Και στις δύο περιπτώσεις βέπουμε ότι το αστυνομικό είδος, είτε πρόκειται για θρίλερ είτε για θεωρητικό «νουάρ», είναι αυτό στο οποίο οι Ισπανοί επιχειρούν τα τελευταία χρόνια να ανακαλύψουν σκηνοθέτες αλλά και ταινίες.
Είναι βέβαιο ότι δείχνει να τους ταιριάζει, έχουν καλές επιδόσεις όχι όμως κι αντιπροσωπευτικά του είδους έργα που να ξεχωρίζουν κι επιπλέον η ισπανική κινηματογραφία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια κάθετη πτώση, δεν αναδεικνύει φιλμ και πρόσωπα , σιγά σιγά χάνει την προσοχή των κινηματογραφικών βλεμμάτων που στρέφονται αλλού. Η ομόγλωσση Αργεντινή για παράδειγμα είναι τούτη τη στιγμή πιο ψηλά από την Ισπανία. Ακόμα κι ο Αλμοδόβαρ έχει εξαντληθεί και δεν γίνεται ενπάση περιπτώσει να είναι πάντα ακμαίος και στην πρώτη γραμμή.
Εδώ θα μου επιτρέψετε μία παρένθεση την οποία θέλω να απευθύνω σε όλους εκείνους που τους ξυνίζει ή τους μυρίζει ο Γούντυ Αλεν επειδή απλώς βαρέθηκαν να πηγαίνουν κάθε χρόνο να βλέπουν ταινία του. Ας αναλογιστούν τη διαφορά μεταξύ Γούντυ Αλεν και Πέδρο Αλμοδόβαρ, όπου ο δεύτερος κάμφθηκε με μικρότερο αριθμό ταινιών και με αραιότερη εμφάνιση ταινιών ενώ ο πρώτος δίνει κατ’ έτος το παρόν επί 50 ολόκληρα χρόνια. Μιλώ ως ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ και ΤΩΝ ΔΥΟ. Και βεβαίως δεν τους συγκρίνω, ο καθένας κάνει τα δικά του τα αντάξια του ονόματος που έφτιαξε.
Ας μου συγχωρεθεί η παρένθεση και μπαίνω στο ψητό, στο έργο «MAGICALGIRL». Του ΚΑΡΛΟΣ ΒΕΡΜΟΥΤ. Δεν είναι γνωστό όνομα, δεν έχει καν μεγάλη πείρα πίσω του. Τούτο εδώ είναι το δεύτερο μεγάλου μήκους έργο του, προέρχεται από το χώρο των ταινιών μικρού μήκους, σύμφωνα με το βιογραφικό του.
Η απειρία του φαίνεται κα στην ταινία, στο ότι δεν μπορεί να συγχωνεύσει πολλά σε ένα. Τον «μαγικό ρεαλισμό», το θρίλερ, το μυστήριο, το κοινωνικό, το καθαρόαιμο δράμα. Η ταινία φεύγει από το ένα και πηγαίνει στο άλλο δημιουργώντας έτσι χάσματα στην παρακολούθηση.
Η υπόθεση αναφέρεται σε ένα άνεργο πατέρα (το θέμα της ανεργίας το συναντάμε στο ευρωπαικό σινεμά σχεδόν σε όλα τα είδη του –πλην ελληνικού κινηματογράφου που δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον)του οποίου η 12χρονη κόρη αργοπεθαίνει από λευχαιμία. Και του ζητά το πανάκριβο φόρεμα μιάς αγαπημένης της ηρωίδας της TV. Κι επειδή θέλει να γλυκάνει τις τελευταίες στιγμές του παιδιού , κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να βρει τα χρήματα και να της το φέρει. Κι ο δρόμος αυτός τον οδηγεί σε γνωριμία κι επαφή με μυστήρια και παράταιρα άτομα όπως η προβληματική γυναίκα ενός ψυχίατρου κι ένας καθηγητής που έχει αποσυρθεί και που θολούρα μεγάλη καλύπτει το πλαίσιο του.
Η ταινία δεν τα δείχνει όπως ακριβώς σας τα διηγούμαι εγώ. Η ταινία τα δείχνει με πολύ μυστήριο γύρω από την έννοια «magicalgirl», με διάχυτη την παρουσία της «μαγείας» η οποία δεν δικαιολογείται από την εξέλιξη του μύθου αλλά και με μπόλικο μυστήριο γύρω από το κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται στην ιστορία.
Όμως υπάρχει κι ένα ΣΥΝ, το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο. Ο σκηνοθέτης κάποιο ταλέντο το έχει. Στην αφομοίωση είναι που δεν τα πάει καλά. Στο κάθε επεισόδιο που γράφει και σκηνοθετεί έχει και τον τρόπο να μας καθηλώνει και να μας κινεί το ενδιαφέρον κι ουδέποτε αισθανθήκαμε ότι μας εξαπάτησε. Το δε φινάλε όπου με τραγωδία φέρνει την κάθαρση στην τραγωδία (και το οποίο δεν αποκαλύπτω διότι λίγοι σχετικά είναι εκείνοι που έχουν δει την ταινία) το βρήκα όλως εξαιρετικό κι ως γράψιμο κι ως στήσιμο κι ως περιεχόμενο κι ως παίξιμο αλλά κι ως περιεχόμενο. Το πώς στήνει η Μοίρα το παιχνίδι της σε ένα συνοικιακό καφέ-μπαρ το οποίο είναι κι ολοφώτεινο, που περισσότερο μοιάζει με «ΕΒΓΑ» παρά με αυτό που εμείς εννοούμε «μπαρ».
Νομίζω ότι στο θέμα της «μαγείας» είναι που μπάζει ο σκηνοθέτης αφού τα συναισθήματα τα θετικά προέρχονται από άλλο είδος, το αστυνομικο-κοινωνικό μελό.
Όμως έχει πλασαριστεί κι αυτό ως «art house thriller» Ισως λόγω ελλείψεων. Πάντως ως τέτοιο, ως ανήκον στο είδος όπου το θρίλερ επιδιώκει να αποσκιρτήσει από τα «splatter» και τα «paranormalactivity» και όλες τις λοιπές αηδίες-τεχνάσματα του marketing, εξού και το βαφτίζω κάπως έτσι, ως τέτοιο λοιπόν, δεν μπορεί να παραβγεί με το «Goodnight mommy» της Αυστρίας για το οποίο έχω ήδη γράψει στο PANTMO.GR Εκείνο το αυστριακό είναι απολύτως ολοκληρωμένο. Τούτο το ισπανικό δεν είναι διότι ο σκηνοθέτης κοιτά περισσότερο τον εαυτό του παρά το είδος.