ένα άπιαστο όνειρο στην αρχή, του στυλ «πως είναι δυνατό να καταλήξει στη Νάπολη αυτός ο σταρ, αυτός ο Θεός, ποιος θα τα πληρώσει αυτά τα χρήματα.
Ο τρόπος με τον οποίο δίνονται οι σκηνές του τελικού ερχομού του Μαραντόνα, που δεν δείχνουν άμεσα τον ίδιο αλλά τη Νάπολη, και τους Ναπολιτάνους του περιβάλλοντος του ήρωα, είναι μοναδικά σκηνοθετημένες, μοναδικά στημένες.
Το άλλο μοναδικό στοιχείο της ταινίας είναι οι σκηνές μεταξύ των χαρακτήρων του έργου που επί της ουσίας μπορεί να μη λένε τίποτα, να μη συμβαίνει τίποτα. Εκεί έχουμε μια σύνθεση, με σαφέστατη σεναριακή βάση, που καταλήγει στο να δημιουργεί αυτό το κλίμα της ανάμνησης περισσότερο και λιγότερο της νοσταλγίας.
Και φυσικά μπαίνουν και τα κινηματογραφικά στη μέση, γίνεται αναφορά και στο Φελίνι, με υποδειγματικά έντιμο τρόπο κι εκεί καταλαβαίνουμε τι σημαίνει επιρροή κουλτούρας..
Και πως όλο αυτό οδηγεί στο ψυχανέμισμα…Σε κάτι που έχει ρίζες και καταγωγή αλλά κι ολότελα δική του ταυτότητα.
Πολυτιμότερος συνεργάτης του Σορεντίνο, για να βγει αυτή η ταινία έτσι όπως βγήκε, να δώσει αυτή την αίσθηση αναμνήσεων, γοητείας αλλά όχι και νοσταλγίας με την φθαρμένη έννοα, είναι η Διευθύντρια Φωτογραφίας, η ΝΤΑΡΙΑ ΝΤ’ ΑΝΤΟΝΙΟ, η οποία έχει φωτίσει και φιλμάρει το βλέμμα Σορεντίνο, με δική της αίσθηση ναπολιτάνικης ματιάς, με εναλλαγές απαλών φωτισμών αλλά και σκούρων, όπου ακόμα κι όταν οι καταστάσεις για τον ήρωα και για τα συμβαίνοντα σκληραίνουν, το σκούρο που διαχέεται είναι υπέροχα φωτισμένο, σαν να υπονομεύεται από φως. Με καταπληκτικές χρωματικές εισηγήσεις από το Τμήμα Σκηνογραφίας αλλά εδώ είναι ολοφάνερο ότι το σκηνοθέτης για το όραμα του έχει βγάλει μπροστά τη Φωτογράφο.
Οι Ηθοποιοί είναι ένα χάρμα συνόλου να τους βλέπεις, είναι ένα χάρμα διανομής αλλά και σκηνοθετικού χειρισμού αυτής της διανομής, και τα σύνολα, και τα σπίτια και τα τραπεζώματα, ντύνονται και μακιγιάρονται υπέροχα προκειμένου να φανούν αυτές οι φυσιογνωμίες ενός απαλού υποκριτικού γκροτέσκο , όπως είπα και πιο πάνω.
Ο πιτσιρικάς, ο ΦΙΛΙΠΟ ΣΚΟΤΙ, που πήρε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στη Βενετία, το «premio Mastroianni» όπως το έχουν ονομάσει προς τιμήν του αείμνηστου, είναι απόλυτα συνταιριασμένος με τον Φαμπιέτο της ιστορίας. Και βέβαια έχω πολλούς να ξεχωρίσω αλλά για να μην αραδιάζω πάλι ονόματα, τον ΤΟΝΙ ΣΕΡΒΙΛΟ με την ΤΕΡΕΖΑ ΣΑΠΟΝΑΝΤΖΕΛΟ που παίζουν τους γονείς, ή την ΛΟΥΙΖΑ ΡΑΝΙΕΡΙ που κάνει τη θεία η οποία καταλήγει στο Ιδρυμα ή τον ΡΕΝΑΤΟ ΚΑΡΠΕΝΤΙΕΡΙ, που παίζει το θείο Αλφρέντο τον κομμουιστή (όπως κομμουνιστής είναι ΄άλλωστε κι ο πατέρας..) δεν μπορώ να μην….Οσο για τις φυσιογνωμίες , που περιβάλλουν , οι οποίες στηρίζονται από ηθοποιούς και τους φαίνεται διότι για τον καθένα, κι ειδικότερα για την ΚΑΘΕ ΜΙΑ, κάτι υπάρχει…τι να πω..Ολο αυτό είναι ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ και σε αυτήν πιστώνεται