Το αποκαλώ «art-house thriller» επειδή με το ίδιο ακριβώς θέμα θα μπορούσε να γίνει μια «σπλατεριά» (από το ….splatter- δικός μου όρος ενδοσυνεννόησης) από εκείνες που σε φοβίζουν με τεχνικά μέσα ενώ εδώ ο φόβος κτίζεται σιγά -σιγά και το έργο δεν σε προδιαθέτει εξαρχής ότι πάει για θρίλερ. Μα και κατά το ξετύλιγμα της πλοκής περισσότερο έχουμε μπροστά μας το ξετύλιγμα ενός ψυχολογικού, κλειστοφοβικού δράματος παρά ενός θρίλερ με τους όρους που ξέρουμε.
Πάνω από όλα όμως θα ήθελα να απευθυνθώ και λίγο σε εκείνους που έχουν βάλει στο στόχαστρο τον Πάολο Σορεντίνο πως και καλά αντιγράφει τον Φελίνι και δεν καταλαβαίνουν ότι ο «Φελίνι» έχει γίνει πλέον είδος. Ας δουν λοιπόν κι εδώ πόσο έγινε είδος και το σινεμά με το οποίο μας συστήθηκε κάποτε ο Μίκαελ Χάνεκε και πόσο ήταν λογικό να επηρεάσει τους Αυστριακούς κινηματογραφιστές.
Διότι η ταινία θυμίζει πολύ εκείνα τα πρώτα καθαρόαιμα αυστριακά έργα του Χάνεκε πριν μετακομίσει στο Παρίσι και τα ανακατέψει με συμπαραγωγές. Ειδικά με το «Funnygames» θα μπορούσε εύκολα να βγάλει κανείς το καταδικαστικό πόρισμα ομοιότητας.
Βλέπουμε όμως ότι οι δύο σκηνοθέτιδες ΣΕΒΕΡΙΝ ΦΙΑΛΑ και ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΦΡΑΝΤΣ (άντε να δω τι θα κάνουν με τη θεωρία του auteur όπου έχουμε δύο συνεργαζόμενες γυναίκες τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριο) μπορεί να επηρεάζονται από εκείνο το σινεμά που τάραξε τα νερά στην σχεδόν ανύπαρκτη κινηματογραφικά Αυστρία (τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς εμβέλειας) και πως προχωρούν στην πραγμάτωση ενός δικού τους έργου που ναι μεν ίσως μοιάζει αλλά και που σίγουρα δεν είναι .
Οι δύο Αυστριακές καλλιτέχνιδες καταφέρνουν και φτιάχνουν ένα έργο στο οποίο αποκαλύπτουν απεριόριστα προσόντα. Ένα είναι η ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα της απομόνωσης και της ησυχίας. Σε ένα σπίτι απομονωμένο στην εξοχή παίζεται η υπόθεση. Κι η ησυχία με την απομόνωση μπορεί να γίνουν παράγοντες τρόμου.
Δεύτερο προσόν είναι η κλιμάκωση. Είναι μεγάλη η ικανότητα να κλιμακώνεις περιέργεια με αγωνία και να βάζεις τον θεατή στο «trip» αυτό την ίδια στιγμή που η πλοκή αποδεικνύεται ότι δεν είναι το δυνατό σου σημείο.
Τρίτο προσόν η επίτευξη αγωνίας και ατμόσφαιρας με τρία πρόσωπα όλα κι όλα και με δύο περαστικούς. ΟΚ, ο κινηματογράφος τα έχει ξανακάνει αυτά, ιδίως ο αμερικάνικος. Ναι, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ μας είχε δώσει τον «Συλλέκτη» κι ο Ρομπ Ράινερ το «Misery». Και λοιπόν; Α, για μισό λεπτό. Οι του auter-ισμού που «σταυρώνουν» τον Σορεντίνο, τα παραπάνω έργα δεν τα γνωρίζουν; Η δεν εμπίπτουν στη θεωρία τους; Το να φτιάξεις οποιοδήποτε έργο και μάλιστα αυτού του είδους, με τρία πρόσωπα εκ των οποίων τα δύο είναι παιδάκια, απαιτεί κότσια.
Τέταρτο προσόν η καθοδήγηση ηθοποιών. Τα δύο μικρά παιδάκια, που υποδύονται δίδυμα αδελφάκια, και τα οποία είναι δίδυμα αδελφάκια και στην πραγματικότητα, ο ΛΟΥΚΑΣ κι ο ΕΛΙΑΣ ΣΒΑΡΤΣ, είναι εξαιρετικά καθοδηγημένα στις λεπτομέρειες τους. Κι οι διαφορετικοί χαρακτήρες μπορούν και διακρίνονται χάρη στη διδασκαλία αλλά και το γεγονός ότι ανταποκρίνονται και σε σκηνές σκληρές που για παιδάκια δεν είναι το καλύτερο κι εδώ κάποιος τα έχει διδάξει με προσοχή κι ασφάλεια.. Πρόσεχα λοιπόν αυτό που δεν φαίνεται ότι είναι μοντάζ αφενός και αφετέρου σκεφτόμουν τι μπορεί να δίδασκαν στα παιδιά, για την κάθε σκηνή βίας που από το ίδιο το σενάριο την ασκούν υποχρεωτικώς αυτά τα δύο μικρά αδελφάκια. Ώστε να μην τα διδάσκουν ως δυνάμει δολοφόνους. Σε τέτοια ηλικία.
Τα οποία είναι θύματα και κωλόπαιδα και πολύ σύντομα ανακαλύπτουμε ότι είναι μόνο θύματα αλλά και πάντα μέχρι να τελειώσει η ταινία ναι μεν ταυτιζόμαστε πλήρως με τα παιδάκια, είμαστε πεπεισμένοι καθώς κοιτάμε τα πράγματα από τη μεριά τους ότι η γυναίκα την οποία έχουν αιχμαλωτίσει και βασανίζουν δεν είναι η φυσική τους μητέρα όμως η καθοδήγηση της ηθοποιού που παίζει τη μητέρα που και πού μας υπενθυμίζει την αμφιβολία μήπως και είναι. Σημειώνουμε εδώ την ερμηνεύτρια ΣΟΥΖΑΝΕ ΒΟΥΕΣΤ για το ισορροπημένο παίξιμο της.
Διότι η μητέρα που φέρεται βάναυσα στα παιδιά της και που μόνο για μητέρα δεν κάνει, τουλάχιστον έτσι όπως κυκλοφορεί το πρότυπο της μητέρας στον κινηματογράφο και στην αγωγή του ανθρώπου χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχουν και πολλές μητέρες στην πραγματική ζωή οι οποίες είναι αληθινά τέρατα και καλύπτονται πίσω από την ιδιότητα…. Η μητέρα λοιπόν αυτή κυκλοφορεί με επιδέσμους στο πρόσωπο κατά το ξεκίνημα της ταινίας κι ύστερα αποκαλύπτεται ένα πρόσωπο που δεν τους θυμίζει τη μάνα τους. Και θέλουν να μάθουν τι έχει απογίνει η μάνα τους, ποια είναι αυτή, τι γυρεύει μέσα στο σπίτι τους , για ποιο λόγο υπήρχαν οι επίδεσμοι, γιατί φαίνεται αλλαγμένο το πρόσωπο.
Το φινάλε είναι σοκαριστικό αλλά κι έντονα δραματικό διότι φέρνει μια ανατροπή από εκείνες τις υπέροχες που ξέρει να φέρνει ο κινηματογράφος αν και καθώς πλησιάζουμε στο φινάλε, κι έχοντας μυηθεί στην ατμόσφαιρα από την επιδέξια και λεπτομερειακή σκηνοθεσία , οι πιο έμπειροι θεατές πιθανόν κάτι να υποψιαστούν…..
Η ταινία αποτέλεσε για τον υπογράφοντα μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη κατά την παρακολούθηση των φετινών ταινιών που σπεύδουν να διαγωνιστούν στις Ακαδημίες και περιμένω εναγωνίως να δω τη συνολική στάση της Ευρωπαικής Ακαδημίας απέναντι στο φιλμ όπως επίσης και της αμερικανικής, αν θα προκριθεί για μια θέση στην πεντάδα του ξενόγλωσσου Οσκαρ.