Αυτό είναι. Και ξέρει να το κάνει καλά με τον τρόπο που το διδάχτηκε στη μεγάλη Πανεπιστημιακή Σχολή της Κοπεγχάγης όπου το σενάριο είναι πρώτιστη διδασκαλία κι ακολουθεί ο τομέας της παραγωγής. Κι η σκηνοθεσία είναι το σημείο που «πατάς» σε ό, τι σου υπαγορεύει το σενάριο! Κι αρχίζεις ή να απλώνεις ή να εμβαθύνεις ή και τα δύο. Αναλόγως….
Σε αυτό τον τομέα διαπρέπει η Σουζάνε Μπίερ κι αυτό αποδεικνύεται από τις ταινίες της διότι οι μόνοι μάρτυρες είναι τα ίδια τα έργα και κανείς άλλος.
Η Μπίερ οφείλει πολλά στο σχεδόν μόνιμο συνεργάτη της, τον Αντερς Τόμας Γιένσεν, σε σενάρια του οποίου βασίστηκαν όλες οι καλές ταινίες της- όπως κι αυτή εδώ. Τα σενάρια του σκηνοθετεί και μέσα από αυτά αναδεικνύεται διότι αυτό που καταφέρνει είναι να προβάλει τη δραματικότητα των καταστάσεων του σεναρίου αλλά και τον ρυθμό που αποζητούν ή και απαιτούν οι σκηνές στο δέσιμο τους η μία με την άλλη. Η δραματική πολυπλοκότητα των σεναρίων του Γιένσεν, από την άλλη, βρίσκει στο φακό της Μπίερ τον ιδεώδη «αποτυπωτή». Κι έτσι, εμείς απολαμβάνουμε δράματα διότι μέσα στα σκηνοθετικά προσόντα της Μπίερ είναι κι η συνεργασία με τους ηθοποιούς, οι οποίοι, βεβαίως, είναι κατά πρώτον ευγνώμονες στον Γιένσεν για τους ωραίους ρόλους. Όπως εδώ ο Νικολάι Κόστερ Βαλντάου, ο Ούλριχ Τόμσεν , η Μέι Αντερσεν
Αυτό λοιπόν κάνει η Σουζάνε Μπίερ κι όχι διάφορα που της καταλογίζουν όσοι δεν γνωρίζουν ούτε τι ακριβώς κάνει ένας σκηνοθέτης, σε ποιο σημείο παρεμβαίνει ή βάζει κόκκινες γραμμές ο σεναριογράφος, τι διδάσκει το δανέζικο σινεμά μια και δεν διδάσκει μόνο Λαρς Φον Τρίερ και «δόγμα»…. Κι επειδή στις μέρες μας γεμίζουμε με auteurs και ξεμένουμε από σκηνοθέτες, η Μπίερ είναι μία από τους καλύτερους Ευρωπαίους ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ του καιρού μας. Ωστόσο, πάνε να την κρίνουν με κριτήρια auteurκαι την κατηγορούν γενικώς κι αορίστως, μπερδεύοντας πολλές φορές και τους χαρακτήρες με την ίδια και της καταλογίζουν τις συμπεριφορές των ηρώων που σκηνοθετεί (ούτε καν γράφει- τουλάχιστον μόνη της) ως δικές της ιδεολογίες. Συγχύσεις. Τον δε Γιένσεν τον προσπερνούν σαν να μην υπάρχει. Ισως να μην ξέρουν ότι αυτά για τα οποία κατηγορούν την Μπίερ είναι του συγγραφέα αλλά συγγραφείς δεν αναγνωρίζει ούτε προσλαμβάνει η θεωρία του auteur (παρόλο που ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής nouvelle vague, στους συγγραφείς του nouveau roman στηρίχτηκε). Απλώς, αυτό που συμβαίνει είναι πως η συνεργασία σκηνοθέτη και σεναριογράφου είναι τόσο αγαστή και τόσο αλληλοσυμπληρούμενη που μοιάζουν σαν ένα σώμα, μια ψυχή.
Το θέμα κι εδώ είναι πολύ ωραίο. Όπως ήταν και στο «Brothers» και στο «Μετά το γάμο» και στο «Ισως αύριο».
Ενας μπάτσος, με οικογενειακά προβλήματα, έχει μπουκάρει, μαζί με ένα συνάδελφο του και φίλο του διαφορετικού χαρακτήρα, σε ένα, ο Θεός να το κάνει, διαμέρισμα, για να συλλάβει δύο πρεζόνια, που είναι κι αντρόγυνο, κι εκεί ανακαλύπτει ένα μωρό, που δεν προσέχει κανείς, το έχουν παραμελημένο κι είναι πασαλειμμένο ακαθαρσίες. Κι όταν το μωρό του μπάτσου-κεντρικού ήρωα πεθαίνει, αποφασίζει αυτός να απαγάγει το ταλαιπωρημένο μωρό των πρεζονιών, να το πλύνει, να το καθαρίσει και να το πάει στη γυναίκα του η οποία είναι ένα βήμα πριν το οριστικό σαλτάρισμα. Και να της το παρουσιάσει για το δικό τους, ως ότι επέζησε.
Κι από δω και στη συνέχεια οι κλιμακώσεις προχωρούν δυναμικά κι αποτελεσματικά, οι χαρακτήρες ξετυλίγονται κι ολοκληρώνονται στο ακέραιο, με ό, τι κουβαλά ο καθένας από τις καταβολές του ενώ η αφήγηση ακολουθεί τους κανόνες της πλοκής του αστυνομικού έργου, χωρίς ποτέ να γίνεται «αστυνομικό» με την τρέχουσα σημασία. Η καλοστημένη πλοκή δυναμώνει την δραματικότητα και βάζει τον θεατή αγωνιώδη συμμέτοχο στα δρώμενα επί της οθόνης.
Αυτό είναι το σινεμά που συναρπάζει, που αφήνει κάτι, που οι συμπεριφορές των ηρώων βάζουν σε σκέψη τους θεατές και γουστάρει μετά την ταινία να πάει για ένα ποτό και να συζητήσει για αυτό ή γύρω από αυτό ή με αφορμή αυτό.
Τώρα, αν αυτό δεν θεωρείται «ευρωπαικό» σινεμά ας πάνε να καταγγείλουν ή να εγκαλέσουν την ΔΑΝΙΑ και την ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ κινηματογραφική σχολή της. Οπου από τις 5.000 περίπου που δίνουν εξετάσεις εισαγωγικές κάθε χρόνο, περνούν μόνο οι ΕΞΗ!! , οι οποίοι σπουδάζουν με έξοδα του δανέζικου κράτους κι όχι των γονέων τους, είτε είναι Δανοί είτε αλλοδαποί, κι από αυτούς φτάνουν στον «τελικό», στο ΠΤΥΧΙΟ δηλαδή, 2 με 3 το πολύ. Τέτοιοι ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ είναι η ΣΟΥΖΑΝΕ ΜΠΙΕΡ κι ο ΑΝΤΕΡΣ ΤΟΜΑΣ ΓΙΕΝΣΕΝ