Όταν ξεκίνησε η ταινία, πριν το 10λεπτο είχα «αφρίσει». «Πάλι μας «εκβιάζουν» με άτομα με ειδικές ανάγκες», «πάλι με σύνδρομο down»,»μα αυτή είναι η δουλειά του σινεμά;» και διάφορα τέτοια έλεγα μέσα μου. Μετά το 10λεπτο, με κατηγόρησα για «προπέτη», κόλλησα στην ταινία η οποία με απορρόφησε , προσπέρασα μια ελαχίστης διάρκειας ανατριχιαστική σκηνή προς το τέλος (λόγω προσωπικής απέχθειας προς την Ανατομία), και τώρα επιθυμώ διακαώς, αν μη τι άλλο, να τη δω υποψήφια τουλάχιστον για το βραβείο σεναρίου. Και για την νεαρή πρωταγωνίστρια ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΣΟΥΛΤΣ.
Για το σενάριο, οι απαντήσεις ήρθαν σύντομα από την ίδια τη σκηνοθέτη, την ΣΤΙΝΑ ΒΕΡΕΝΦΑΙΤΣ, μια πολύ μορφωμένη κι αξιόλογη κοπέλα από την Βασιλεία της Ελβετίας –και πολύ ταλαντούχα, όπως αποδεικνύεται. Πρόκειται για σενάριο που βασίζεται σε θεατρικό έργο, στο « ΟΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΝΕΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΑΣ» του ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΑΙΑΡΦΟΥΣ, το οποίο έτυχε να δει στη Ζυρίχη η καλλιτέχνης κι αναστατώθηκε. Κι αποφάσισε να το μεταφέρει στην οθόνη.
Αναστατώθηκε κι εκείνη για τους ίδιους λόγους που αναστατώθηκα κι εγώ όταν είδα την ταινία της. Διότι το έργο ανατρέπει όλα τα καθιερωμένα σχήματα πάνω στις έννοιες αγάπη, συμπόνοια, αποπλάνηση, ακόμα και «βιασμός» και γενικότερα όλων στην έννοια «ΗΘΙΚΗ». Που για τους Ελβετούς και την κουλτούρα τους, και τον «καλβινισμό» μέσα από τον οποίο περνά στο DNAτους και στην ανατροφή τους, είναι σοβαρότατο ΘΕΜΑ . Αλλωστε, κάποιος σοφός, που είχε σπουδάσει, είχε ζήσει και δίδασκε στην ΕΛΒΕΤΙΑ, σε μεγάλο Πανεπιστήμιο, μου είχε δώσει ένα φοβερό ορισμό: «Η ΕΛΒΕΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΙ ΟΣΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ. ΚΑΛΒΙΝΟΣ ΓΑΡ»
Η ηρωίδα είναι ένα 18χρονο κορίτσι με «ειδικές ανάγκες», με ενός τύπου «καθυστέρηση», που οι γονείς της την πάνε και τη φέρνουν σε Ιδρύματα στα οποία κουράρονται άτομα με σύνδρομο down και δυστυχώς η πρώτη σκηνή, όπου η ηρωίδα παρακολουθεί δύο άτομα εξ αυτών να έχουν γίνει ζευγάρι, δεν μας κινεί – κακώς, πολύ κακώς!- τις υποψίες ότι η σκηνή δεν έχει μπει τυχαία. «Καμένοι» από άλλες ανάλογες ταινίες κολλάμε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά.
Ωσπου κάποια στιγμή, ένας τύπος, φοβερή φάτσα, με μάτι διψασμένο κι έκφραση διαστροφική, αποπλανεί το κορίτσι, που δεν είναι σε θέση να αντιδράσει και από ό, τι μαθαίνουμε την βιάζει. Το λέει στους γονείς της , εκείνοι επιχειρούν να πάρουν μέτρα για να την προστατέψουν, το κορίτσι, όμως, η Ντόρα του τίτλου, πηγαίνει και τον ξαναβρίσκει. Κι αυτός ανταποκρίνεται και πάλι. Κι αυτό επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και ξανά, ακόμα κι όταν η Ντόρα είναι έγκυος με φουσκωμένη κοιλιά. Ο τύπος δείχνει ψυχρός, απότομος, πωρωμένος, διεστραμμένος και καλά ως το μεδούλι, αφού κι όταν πηγαίνουν οι γονείς της να τον «πιάσουν», να του πουν δύο κουβέντες, με περίσσιο θράσος γίνεται και κατήγορος. Ω, ναι διότι η Ντόρα είναι ενήλικη, άρα ούτε η Πρόνοια μπορεί να κάνει κάτι εναντίον του τύπου, «μα είναι ανάπηρη» φωνάζει η μητέρα, «ας την πρόσεχες , τότε» της απαντά εκείνος. «Ας χρησιμοποιούσες εσύ προφυλακτικό» επιμένει η μητέρα «δεν είχα λόγο, το τεστ για το Aids με έχει βγάλει αρνητικό», της λέει ψυχρά κι ανέκφραστα ο «δράστης»
Ποιος «δράστης» όμως, αφού η Ντόρα έχει βρει δίπλα του τη σεξουαλική ηδονή, την ανακαλύπτει πρώτη φορά στη ζωή της και κατά περίεργο τρόπο δείχνει ότι την έχει βρει κι αυτός μαζί της, ο οποίος, καθώς προχωρά η σεξουαλική τους σχέση δεν δείχνει ούτε να την κακομεταχειρίζεται , ούτε να την βασανίζει, παρόλο ότι με τη φάτσα και την έκφραση τον έχεις ικανό για τα χειρότερα.
Το έργο σε γεμίζει ερωτήματα για μια σειρά πραγμάτων πού είτε τα τρώμε ως ταμπού είτε αρνούμαστε να κοιτάξουμε πίσω από αυτά. Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται όσο προχωρεί η υπόθεση. Όταν ο τύπος εκδηλώνει απότομα, κάτω από τη συγκεκριμένη έκφραση, ΚΑΙ προστατευτικό ενδιαφέρον για την ετοιμόγεννη Ντόρα που πάνε να του την πειράξουν. Κι ενώ περιμένεις συμβατική ολοκλήρωση του τύπου «και οι άτιμοι έχουν καρδιά», συμβαίνουν δύο ακόμα γερές ανατροπές ώστε να πολλαπλασιαστούν κι άλλο τα ερωτήματα μας.
Η Ελβετίδα σκηνοθέτης και συγγραφέας Στίνα Βερενφάιτς, η οποία έχει σπουδάσει και Φαρμακολογία αλλά και Κινηματογράφο στην Αμερική και Θέατρο στην Ελβετία κι είναι δασκάλα του μαθήματος «Η υποκριτική στον Κινηματογράφο» σε πανεπιστημιακό εργαστήρι της Ζυρίχης (από αυτή την άποψη βρίσκω και συγγένειες, δίδασκα το ίδιο πράγμα επί τέσσερα χρόνια στο Εργαστήρι του αείμνηστου ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ και κατάλαβα εκ των υστέρων πολλά πάνω στη δουλειά της), υπηρετεί το θέμα της με 100 ο/ο λειτουργία των κινηματογραφικών κανόνων, με εξαιρετικό ντεκουπάζ στο σενάριο ώστε να προβάλλεται το θέμα και να μη σε αφήνει αδιάφορο, και βέβαια η δουλειά της με τους ηθοποιούς είναι εξαιρετική και διαφαίνεται και στις πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες των ερμηνειών όλων των ονομάτων που δεν μας είναι γνωστά. Φυσικά η πρωταγωνίστρια είναι άλλο πράγμα, στο πως συμπεριφέρεται σαν…. «Σελήνη» και στο πως δεν παίζει καθόλου όπως παίζουν κάποιες τις…. «Σελήνες». Στις δε δραματικές κορυφώσεις της είναι άριστη. Μα κι ο τύπος που παίζει τον γκόμενο είναι εξαιρετικός. Ονομάζεται ΛΑΡΣ ΑΙΝΤΙΝΓΚΕΡ κι είναι Γερμανός. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσες πρόβες μπορεί να έκαναν προκειμένου να βρει την έκφραση που βρήκε και πάνω σε αυτήν να στήσει όλη την ερμηνεία του. Οι ηθοποιοί που παίζουν τους γονείς είναι επίσης ερμηνευτές αποχρώσεων- τον «μπαμπά» τον είχαμε δεί και στο «VITUS», σε εκείνο το ελβετικό με ένα παιδάκι και το πιάνο, αν το θυμόσαστε…