Πάλι ο θεατής θα παρασυρθεί από τα «αστεράκια», πάλι θα πρέπει να ΑΠΟΛΟΓΗΘΕΙ αν τολμήσει να πει ότι του άρεσε.
Μερικοί θα αναμασήσουν και «ανακρίβειες». Λες κι οι ίδιοι έχουν ερευνήσει την υπόθεση του «χασάπη του Ροστόβ» και την κατέχουν ως να ήταν αλφάβητο.
Από την άλλη, όποιος κολλάει σε ζητήματα «ακρίβειας» κι επικαλείται αυτά αντί να επικαλείται την Τέχνη, στη συγκεκριμένη περίπτωση του κινηματογράφου, απλώς δεν κατέχει τα περί Τέχνης. Μιλά για ιστορικές ή δημοσιογραφικές ανακρίβειες αλλά δεν υποπτεύεται πως έτσι ξεπέφτει στις ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ, που στο χώρο της Τέχνης αυτές είναι που διαπράττουν το μεγαλύτερο αμάρτημα.
Όταν ακούω να επικαλούνται το βιβλίο, πως και καλά ήταν καλύτερο από το φιλμ (επειδή τυχαίνει και το «Child 44» να βασίζεται σε βιβλίο,) ενοχλούμαι για την κακή εκπαίδευση από μεριάς ανεπαρκών «καθοδηγητών»: Το βιβλίο και το φιλμ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Όταν μεταφέρεται μια τέχνη σε μία άλλη οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης, αυτής δηλαδή στην οποία μεταφέρεται. Όταν ένα βιβλίο γίνεται σενάριο το ζητούμενο είναι να λειτουργεί ως σενάριο κι όχι ως υπηρέτης του βιβλίου. Ο διασκευαστής ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΠΡΑΙΣ έχει ακολουθήσει τους κανόνες της κινηματογραφικής μεταφοράς.
Ναι, υπάρχει ένα δόγμα πως όποιος ξέρει μόνο σινεμά και τίποτε άλλο τότε δεν ξέρει ούτε σινεμά. Κι ως ένα βαθμό ισχύει. ΩΣ ΕΝΑ ΒΑΘΜΟ, όμως… Διότι, αυτού του τύπου τα δόγματα χρησιμεύουν περισσότερο ως ΑΛΛΟΘΙ για εκείνους που ΔΕΝ ξέρουν. Για να γενικολογεί και να μπουρδολογεί ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ. Και τσαλαβουτούν στον κινηματογράφο , χωρίς να τον ξέρουν, μιλώντας για άλλα πράγματα. Με κύριο σκοπό να επιβάλουν δι αυτού του τρόπου ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ.
Λοιπόν, για να μη μακρηγορούμε:
Το «Child 44» έχει εκπληκτική ατμόσφαιρα. Είναι το πρώτο και το κύριο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι είναι και το υπ’ αριθμόν ένα προσόν του. Σε βάζει στην ατμόσφαιρα της Ρωσίας του 1952, έτσι όπως την έχουμε μάθει από τον κινηματογράφο, κυρίως τον αμερικάνικο. «Σέπια», «σκοτωμένα» χρώματα, κυριάρχηση του καφέ και του πράσινου, μια αίσθηση του κρύου, υποβλητικά ντεκόρ, που δηλώνουν τους εσωτερικούς χώρους των συγκεκριμένων ηρώων και του γενικότερου περιβάλλοντος ώστε να αναπτυχθεί μια ιστορία σασπένς
Η ιστορία έχει σασπένς από μόνη της: Στο 1952 ενέσκηψε serialkillerστην τότε Σοβιετική Ενωση, με θύματα ανήλικα αγόρια. Το καθεστώς αρνήθηκε να δεχτεί ότι υπάρχει δολοφόνος, όταν εμφανίστηκε το πρώτο θύμα που έτυχε νάναι και γιός αξιωματούχου. Πήγαν να το παρουσιάσουν για ατύχημα. Αυτός που είχε αναλάβει την υπόθεση υπέπεσε σε δυσμένεια, με αφορμή αντικαθεστωτικές διασυνδέσεις της συζύγου του κι εστάλη σε μία επαρχία για να είναι ακίνδυνο. Το σταλινικό καθεστώς δεν δεχόταν πως γίνονται τέτοια πράγματα στο περιβάλλον τους, πως αυτά είναι συμπτώματα της παρηκμασμένης Δύσης, η οποία επιθυμεί να διασύρει το σοβιετικό καθεστώς.
Και τις πρώτες μέρες του Τσερνομπίλ, κάτι τέτοια πήγαν να πουν, πως η Δύση θέλει να διασύρει την ΕΣΣΔ. Μετά, είδαμε τι έγινε..
Ετσι και στην ταινία. Όταν, λοιπόν, εμφανίζονται κι άλλα πτώματα, με τον ίδιο τρόπο, από το ίδιο….targetgroup, η κατάσταση δυσκολεύει.
Κι αρχίζουν, η μάλλον εντείνονται, οι έρευνες του μοναχικού ήρωα, που τον «χρεώνουν» στους Αμερικάνους αλλά είναι παγκόσμιος: Από τον Σέρλοκ Χόλμς ως τους ήρωες του Φώσκολου που υποδυόταν ο Κούρκουλος.
Το έργο είναι ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ κι όχι ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ γύρω από τον «Χασάπη του Ροστόβ». Συνδυάζει αναβίωση εποχής με κανόνες αστυνομικού έργου. Ο θεατής αποκλείεται να μην παραδοθεί στο σασπένς, ωστόσο, από πλευράς σασπένς δεν πρόκειται να απογειωθεί με τη λύση του τέλους, που έρχεται κάπως επίπεδης γραμμής.
Ριγμένος από ρόλο ο Γκάρι Ολντμαν, δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει, παρόλο ότι από το ρόλο- ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΛΟ, το τονίζω- περιμέναμε μεγαλύτερη εμπλοκή στην υπόθεση.
Ο πρωταγωνιστής, όμως, είναι χάρμα. Ο Τομ Χάρντυ, που εγώ προσωπικώς τον ανακάλυψα στο «ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ» για να διαπιστώσω αναδρομικώς ότι τον είχα δει και σε άλλα φιλμ κι ο λόγος που δεν τον είχα απομονώσει ήταν ο χαμαιλεοντισμός του, επιβεβαιώνει παρουσία, εκτόπισμα κι εσωτερικότητα κι ότι μπορεί να ενσαρκώνεται σε πολλά και διαφορετικά. Κι η Νοόμι Ραπάς, μου φάνηκε πιο θερμή εδώ στο παίξιμο της, στην έκφραση της δραματικότητας.
Η παραγωγή, πάντως, να ξέρετε, είναι ΣΟΥΗΔΙΚΗ, από Σουηδία μεριά στήθηκε, Σουηδός είναι ο σκηνοθέτης Ντάνιελ Εσπινόζα, τίγκα στο σουηδικό casting είναι μοιρασμένοι οι ρόλοι , όπως άλλωστε σουηδικής εκπόνησης ήταν και το «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλυ».
Αμερικάνος στην ταινία δεν υπάρχει, η παραγωγή οργανώθηκε στην Αγγλία.
Αυτά επειδή όλο και κάπου θα διαβάσουμε περί Αμερικάνων και Χόλυγουντ για όσα επισήμανα στην αρχή. ΚΙ επειδή, για να μιλάμε για κινηματογράφο, καλό είναι να ξέρουμε και ΠΩΣ γίνεται ο κινηματογράφος κι όχι τι νομίζουμε .