Οπότε, τι έφταιξε; Καταρχήν τίποτε δεν έφταιξε δεδομένου ότι δεν έχουμε ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Απλώς βγαίνεις από την αίθουσα κι ενώ θα ήθελες να ενθουσιαστείς, κάτι σου λείπει και σε απασχολεί τι ήταν αυτό.
Να εξηγήσω ότι μιλάμε για το «Everest», θεωρητικώς μεγάλη παραγωγή, που αναφέρεται κι αυτή σε ένα truestory και ίσως σε αυτό το σημείο να έχουμε το πρώτο εύρημα της…. αξονικής τομογραφίας του φιλμ. Αυτά τα «based on a true story» που έχουν κατακλύσει τα σημερινά κινηματογραφικά ρεπερτόρια, με έκαναν πάντα «σκεπτικιστή» επί του θέματος. Διότι, έτσι και βρίσκονται εν ζωή τα πρόσωπα, το έργο αρχίζει τις υποχωρήσεις, να μη δυσαρεστήσει τον ένα ή τον άλλο, να μην πέσουν μηνύσεις, να μην αλληλοκατηγορηθούν αυτοί που παραχώρησαν δικαιώματα κλπ.
Εχουμε λοιπόν μια ιστορία στην κορυφή του κόσμου, στο Εβερεστ των Ιμαλαίων και στο πως μια αποστολή ξεχωριστής σημασίας κατέληξε να βρεθεί αντιμέτωπη με φοβερή χιονοθύελλα και να μετρήσει απώλειες.
Σημαντικό ώστε να γίνει ταινία; Φυσικά! Το θέμα είναι αν θα κάνεις ταινία εμπνευσμένη από το γεγονός οπότε θα φτιάξεις story και σενάριο εξ αρχής, δικό σου, επινοημένο ή αν θα πας να πεις την ιστορία των αληθινών προσώπων που σου παραχώρησαν τις άδειες. Αν περιοριστείς σε αυτό κινδυνεύεις να πέσεις σε μια παγίδα: Οι καθημερινοί άνθρωποι ακόμα και αν βρεθούν σε δίνη γεγονότων, δεν είναι υποχρεωτικώς και κινηματογραφικοί ήρωες αν δεν τους επεξεργαστεί ανάλογα χέρι σεναριογράφου.
Εδώ έχουμε τίμια προσπάθεια με συγκεκριμένο concept(που λένε κι οι γιάπηδες απανταχού της Γης), τη δημιουργία μιάς ανθρώπινης περιπέτειας δράσης.
Ο σκηνοθέτης ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ ΚΟΡΜΑ΄ΚΟΥΡ, εξ Ισλανδίας (είχε κάνει το «101 Ρέκιαβικ») δεν ξεφεύγει από το στόχο τον παραπάνω. Ενώ έχει σκηνές περιπέτειας δεν επιδιώκει να το μεταβάλει σε blockbusterμε χιόνια και να το κάνει κάτι άλλο. Απλώς υπήρξαν στιγμές που δεν το κρύβω ότι συναισθάνθηκα πως αν το είχε κάνει blockbuster χιονιού ίσως και κάπου να μας εξίταρε παραπάνω.
Διότι, ενώ έχει πρόσωπα, κι έχει πάρει και καλούς ηθοποιούς να τα ερμηνεύσουν, μόλις που τα σκιτσάρει και πολύ εξωτερικά, θα έλεγα. Τους δηλώνει τις ταυτότητες αλλά δεν τους επεξεργάζεται ως χαρακτήρες , ναι δραματικής περιπέτειας, ώστε ο θεατής κάπου να ταυτίζεται είτε με την αγωνία των ορειβατών για τη διάσωση είτε με τις αγωνίες των οικείων τους που έχουν μείνει στα «μετόπισθεν» μα δεν προβάλει μέσα από τους χαρακτήρες ούτε το πάθος του βουνού διότι για να πηγαίνεις εκεί πάνω να σκαρφαλώνεις μέσα στα χιόνια αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά και οικογένειες και φίλους κλπ, πρέπει, ΘΑ πρέπει, να διακατέχεσαι από μεγάλο πάθος. Και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτοί που ξεκινούν για τέτοιου είδους ορειβασίες (δεν λέω για τους μοδάτους που πήγαιναν να κάνουν φιγούρα στο Σαιν Μόριτς…, όπου κι εκεί υπάρχουν παθιασμένοι) είναι άνθρωποι με έρωτα για το βουνό, για τα ύψη, για αυτό που συμβολίζουν οι μεγάλες κορυφές.
Βεβαίως, και δεν είναι ντοκυμαντέρ το έργο, βεβαίως και δεν είναι η ψυχολογική ανάλυση ενός ορειβάτη. Όμως είναι στοιχεία που εμπλουτίζουν χαρακτήρες ώστε ο θεατής να ταυτίζεται μαζί τους και να παρακολουθεί με πάθος το δικό τους πάθος.
Στην ταινία, αυτά που αναφέρω δεν υπάρχουν. Και μου κάνει εντύπωση επειδή οι σεναριογράφοι είναι κι οι δύο αξιόλογοι, ο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΙΚΟΛΣΟΝ κι ο ΣΑΙΜΟΝ ΜΠΟΥΦΟΙ. Ο δεύτερος έχει πάρει Οσκαρ για το “Slumdog millionaire» κι ήταν υποψήφιος και για τις «127 ώρες» αλλά και για το «Αντρες με τα όλα τους» που ήταν originalσενάριο -άσχετο αν στην Ελλάδα ανεβαίνει στο θέατρο (όχι ως μιούζικαλ), ο δε πρώτος ήταν υποψήφιος για τη «Χώρα της σκιάς» του Αττένμπορω και για τον «Μονομάχο».
Αρα, δεν είναι ότι δεν ήξεραν. Προφανώς και τους ζητήθηκε σενάριο «τόσο…. Όσο…». «Τόσο» ώστε να συστήνει τους ανθρώπους αφού η περιπέτεια θα είναι ανθρωποκεντρική, μα κι «όσο» χρειάζεται ώστε να μην ξεφύγει από το είδος της περιπέτειας.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα , με το να υποδειχτούν απλώς οι χαρακτήρες, το έργο να χάνει από δραματικότητα ενώ το περιστατικό που αφηγείται προσφερόταν.
Από την άλλη, κινηματογραφικά είναι άψογο. Δεν είναι έργο μεγάλου θεάματος όπως ελαφρώς μας παραπλανά το trailer, η σκηνοθεσία διακρίνεται από ακριβολογία, η φωτογραφία επιδιώκει τη ρεαλιστική προσέγγιση κι όχι το θέαμα των χιονιών (κι από αυτή την άποψη ο Ιταλός διευθυντής φωτογραφίας Σαλβατόρε Τοτίνο , που έκανε τους «Πεφωτισμένους», έχει καταφέρει κάτι δύσκολο), ο ήχος και το ηχητικό μοντάζ αγγίζουν τα όρια του επιτεύγματος, το μοντάζ επίσης, η μουσική του Ντάριο Μαριανέλι είναι κινηματογραφικότατη και κλιμακώνεται προς το τέλος.
Στους ηθοποιούς, λόγω απλής υπόδειξης των χαρακτήρων , δεν βλέπουμε πολλά μολονότι σε αυτή την «υπόδειξη» κάποιοι ανταποκρίθηκαν βαθύτερα, όπως ο ΤΖΩΝ ΧΩΟΥΚΣ κι η ΚΙΡΑ ΝΑΙΤΛΙ, κάποιοι άλλοι όπως ο ΤΖΕΗΣΟΝ ΚΛΑΡΚ αδικήθηκαν που δεν τους δόθηκε παραπάνω χώρος, κάποιοι έμειναν στην υπόδειξη όπως η ΡΟΜΠΙΝ ΡΑΙΤ, η ΕΜΙΛΥ ΓΟΥΩΤΣΟΝ κι ο αμεσότατος ΤΖΟΣ ΜΠΡΟΛΙΝ ενώ ο αγαπημένος πολλών ΤΖΕΙΚ ΤΖΙΛΕΝΧΑΑΛ ήταν απλώς περαστικός….