Διότι έτσι τη μάθαμε στην Ελλάδα και μόνο όταν τη λέω «Λολομπριγκίτα» κι όχι «Λολομπρίντζιντα» ευαισθητοποιείται ακόμα κι ο ουρανίσκος μου. Διότι όλο αυτό γίνεται και είναι βιωματικό. Αλλωστε κι οι Ιταλοί τη δικια μας Μερκούρη την τονίζουν..Μέρκουρι. Στην προπαραλήγουσα
Όμως πάνω από όλα κι αυτό μένει, είναι η ΤΖΙΝΑ!!!!!!!!!!!!!
Κι η Τζίνα μας έφυγε. Στα 95 της πλήρης ημερών. Εζησε καλά. Ηταν χαρισματική κι είχε κι ένα ένστικτο
Την Τζίνα λοιπόν αξιώθηκα και τη γνώρισα. Στη Ρώμη. Είχε αποσυρθεί από το σινεμά πολλά χρόνια κι ασχολείτο πιά με τις εικαστικές Τέχνες. Μιλήσαμε αρκετά. Με προσκάλεσε και στην Εκθεση της. Μια έκθεση με γλυπτά, σε ένα χώρο που είχε φτιάξει στην κατοικία της , στη Via Appia.
Και μου μίλησε για αυτό το συγκεκριμένο. Ότι τα Εικαστικά ήταν το μεράκι της ζωής της, με αυτό ήθελε να ασχοληθεί, κυρίως με τη Ζωγραφική αλλά καθοδόν την ενδιάφερε κι η γλυπτική. Κι ότι κάποια στιγμή ανακάλυψε και τη Φωτογραφία. Κι από αυτήν θα ξεκινήσει όταν κάποια ώρα αφήνει το σινεμά ύστερα από χόρταση.
Το σινεμά δεν ήταν στα πλάνα της. Ελα όμως που η φυσική της ομορφιά την έστειλε σε κάτι καλλιστεία . «Πήγα , διότι προβλεπόταν και χρηματικό ποσόν σε περίπτωση νίκης. Και τα λεφτα τα είχαμε αναγκη. Δεν φαντάζεσαι πως ήταν η Ιταλια μετα τον Πολεμο. Τι φτώχεια, τι πείνα, τι ανέχεια». Ναι, είχε πει τη λέξη «Indigenza». Και κέρδισα το διαγωνισμό και μου ήρθαν προτάσεις από το σινεμά. Δεν ήθελα. Με παρακίνησε η μητερα μου. Πήγα για δοκιμαστικό και μου έκαναν αμέσως συμβόλαιο. Κι οι ταινίες είχαν επιτυχία με το ξεκίνημα και πολύ γρήγορα βρέθηκα σε συμπαραγωγές να παίζω διπλα στον Ζεράρ Φιλίπ και κατοπιν που ήρθε το Χόλυγουντ στην Ιταλια, με τον Χώμφρεϋ Μπόγκαρτ. Αντιο Εικαστικά, η ζωή με πήρε και με πήγε αλλού από εκεί που εγώ ήθελα να πάω.
Από κάτι τέτοια, σαν της Τζίνα, σαν της Αλίκης, όπως άπειρων άλλων, επαναλαμβάνω το γνωμικό «μη σε βάλει η επιτυχία στο μάτι. Δεν σε αφήνει». Πως να άφηνε η Τζίνα αυτό το πράγμα που ανοιγόταν μπροστά της , η μια ταινία έφερνε την άλλη, η καριέρα γινόταν διεθνής, έπαιζε με όλους τους σταρ πρώτου μεγέθους…
Και…κάτι που μου είχε πεί η Ειρήνη Παπά για αυτήν και για το οποίο η ίδια δεν έπαυε να επαίρεται: Ότι ήταν η μόνη που έκανε τόσο λαμπρή καριέρα χωρίς να έχει κάποιο παραγωγό γκόμενο ή σύζυγο ή έστω σκηνοθέτη που να της τα κανονίζει. Η Σοφία Λόρεν είχε τον Κάρλο Πόντι, η Συλβάνα Μάγκανο είχε τον Ντίνο Ντε Λαουρέντις, η Κλαούντια Καρντινάλε είχε τον Φράνκο Κριστάλντι, η Μόνικα Βίττι είχε τον Μικελάντζελο Αντονιόνι(σκηνοθέτη έστω, ομως στο ξεκίνημα αυτός ήταν!!!) ακόμα και σταρ μικρότερης εμβέλειας όπως η Ροσάνα Ποντεστά που είχε τον Μάρκο Βικάριο. Η Τζίνα δεν είχε κανέναν. Όπως δεν είχε κα σκάνδαλα αυτή η εκπάγλου καλλονής γυναίκα που την ορέγονταν στις ονειρώξεις τους τα αρσενικά όλου του πλανήτη. Εκτός από ένα σύντομο δεσμό με τον Βιττόριο Ντε Σίκα, από τον οποίο, όμως, δεν σκηνοθετήθηκε, τον είχε γραπωμένο ο Πόντι για τη Λόρεν, την αντίπαλο της, με κανέναν από όλους τους σταρ ωραίους άντρες που έπαιξε, από Ζεράρ Φιλιπ και Μπόγκαρτ, μέχρι Μπαρτ Λανκστερ και Τονυ Κερτις και Ροκ Χάντσον και Φρανκ Σινατρα και Στηβ Μακ Κουήν και Σων Κόνερυ κλπ, κλπ, χώρια τους Ιταλούς, μόνο με έναν έκανε την εξαίρεση : «Με τον Γιουλ Μπρύνερ και μόνο για 3 μήνες, όσο κράτησαν τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Σολομών κι η Βασίλισσα του Σαβά»», όπως έχει αποκαλύψει η ίδια σε πολλές συντεύξεις της. «Κι αυτό συνέβη επειδή ήμουν ψυχολογικά πολύ αναστατωμένη, η ταινία είχε ξεκινήσει με τον Τάυρον Πάουερ ο οποίος πέθανε στη διάρκεια των γυρισμάτων. Πάνω σε σκηνή μονομαχίας με ξίφος. Σωριάστηκε στο έδαφος, στο χώμα. Κι αυτό με σόκαρε. Δεν είχαμε κάτι παραπάνω μεταξύ μας. Όμως , αν σκεφθει κανείς το σοκ. Κι αντικαταστάθηκε από τον Γιουλ Μπρύνερ, οι σκηνές του Τάυρον Πάουερ πετάχτηκαν κι έγινε η ταινία από την αρχή και δεν ήμουν καθολου καλά ψυχολογικά από όλο αυτό. Ο Γιουλ Μπρύνερ έδειξε μια ευαισθησία, μια κατανόηση για όλο αυτό, και βρεθήκαμε . Ένα υπέροχο τρίμηνο. Όταν τέλειωσε η ταινία ο καθένας μας συνέχισε το δρόμο του. Με παρηγόρησε όμως πολύ με τη στάση του κι έτσι του αφέθηκα». Σε εκείνα τα χρόνια της δόξας, τα οποία ήταν και πολλά, αυτή η πανέμορφη γυναίκα, με ένα άντρα έζησε αφοσιωμένη και παντρεμένη, ένα Γιουγκοσλάβο φυγά, τον Μίλκο Σκόφιτς, με τον οποία χώρισε τελικά στις αρχές δεκαετίας 70, πάνω που ετοίμαζε και την αποχώρηση της από το σινεμά.
Δεν παρίστανε όμως τη σεμνότυφη. «Με ηθοποιό πλήν Γιουλ Μπρυνερ, όπως και με σκηνοθέτη δεν είχα ποτέ μου σχέση , όμως δεν κρύβω, ότι με διευθυντές φωτογραφίας τα πήγαινα πολύ καλά..» Κι αυτό το είπε γελώντας πονηρά «Το έχω πει σε όλες μου τις συνεντευξεις όταν με ρωτάνε. Ναι, στους διευθυντές φωτογραφίας αφηνόμουν διότι με αγαπούσαν και τους άρεσα κι ήθελα κι εγώ να με φωτίζουν ωραία, να με βγάζουν όμορφη». Ολο αυτό, γελώντας. Πονηρά, παιδικα θα ελεγα Το καταπληκτικό είναι ότι το ίδιο μου έχει πει κι η Αλίκη για τις δικές της σχέσεις με τον συγκεκριμένο κλάδο για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Με τη Σοφία Λόρεν ήταν αντίπαλες Και το «Λόρεν ή Λολομπρίντζιντα» έπαιζε κανονικά στην Ιταλια και παντού, όπως εδώ το «Αλίκη-Τζένη» ή στους παλιούς «Κοτοπούλη-Κυβέλη».
Με εκείνη όμως που «σκοτώθηκε» ήταν με τη δικιά μας, τη Μελίνα. Για την οποία Μελίνα έχουν πει περί διαμάχης της με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τότε στα Οσκαρ του 1961, αλλα η Μελίνα τα έχει διαψεύσει, τα έχει αποδώσει στους δημοσιογράφους πως παραποίησαν τα λόγια της και μέχρι τέλους έλεγε ,και στον υποφαινόμενο σε συνέντευξη πως δεν έπαψε ποτέ να εκτιμά την Τέιλορ κι ως ηθοποιό κι ως άνθρωπο. Με την Λομπρίντζιντα όμως , μόνο που δεν ήρθαν στα χέρια. Αιτία το φιλμ «Ο νόμος», το οποίο αλλιώς ξεκίναγε να γίνει, με τη Μελίνα στον κεντρικό ρόλο, και στη συνέχεια εμφανίστηκαν χρηματοδότες κι είπαν ότι θα αναλάβουν την ταινία υπό τον όρο να γίνουν αλλαγές στο σεναριο, να μικρύνει ο ρόλος της Μελίνας και να μεγαλώσει ο άλλος ρόλος ώστε να πάρουν την Τζίνα Λομλομπριγκίτα και σε αυτή την περίπτωση αναλαμβάνουν να το χρηματοδοτήσουν. Η Μελίνα δεν είχε κάνει ακόμα το «Ποτέ την Κυριακή» ώστε το όνομα της να μετράει δυναμικά. Λέγεται πως αυτό έγινε εν γνωσει του Τζούλη, δεν θα έγινε; Σκηνοθέτης ήταν και φυσικά η ταινία έγινε όπως εγινε κι οι σχέσεις των δυο γυναικών ήταν πεδίο μάχης. Μου έχει μεταφερθεί κι ένα περιστατικό, από ένα κομμωτήριο στη Βενετία όπου η Μελίνα είχε κλείσει ραντεβού , ενθουσιασμένος ο κομμωτής την υποδέχτηκε θερμότατα αλλά δεν ήξερε το ντεσου και της μίλησε με θαυμασμό και για την Τζίνα. Πολύ απλά η δικιά μας ακύρωσε το ραντεβού κι έφυγε.
Η Τζίνα πάντως όταν πήγα να τη ρωτήσω γενικά για την ταινία «Ο νόμος» μου έκοψε κάθε φόρα, με όλη της την ευγένεια και τη γλυκύτητα αλλά και το δυναμισμό της. Κάθετα. Συνεννοηθήκαμε επί τόπου.
Η «Λόλλο», όπως την αποκαλούσαν οι συμπατριώτες της – «La Lollo», και το επέβαλαν και διεθνώς - αποφάσισε να αφήσει το σινεμά πάνω στη δόξα της, στη δεκαετία70 όταν είχαν αρχίσει να αλλάζουν και τα πρότυπα. «Ενιωσα μια ανακούφιση, ήταν η ωρα να βρω ξανά εκείνα για τα οποία ξεκίναγα και δεν τα είχα ακολουθήσει». Τα εικαστικά.
Ξεκίνησε από τη Φωτογραφία, ανελαβε κι αποστολές ως φωτορεπόρτερ για λογαριασμό εφημερίδων, εφτασε κι ως την Κουβα, φιλοξενήθηκε κι από τον Φιντέλ, έκανε κι εκθέσεις Φωτογραφίας , εδώ φαίνεται πόσο υπολόγιζε και τιμούσε την Τέχνη που ήθελε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών και δεν είχε μπορέσει ,κι όταν ήλθε η ώρα θέλησε πρώτα να πιάσει την έννοια «εικόνα» κι ύστερα να αρχισει να δημιουργεί επ’ αυτής.
ΛΑΤΡΕΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΟΜΟΡΦΙΑ ΑΙΩΝΙΑ