Την Σαρλότ Ράμπλινγκ, στην ώριμη περίοδο της, την έχουμε δει και σε άλλα καλά έργα- μάλιστα για την «ΠΙΣΊΝΑ» του Φρανσουά Οζόν είχε πάρει και το βραβείο στα δικά μας, στα Ευρωπαικά. Για τούτο εδώ πήρε το βραβείο ερμηνείας στη Φεστιβάλ Βερολίνου και σε τούτο εδώ είναι που θέλω να σταθώ ιδιαιτέρως σε αυτήν, στην απερίγραπτη γοητεία της γυναίκας με προσωπικότητα που με τα χρόνια μεστώνει κι αναδρομικά υποστηρίζεται ως ταλέντο.
Το «γυναίκα με προσωπικότητα» τη συνόδευε από την πρώτη σχεδόν στιγμή, από όταν την είδαμε στους «Καταραμένους» του Λουκίνο Βισκόντι, όπου κάποιοι μπορεί και να αμφέβαλαν για το αν επρόκειτο για ταλέντο ή για μορφή. Στον «Θυρωρό της νύχτας» απόκτησε πολλούς θαυμαστές κι ο θαυμασμός ήταν ανάκατος για την παράξενη οστέινη ομορφιά της, για το μυστηριώδες παρουσιαστικό της, για την παρουσία της. Ηταν γόησσα αλλά με κάτι το πνευματικό πάνω της. Οπωσδήποτε, ο τύπος της δεν συνέπαιρνε τους εραστές της μεσογεακής ομορφιάς.
Το διαπιστώσαμε και στις ταινίες που έκανε στο Χόλυγουντ, από τις οποίες την ξεχωρίζαμε στο «Δέκα δολοφόνοι για τον επιθεωρητή Μάρλοου» ως μυστηριώδης γυναίκα του φιλμ νουάρ, πλάι στον Ρόμπερτ Μήτσαμ και μετά στην «Ετυμηγορία» του Σίντνευ Λιούμετ όπου διακήρυσσε ή κατέληγε σε κάτι παρόμοιο, δίπλα στον Πολ Νιούμαν.
Όχι, δεν σκοπεύω να προχωρήσω κι άλλο στη φιλμογραφία της, θα μείνω στην προσωπικότητα της και στο πως μια προσωπικότητα όταν μένει συνεπής αποδεικνύει πως ούτε τον χρόνο φοβάται ούτε μένει αδρανής διότι κάπου η ίδια θέλει να αποδείξει ότι αυτό που εμείς επαναλαμβάνουμε με τη λέξη «προσωπικότητα» εκείνη το θέλει ως αποδεικτικό στην έννοια «ταλέντο»
Ελεύθερη γυναίκα, ελεύθερος άνθρωπος, αυτή η Αγγλίδα από το Εσεξ, με τη γαλλική παιδεία, μέσα από επιλογές τρόπου ζωής έφτιαξε τον εαυτό της και τον προχώρησε μέσα από αυτές ως δείγμα της ψυχικής της ωρίμανσης. Την εποχή που έκανε την «Ετυμηγορία» μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι τόπος εγκατάστασης της ήταν το Παρίσι όπου ζούσε τον έρωτα της με τον Ζαν Μισέλ Ζαρ, που κράτησε χρόνια και που κάποτε τέλειωσε. Μου έκανε εντύπωση το πώς επέμενε σε αυτή την εγκατάσταση, για χάρη του έρωτα, και πόσα πράγματα θυσίασε γύρω από την καριέρα της.
Τελικά τα «θυσίασε»; Για μια γυναίκα με την προσωπικότητα της Ράμπλινγκ αυτά είναι εμπειρίες. Εχουμε κι άλλες με παρόμοιες επιλογές αλλά δεν θέλω να τις αναφέρω, θέλω να μείνω σε αυτήν.
Διότι βλέποντας την στο φιλμ «45 ΧΡΟΝΙΑ» μου γεννήθηκαν πολλές σκέψεις και πέρασαν αναδρομικά από μπροστά μου πολλές εικόνες της. Και μου γεννήθηκαν επειδή αυτό που της θαύμαζα σε αυτή την ταινία, καθώς την έβλεπα, ήταν η ερμηνευτική επιτομή μιάς καριέρας κι όχι η επιτομή μιάς «περσόνας» με ένα ρόλο που να παρουσίαζε στην απόλυτη ωρίμανση το πρότυπο «Σαρλότ Ράμπλινγκ». Όχι. Είδα την επιτομή των εμπειριών σε ρόλο ο ποίος είναι κόντρα σε αυτό το πρότυπο. Την είδα δηλαδή να υπερασπίζεται την προσωπικότητα της αλλά και τη γυναικεία της υπόσταση, ως ηθοποιός και μόνο. Σε ένα ρόλο που την θέλει πιστή και αφοσιωμένη σύζυγο σε ένα και μόνο άντρα, τουλάχιστον στα «45 χρόνια» του τίτλου, τα οποία ετοιμάζεται να γιορτάσει με το έτερον ήμισυ και κατά τις προετοιμασίες τη χτυπά κεραμίδα: Ανακαλύπτεται το «παγωμένο» πτώμα μιάς κοπέλας κι η ανακάλυψη συμβαίνει αφενός παραμονές της επετείου, αφετέρου ήταν «θαμμένη» όσο χρόνια κι ο γάμος. Και το πιο φοβερό είναι ότι παίρνει την πληροφορία επειδή ειδοποιείται ο σύζυγος της. Κι ο σύζυγος δεν ειδοποιείται τυχαία μα επειδή είχε σχέση με την προ 45 ετών μακαρίτισσα και μάλιστα ήταν δηλωμένος ως σύζυγος εκείνης.
Είναι εκπληκτική η Σαρλότ στο πως ως γυναίκα το έχει αντιληφθεί όλο αυτό και πως το υπερασπίζεται ως ρόλο και πως το μεταδίδει. Δεν τη νοιάζει να βγει άβαφη, δεν τη νοιάζει που τα κοντινά πλάνα θα τη δείχνουν κάπως αλλιώς από όπως την έδειχναν κάποτε μα αντίθετα σαν να τα προκαλεί, σαν να γουστάρει που αναμετράται με μια τέτοια γυναίκα , με ένα τέτοιο ρόλο. Το παίξιμο της είναι ΚΑΙ άψογο ΚΑΙ κινηματογραφικότατο. Αντίθετα, του καλού ηθοποιού ΤΟΜ ΚΟΡΤΝΕΙ, που παίζει τον σύζυγο, η ερμηνεία είναι σε άλλη κλίμακα, σε μια κλίμακα θεατρική που ο Τομ Κόρτνι ποτέ δεν απέβαλε, πλην «Δόκτωρ Ζιβαγκο» στο ρόλο του Πάσα Αντίποφ του νεαρού κομμουνιστή αλλά εκεί ο Ντέηβιντ Λην δεν αστειευόταν. Στον «Αμπιγιέρ» μας έδωσε μια θεσπέσια ερμηνεία που ήταν όμως το απόλυτο θέατρο.
Συνεπώς η Σαρλότ Ράμπλινγκ φτιάχνει την επιτομή πουν λέγαμε αλλά και κάπου βασίζεται. Κακά τα ψέματα, το μικρό αυτό φιλμ του Αντριου Χαίιγκ, είναι που της παρέχει τα εφόδια. Κι αυτό βασικά οφείλεται στο σενάριο που εκτός από τον ωραίο ρόλο, πιάνει και μια ενδιαφέρουσα ανθρώπινη περίπτωση. Και μάλιστα την πιάνει με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό, τι ορίζει το μενού διότι όλο αυτό το υλικό από το story είναι ό, τι πρέπει για αστυνομική ταινία. Κι όμως, ουδέποτε η ταινία αποπειράται την ….. αστυνομικοποίηση. Άλλο πρόβλημα έχει να λύσει κι αυτό είναι η σχέση του αντρογύνου που τινάζει στον αέρα μια ολόκληρη ζωή. Εργάκι μεν αλλά οι επισημάνσεις το πάνε κάπου παραπάνω εφόσον το δει από τη μεριά της γυναίκας που είναι κι αυτή η οποία φωτίζεται παραπάνω
Η Σαρλότ το παίρνει όλο πάνω της και περιμένω να δω κι από τις Αμερικάνες ποιες θα ξεχωρίσουν στα επερχόμενα φιλμ διότι η Ράμπλινγκ μου δείχνει εδώ έτοιμη για την οσκαρική πεντάδα….