Αν κοίταζαν απευθείας τις ταινίες θα έβλεπαν ότι στην περίπτωση του Ρίντλεη Σκοτ έχουμε ένα άνθρωπο που ξέρει τρομερά τον κινηματογράφο κι ο οποίος κάνει κατά βάση ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΕΣ ταινίες, πάντα μεγάλες παραγωγές, πάντα για λογαριασμό κάποιου μεγάλου «στούντιο». Αυτό είναι η πραγματικότητα. Κι οι ταινίες αυτές, άλλοτε βγαίνουν καλύτερες άλλοτε χειρότερες. Διότι για να κάνεις μια τέτοια ταινία δεν φτάνει μόνο ο σκηνοθέτης, χρειάζονται κι άλλα πράγματα. Ο Ρίντλεη Σκοτ έχει κάνει ταινίες καλές, ταινίες μέτριες, έχει κάνει και κάνα δύο κακές .
«Η διάσωση» ανήκει στις μέτριες ή αν θέλετε, να το πούμε πιο ευγενικά, στις μεσαίες του ταινίες. Όμως επειδή προηγήθηκαν κάποιες κατώτερες, αν και σε εκείνες ακόμα μπορούσες να βρεις ωραία στοιχεία αν ήθελες, η «Διάσωση» επισήμως καταχωρείται ως φάση ανάκαμψης του σκηνοθέτη. Φτιάχνει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, μια ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, πιο συγκεκριμένα, επιστημονικής φαντασίας την οποία παρακολουθεί ο θεατής με ενδιαφέρον διότι τα πάντα λειτουργούν από κινηματογραφική άποψη στο να του κρατήσει το ενδιαφέρον. Η σκηνογραφική διεύθυνση , που είναι πάντα ένα δυνατό σημείο της σκηνοθεσίας του Σκοτ, μας βάζει σε κλίμα κι αν δεν θαυμάζουμε ατμόσφαιρα, γοητευόμαστε κατασκευαστικά. Το μοντάζ δίνει στην ταινία εξαιρετικό ρυθμό του είδους «περιπέτεια», η φωτογραφία συνοδεύει τη σκηνογραφία στο κλίμα κι έχει κι ένα καλό cast, με επικεφαλής τον ΜΑΤ ΝΤΕΗΜΟΝ (που τον πλαισιώνουν ως βαρύνουσες προσωπικότητες αλλά όχι με ρόλους η ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ, ο ΤΣΙΒΕΤΕΛ ΕΙΤΖΟΦΟΡ κα) ο οποίος χαρίζει στο φακό την αφοπλιστική άνεση του, ώστε ο θεατής να περάσει καλά.
Το ότι η «Διάσωση» δεν γίνεται ξεχωριστή ταινία του είδους είναι επίσης μια πραγματικότητα κι οφείλεται στο σενάριο, που είναι και το μεγάλο μείον της ταινίας. Όχι επειδή δεν είναι καλογραμμένο- κάθε άλλο. Είναι καλά και ΣΩΣΤΑ γραμμένο. Δεν έχει, όμως, τίποτε καινούργιο να φέρει, τουλάχιστον έτσι όπως γίνεται ο χειρισμός αφού θέμα του έργου, αν κληθούμε να απαντήσουμε στην άσκηση εκείνη που διδάσκεται στις μεγάλες κινηματογραφικές σχολές του κόσμου όπου ζητούν μονολεκτικά να δηλωθεί το «what’s the movie (or…the story) about?» είναι η ΕΠΙΒΙΩΣΗ.
Ε, έχουμε δει άπειρα έργα με τον ήρωα να ξεμένει είτε ναυαγός σε ερημονήσι, είτε αστροναύτης στο διάστημα είτε στρατιώτης στα μέτωπα, όπου πάνω σε αυτό το θέμα και στο πως θα πάνε οι δικοί του να τον σώσουν, δεν προσθέτει τίποτε απολύτως.
Τα μόνα καινούργια πράγματα εδώ είναι ο Πλανήτης Αρης, που ακόμα δεν έχει εξαντληθει θεματολογικά ,κι η επιβίωση του ήρωα με την καλλιέργεια πατάτας στον Κόκκινο Πλανήτη. (Ακόμα δεν είχαν ανακαλυφθεί τα «νερά»…..).
Κι επειδή, το πρόβλημα είναι σεναριακό, το εύρημα της επιβίωσης με την καλλιέργεια πατάτας και με το τι σημαίνει «καλλιέργεια» άρα «εποικισμός», εξαντλείται γρήγορα κι από εύρημα μεταβάλλεται σε περιστατικό.
Ως προς τον Πλανήτη Αρη , ως κάτι καινούργιο ή έστω περιορισμένης εκμετάλλευσης, τα πράγματα έρχονται διαφορετικά: Ο «σκηνογραφικός» (ας μου επιτραπεί ο όρος) σκηνοθέτης, από το πρώτο πλάνο μας δίνει μια δική του εικόνα με τη συμβολή του σκηνογράφου και του διευθυντή φωτογραφίας, μια έρημο φωτισμένη σε σκοτωμένο κόκκινο, που χρησιμεύει ως πλαίσιο, αλλά επειδή εκ των πραγμάτων δεν έχει πολλές επιλογές για να δείξει σκηνογραφικά ένα ακατοίκητο πλανήτη, μετατοπίζει το σκηνογραφικό ενδιαφέρον στα εσωτερικά των διαστημοπλοίων, των διαστημικών σταθμών, στο θερμοκήπιο της πατάτας και σε όλα αυτά μας προσφέρει μια ενδιαφέρουσα σκηνογραφία, που αποκλίνει από τις άλλες καλές και σπουδαίες άλλων, ανάλογου θέματος, έργων.
Θα ήθελα πολύ να ήμουν στην αίθουσα του μοντάζ, να έβλεπα πως ο ΠΙΕΤΡΟ ΣΚΑΛΙΑ, συνεργάτης από τα παλιά του Σκοτ, έφτιαχνε κλίμακα αγωνίας , κάθετων πτώσεων και δόστου εκ νέου ανέλιξης ενώ ως περιπέτεια, βάσει του σεναρίου, δεν δήλωνε πολλά. Ο μοντέρ , όμως, που έχει πάρει ΟΣΚΑΡ και για τον «JFK» και για το «ΜΑΥΡΟ ΓΕΡΑΚΙ¨Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ», κατάφερε να του φτιάξει μεταπτώσεις ώστε να κάνει την ταινία να μη χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της.
Για τον Ματ Ντέιμον θα επιμείνω σε αυτό που είπα και πιο πάνω, ότι περισσότερο μιλάμε για άνεση στο φακό παρά για μεγάλο ρόλο, δεν σηκώνει την ταινία στους ώμους, δεν είναι ο Τομ Χανκς στον «Ναυαγό» ούτε η Σάντρα Μπούλοκ στο «Gravity». Σχεδόν το μισό έργο στηρίζεται από τους supporting, κυρίως εκείνους που βρίσκονται στη Γη, όπου εδώ κι αν περισσεύουν οι «κλισεδιές», εκείνα που είδαμε από το 1969 στο «Οι κατακτητές» (Marooned) του Τζον Στάρτζες με τον Γκρέγκορυ Πεκ, που σήμερα το έχουν ψιλοξεχάσει, ως το «Απόλλων 13», ειδικά οι σκηνές αγωνίας στη Γη και οι ενθουσιασμοί για τη διάσωση.