Θα ζητούσα να μου επιτραπεί να εξηγήσω προσωπικά τι είναι αυτό που με ενθουσίασε σε αυτή την ταινία και με βοήθησε να μπω και στην υπόθεση και σε όλα τα άλλα.
Με το ρυθμό ξεκίνησε, με τον τρόπο που μας έβαζε στην ιστορία, στους χαρακτήρες, στα πρόσωπα, στη γειτονιά, όπου χωρίς να το συνειδητοποιούμε ήταν όλα αυτά σύντομες σκηνές, που έφτιαχναν κίνηση και ροή, από το σενάριο προς το μοντάζ και με επιστροφή.
Αυτό μας έβαλε πιο εύκολα στην κατάσταση της οικογένειας των Αφρο - Αμερικάνων της γειτονιάς, και ξαφνικά δεν ήταν ένα οικογενειακό με Αφρο- Αμερικάνους , από εκείνα πού γίνονται και λίγο της ρουτίνας και της κατανάλωσης και δεν αφορούν στο εκτός περιβάλλοντος κοινό, όπως επίσης με αυτή τη ροή κι αυτό το ρυθμό, δεν βρισκόμασταν ενώπιον μιας ακόμα αθλητικής ταινίας που ναι μεν οι περισσότερες εξ αυτών έχουν καλό μοντάζ ,ώστε να γίνονται συναρπαστικά στην οθόνη τα αθλήματα, αλλά γίνονται πολλές φορές με τους όρους του αθλήματος-σε αρκετές περιπτώσεις- κι αφήνουν τους μη ενασχολούμενους, αδιάφορους.
Εδώ ήταν η ροή που μας πήγαινε με τις εντολές του σεναρίου, αυτή μας σύστηνε λίγο λίγο τον κεντρικό ήρωα, τον Ρίτσαρντ Γουίλιαμς, τη σχέση του με τη γειτονιά , τη σχέση του με την οικογένεια, τη σχέση του με τι δύο κόρες που θέλει να τις κάνει τενίστριες, τη σχέση του με τη σύζυγο η οποία είναι σταθερά δίπλα αλλά ασκεί κι έλεγχο με τους όρους της, κι η σχέση του με το άθλημα. Η σχέση του ήρωα παράλληλα και με τα κοινωνικά δεδομένα πού αφορούν είτε στο άθλημα είτε στη ζωή στη γειτονιά και πάνω από όλα με το φυλετικό ζήτημα. Το οποίος επίσης αυτό το μοντάζ δια της σεναριακής υπαγόρευσης το χειρίζεται εξίσου επιδέξια διότι προλαβαίνει πάντοτε να το κρατάει στο σημείο ελέγχου: Να μην ξεφύγει από τον τόνο στον οποίο βρίσκεται, κι αυτός ο τόνος έχει να κάνει με τη ροή κι είναι ένας τόνος χαλαρότητας ή και ιλαρότητας κι όχι ένας τόνος κοινωνικής διαμαρτυρίας. Υπάρχει το στοιχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας από το σενάριο κι η μοντέζ -ΓΥΝΑΙΚΑ είναι, η ΠΑΜΕΛΑ ΜΑΡΤΙΝ, το φρενάρει ως το σημείο που θα δώσει την πληροφορία αλλά δεν θα αλλοιωθεί ο τόνος. Παράδειγμα η σκηνή με την υπόθεση Ρόντνεϋ Κινγκ , που έδωσε αφορμή για οχλαγωγίες τότε (1991) στο Λος Αντζελες με την σωματική βία εις βάρος άοπλου Αφρο-Αμερικάνου από λευκούς αστυνομικούς. Περισσότερο το χρησιμοποιεί για να δηλώσει εποχή και περίοδο άρα και νοοτροπία…
Το ίδιο πράγμα γίνεται και σε σχέση με τους ηθοποιούς. Η ροή του Μοντάζ το έχει κτίσει έτσι ώστε τα πλάνα που τράβηξε ο σκηνοθέτης ΡΕΪΝΑΛΝΤΟ ΜΑΡΚΟΥΣ ΓΚΡΗΝ με βάση το σενάριο του ΖΑΚ ΜΠΕΫΛΙΝ το οποίο είναι σαφώς γραμμένο με λογική μοντάζ να προβάλει το ξετύλιγμα των ηθοποιών, ανάλογα με τους ρόλους φυσικά. Τα πλάνα του ΓΟΥΙΛ ΣΜΙΘ είναι κτισμένα έτσι ώστε το μοντάζ να τα οδηγήσει στην απόλυτη σύνθεση και τον ηθοποιό στην προβαλλόμενη αξιοποίηση του, προβολή λιτότητας κι αφαιρετικής εκφραστικότητας, το ίδιο και την θαυμάσια ηθοποιό που παίζει την σύζυγο, την ΑΟΥΝΖΕΝΟΥ ΕΛΙΣ, στην οποία οι σκηνές είναι γραμμένες για εσωτερική κλιμάκωση, και το «δέσιμο» τους ,κάνει τον χαρακτήρα πιο «ξεκάθαρο» στα μάτια των θεατών- ο σεναριακόςς λόγος έχει υπογραμμιστεί με τον καλύτερο τρόπο.
Και βέβαια, όταν φτάνουμε στην αποθέωση, ναι εκεί υπάρχει μεγάλη σκηνή, μεγάλη σεκάνς η οποία είναι το μεγάλης διάρκειας φινάλε της ταινίας. Είναι ο καθοριστικός αγώνας του τένις, είναι αυτή η σκηνή για την οποία βλέπαμε μέχρι εκείνη την ώρα την ταινία και πρέπει πλέον με ένα τρόπο, να μας το αποθεώσει. Το μοντάζ ανέλαβε τη σύνθεση, ο σκηνοθέτης φρόντισε με τους βοηθούς του να μαζέψουν τα άπειρα πλάνα εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου και πάγκων και κερκίδων κλπ και συγχρόνως το σενάριο είχε υπαγορέψει τις τελευταίες ψυχολογικές εκφράσεις -αντιδράσεις όλων των εμπλεκομένων στο έργο που κατέληγαν να παρευρίσκονται στη μεγάλη αποθεωτική σκηνή του αγώνα.
Είναι μια ταινία, στην οποία ο «ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ» ως συλλογική Τέχνη, έχει να πει πολλά.