Ας σημειωθεί ότι πάνω σε αυτό το περιστατικό έχει ξαναγίνει έργο, και μάλιστα γραμμένο από τον κεντρικό ήρωα του εδώ σεναρίου, τον Γιούιν Μόνταγκιου, αυτόν που υποδύεται ο ΚΟΛΙΝ ΦΕΡΘ. Ο Μόνταγκιου είχε υπηρετήσει στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εμπλακεί προφανώς και με τις Μυστικές Υπηρεσίες κι είχε γράψει τα εμπειρίες του που έγιναν ταινία το 1956 από τον ΡΟΝΑΛΝΤ ΝΗΜ με τον ΚΛΙΦΤΟΝ ΓΟΥΕΜΠ και την ΓΚΛΟΡΙΑ ΓΚΡΑΧΑΜ: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ» (The man who never was)
Το αν οι εμπειρίες του Μόνταγκιου είναι κι αυτές αληθινές όπως περιγράφονται ή προϊον μυθοπλασίας πάνω σε κάτι στο οποίο αναμείχθηκε, είναι κάτι που δεν διευκρινίστηκε 100 ο/ο και στην τελική δεν μας αφορά διότι εδώ είναι Σινεμά κι όχι Ιστορία κι αυτό που εξετάζουμε είναι τους κανόνες της Μυθοπλασίας.
Πάντως το τωρινό σενάριο, βασίζεται σε βιβλίο άλλου συγγραφέα, του ΜΠΕΝ ΜΑΚΙΝΤΑΫΡ, ο οποίος ειδικεύεται στα κατασκοπικά, και το έχει μετατρέψει σε κινηματογραφικό σενάριο η ΜΙΣΕΛ ΑΣΦΟΡΝΤ, επαγγελματίας σεναρίστα -διασκευάστρια.
Είναι λοιπόν πολύ ιντριγκαδόρικο το όλο σχέδιο, το πως οι Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες ,για να παραπλανήσουν τους Γερμανούς σχετικά με το που θα κάνουν απόβαση οι Σύμμαχοι, κατασκεύασαν μια ολόκληρη ιστορία, έγραψαν ένα σενάριο κανονικό, με ήρωα κεντρικό, με γυναίκα παρτενέρ και γύρω τους κατασκευασμένες ιστορίες ώστε να το κάνουν αληθοφανές και να οδηγήσουν στην πλάνη τους Γερμανούς, όπως και συνέβη..
Είναι ιντριγκαδόρικο, είναι συναρπαστικό αλλά σεναριακά του λείπει και κάτι ώστε να πείσει 100 ο/ο. Στη λέξη «πείθω» , το ζητούμενο δεν είναι αν έγιναν έτσι τα πράγματα όπως τα δείχνει η ταινία. Διότι η ζωή γράφει πολύ πιο «εξτρήμ» σενάρια από την πένα και τουπιό προικισμένου σεναριογράφου ή συγγραφέα. Το ζητούμενο είναι να σε παρασύρει στη δίνη ότι έχουν γίνει έτσι τα πράγματα.
Το συγκεκριμένο φιλμ σε παρασύρει μόνο ως προς την πρώτη κι ως προς την τρίτη πράξη. Στην πρώτη, στη ΔΕΣΗ, εξιτάρει τρομερά η σύλληψη του θέματος κι αυτού που ετοιμάζεται, στην τρίτη είναι συναρπαστική η ΛΥΣΗ (δραματουργικά εννοώ), στην δεύτερη, στη ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ δηλαδή, έχουμε πρόβλημα. Εκεί γίνονται όλα επίπεδα κι εκεί είναι που μπαίνουν κι οι σκέψεις περί του μήπως είναι υπερβολικά α όλα αυτά, ότι και καλά οι Σύμμαχοι δεν είχαν άλλη δουλειά από τα να καθίσουν να γράψουν ένα ολόκληρο έργο και να πείσουν για τον ανύπαρκτο ήρωα τους Γερμανούς λες κι οι τελευταίοι ήταν κάποιοι χαζοί και μωροπίστευτοι. Αυτό οφείλεται στο ότι είναι τόσο επίπεδο αυτό το κομμάτι ώστε ο θεατής να χαλαρώνει και να αρχίζει να κάνει αυτές τις σκέψεις. Εκεί δείχνει ότι κάτι χάνεται…
Σε αυτό φταίει κι η σκηνοθεσία του ΤΖΩΝ ΜΑΝΤΕΝ , η οποία δεν το έχει στο να κάνει πιο συναρπαστική την αφήγηση αν το σενάριο δεν της δίνει όλα τα υλικά. Είναι σκηνοθεσία επίπεδη. Της λείπει εκείνο το εσωτερικό στοιχείο που , ο σκηνοθέτης διεισδύει ή σε είδος ή σε χαρακτήρες κι αρχίζει να κεντάει. Μην μπερδεύουμε, μη συγχέουμε δηλαδή, τη σκηνοθεσία με την παραγωγή, ναι βεβαίως κι ο σκηνοθέτης έχει και σε αυτά τοποθέτηση, στη φωτογραφία, στη σκηνογραφική διεύθυνση κλπ , δεν μιλώ, όμως, για αυτό το κομμάτι της, το οποίο μπορούν να το επιμεληθούν κι οι συνεργάτες. Κι η ταινία, ως παραγωγή, τα στοιχεία της τα έχει. Βέβαια, και στο αισθητικό γίνονται κάποιες (αν και δεν θα έπρεπε) συγκρίσεις με το «Η πιο σκοτεινή ώρα» κι εκεί βλέπουμε κάποιες διαφορές στην ατμοσφαιρική φωτογραφία ή στην αναπαραστατική σκηνογραφία.. αλλά δεν θα σταθούμε εδώ. Διότι είπαμε, η ταινία ως παραγωγή, έχει καλά στάνταρντ.
Ο Τζων Μάντεν το περί είδους σκηνοθετικό δεν το έχει με βάση τα δείγματα της ως τώρα δουλειάς του . Ο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» ήταν η εξαίρεση αλλά εκεί το σενάριο του Τομ Στόπαρντ και του Μαρκ Νόρμαν καθοδηγούσε τα πάντα, υπαγόρευε και ρυθμό. Όμως με τους ηθοποιούς τα πάει καλά. Εχει μια θαυμάσια διανομή στη διάθεση του, με επικεφαλής τον ΚΟΛΙΝ ΦΕΡΘ αλλά και τον ΜΑΘΙΟΥ ΜΑΚΦΕΫΝΤΙΕΝ , την θαυμάσια καρατερίστα ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΓΟΥΙΛΤΟΝ, και τον ΤΖΕΙΣΟΝ ΑΪΖΑΑΚΣ,, έχει και δυο ηθοποιούς , από αυτούς τους «άγνωστους» που θαύμασα κι εξύμνησα στο «ΚΟΥΣΤΟΥΜΙ» , τον ΣΑΪΜΟΝ ΡΑΣΕΛ ΜΠΙΛ που παίζει τον Τσώρτσιλ (διαφορετικό από του Τζων Λιθγκόου στο «Στέμμα» ή τον μνημειώδη του Γκάρυ Ολντμαν στην «Πιο σκοτεινή ώρα» και δεν κάνει να τους συγκρίνουμε, είναι λάθος, διότι ο ηθοποιός καλείται με βάση το ιστορικό πρόσωπο του εκάστοτε σεναρίου κι όχι με βάση την ιδια την Ιστορία-αυτό να το ξέρουν οι θεατές για την εν γένει καλλιέργεια τους) , και τον ΤΖΟΝΥ ΦΛΥΝ στο ρόλο του Ιαν Φλέμινγκ. Ναι, του συγγραφέα του Τζέημς Μποντ. Ο ρόλος αυτός, όμως, επισημοποιεί, τις αδυναμίες της «σύγκρουσης» στο σενάριο , που αφορά σε όλους τους χαρακτήρες, στην ανάπτυξη τους. Κι ενώ έχουμε μια θαυμάσια διανομή, δεν έχουμε τις ανάλογα μεγάλες ερμηνείες διότι οι ρόλοι έχουν ένα σεναριακό περιορισμό. Ισως, η μόνη εξαίρεση να είναι η ΚΕΛΥ ΜΑΚΝΤΟΝΑΛΝΤ , που παίζει την «κατασκευασμένη» Τζην, είναι ο πιο ενδιαφέρον ρόλος , ίσως να οφείλεται στο ότι ο σεναριακός διασκευαστής είναι γυναίκα κι είδε κάτι σε αυτό τον χαρακτήρα που την ενέπνευσε..Ισως….
Από όλα τα επί μέρους επιτεύγματα της φροντισμένης παραγωγής, στάθηκα παραπάνω στη μουσική του ΤΟΜΑΣ ΝΙΟΥΜΑΝ, στην κινηματογραφικότητα της, στις εμπνευσμένες ορχηστρικές ιδέες της. Θα το συνιστούσα σε θεατές, έτσι όπως θα παρακολουθούν το έργο, ας έχουν λίγο και την προσοχή τους σε αυτό που κάνει ο Νιούμαν. Οσο μπορούν..