Ένα αστυνομικό, από αυτά που μου αρέσουν, είναι το γαλλικό φιλμ «ΕΓΚΛΗΜΑ ΨΑΧΝΕΙ ΑΛΛΟΘΙ» και προσφέρεται για να περάσουν καλά οι λάτρεις του είδους αλλά κι ο κάθε θεατής που θα βρεθεί στην αίθουσα- ακόμα και τυχαία! Εντύπωση, επίσης, κάνει το γεγονός πως σκηνοθέτης αλλά και συγγραφέας του σεναρίου είναι μία ηθοποιός, η Ζαν Ερύ. Ωστόσο, στα έργα, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το ΕΡΓΟ κι όχι τόσο το ΠΟΙΟΣ .
Αναφέρομαι στην ιδιότητα της σκηνοθέτη επειδή και ικανά το σκηνοθετεί αλλά προπαντός εξαιρετικώς ικανά το γράφει. Με συνεργάτη, βέβαια..
Ανήκει στην κατηγορία εκείνη των αστυνομικών έργων που τον δολοφόνο τον γνωρίζουμε από την αρχή. Σχεδόν έτσι ξεκινά η ταινία. Οπότε, σε τούτη την περίπτωση , εκείνο που θα μας ενδιαφέρει, που θα τραβά την προσοχή μας και που θα κεντρίζει την περιέργεια μας, είναι το πώς θα τα μπλέξει ώστε να φτάσουμε στην αποκάλυψη του δολοφόνου από μέρους της Αστυνομίας, ή εκείνων που έχουν αναλάβει τη ν ανακάλυψη του.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «περιέργεια» διότι ακριβώς αυτή η ικανοποίηση είναι η λέξη – κλειδί για το καλό αστυνομικό έργο. Κατά την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, αυτή η ικανοποίηση της περιέργειας ήταν που έκανε ανέκαθεν τους κριτικούς είτε της λογοτεχνίας είτε του θεάτρου είτε του σινεμά, να θεωρούν το αστυνομικό έργο «είδος κατώτερο», επειδή η «περιέργεια» δεν αποβλέπει στην πνευματικότητα…
Όμως, κάθε είδος έχει δικαίωμα για μια θέση στον ήλιο, πόσο μάλλον όταν το συγκεκριμμένο είδος χρειάζεται μυαλό για τη σύνθεση και το μπλέξιμο .
Βέβαια, το να ψάχνεις να βρείς τον δολοφόνο είναι πιο συναρπαστικό από το να παρακολουθείς τη διαδικασία ξεσκεπάσματος του ήδη γνωστού.
Στο «Εγκλημα ψάχνει άλλοθι», η πλοκή στήνεται ωραία, περνά μέσα από χαρακτήρες, ξεκινώντας από τη φαντασιόπληκτη ηρωίδα που ο δολοφόνος, ο οποίος πράγματι σκότωσε τη γυναίκα του κατά λάθος κι αυτό το έχουμε δει στην τρίτη μεγάλη σεκάνς της ταινίας, έρχεται και της ζητά μια εξυπηρέτηση, να οδηγήσει το αυτοκίνητο του ως το πρώτο χωριό μετά τα γαλλο-ελβετικά σύνορα και να το παραδώσει στην αδελφή του μαζί με ένα γράμμα. Δεν της έχει αποκαλύψει το περιεχόμενο του πορτ-μπαγκάζ. Όμως, κατά την ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, δεν υπάρχει «τέλειο έγκλημα» διότι πάντα θα μεσολαβεί ο ανθρώπινος παράγοντας. Ω, ναι, υπάρχει ανεξιχνίαστο έγκλημα αλλά είναι κάτι διαφορετικό διότι πράγματι μπορεί ο προιστάμενος της αστυνομικής αρχής, όπως συμβαίνει και στην ταινία, να βιάζεται να κλείσει την υπόθεση.
Κι επειδή, λοιπόν, τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, στη συγκεκριμένη υπόθεση κάτι στραβώνει. Κι εδώ εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας οι άνθρωποι της Αστυνομίας οι οποίοι έχουν και συγγραφικό ενδιαφέρον διότι παρουσιάζουν κάποια πρωτοτυπία.
Και το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που κάνει το έργο επίσης να πρωτοτυπεί είναι πως διαχειρίζεται διαφορετικά την κάθαρση, μετατοπίζοντας την από εκεί που την περιμέναμε να επέλθει. Η μετατόπιση, όμως, δεν είναι αυθαίρετη, δεν είναι ένας κακώς εννοούμενος «από μηχανής θεός» αλλά κουβαλά έντονα τη γαλλική νοοτροπία, και που εστίαζε τελικώς το έργο το θέμα του. Δεν θα πω περισσότερα για να μη χάσει ο θεατής την περιέργεια του.
Το σενάριο υπηρετείται από σύντομες σκηνές που επιτρέπουν στο μοντάζ να δίνει διαρκή ροή στην παρακολούθηση και να την κρατά ζωντανή.
Βέβαια, η πρωταγωνίστρια, η Σαντρίν Κιμπερλέν, είναι λίγο άχρωμη. Δεν ηλεκτρίζει. Ωστόσο, στο ρόλο είναι «μέσα» κι οι σκηνές της, ειδικά όταν ανακρίνεται, φανερώνουν και επινόηση από μεριάς της, καθώς και λύσεις με το πώς χειρίζεται τα χέρια της σε συνδυασμό με τις εκφράσεις του προσώπου της. Μεταδίδει στο θεατή και την τελευταία λεπτομέρεια των μπερδεμένων συναισθημάτων της.
Χωρίς να πρόκειται για κάτι περί «υψηλών προδιαγραφών», σου χαρίζει μια βραδιά από εκείνες που ποτέ δεν μετανιώνεις.