Βάζω σε παρένθεση την ένδειξη περί Ακαδημίας επειδή, στο φετινό «Διεθνές» βλέπω σχεδόν τις περισσότερες ταινίες που πέρασαν από τα προκριματικά των Ευρωπαικών Βραβείων ( είτε προτάθηκαν είτε έμειναν απέξω) να βρίσκουν φιλοξενία αλλά και «λύση» σε ένα πρόβλημα που αφορά τόσο στο κοινό όσο και στο ίδιο το Φεστιβάλ: Την ευκαιρία να δουν οι πρώτοι τα φιλμ που στριμώχνονται για τα Ευρωπαικά και δεν είναι βέβαιο πόσα εξ αυτών οι διανομείς θα ρισκάρουν να αγοράσουν κι αφετέρου για το Φεστιβάλ το ίδιο το οποίο γεμίζει τα παράλληλα του προγράμματα με επιλογές ΚΑΙ από αυτά τα φιλμ αλλά και κάποια εξ αυτών, που τυχαίνει να είναι πρωτοδεύτερα έργα σκηνοθετών, σύμφωνα με το καταστατικό του, τα βάζει και στο διαγωνιστικό.
Who cares, που λέμε και στον Περαία για τέτοιες τυπικότητες, τη στιγμή που – και μακάρι να συνεχίσει συνειδητά προς αυτή την κατεύθυνση- περισσότερο ως κινηματογραφική γιορτή προσφέρεται παρά ως Φεστιβάλ με την φεστιβαλική θεσμική έννοια, όταν προηγούνται χίλια άλλα στον κόσμο. Κι οι αίθουσες γεμίζουν ακριβώς επειδή ο κόσμος γουστάρει να βλέπει.
Πάμε όμως στο φιλμ «VICTORIA» διότι αδημονώ να μιλήσω γι αυτό.
Του οποίου, όπως είπα, η εναρκτήρια επιλογή από τον Ειπίδη για τη Θεσσαλονίκη, αποδείχτηκε τυχερή διότι ανακοινώθηκαν σε 24ωρο οι υποψηφιότητες της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ και το φιλμ βρέθηκε στις κατηγορίες που είπα ενώ μάλλον δούλευε «υπόγεια» και δεν ήταν από εκείνα που «φωνάζουν»
Τώρα, για να ξεκαθαρίσουμε κάτι σχετικά με το ποια είναι εκείνα που φωνάζουν, δεν πρόκειται για έργα, δεν φωνάζουν τα καημένα τα έργα, φωνάζουν αυτοί που γράφουν για αυτά ή που μιλάνε για αυτά κι επειδή είναι αυτοί που κατέχουν τα μέσα, κι εννοώ τα ΜΜΕ, περνούν στο κοινό της δική τους γνώμη ως θέσφατο. Ενώ πολλοί εξ αυτών μπορεί να είναι κι ανίδεοι ή απαίδευτοι ή να μην σκαμπάζουν από σινεμά.
Οπότε, κάπως έτσι θεωρήθηκε «έκπληξη» κι η «VICTORIA» επειδή κάποιοι δεν καταλαβαίνουν. Και μάλιστα τολμούν να την αποκαλούν και «fake» κι όλο αυτό επειδή μόλις έμαθαν ότι πριν από 70 παρα κάτι χρόνια ο Χίτσκοκ είχε παρουσιάσει τη «Θηλιά» (ή τον «Βρόχο») ως ταινία μονοπλάνο, κι επειδή πέρσυ για τέτοιο πέρασαν το «Birdman» του Αλεχάνδρο Γκονζάλες Ινιάριτου
Οπότε για αυτούς «σιγά τώρα που θα μας πει ότι έκανε ταινία μονοπλάνο», λένε οι παροικούντες. Και δεν περιορίζομαι σε Ελληνες, «τσακώθηκα» και με μια Σέρβα (όχι φυσικά κινηματογραφίστρια- μα δημοσιογράφα).
Διότι περί τέτοιου πρόκειται, περί ταινίας ΜΟΝΟΠΛΑΝΟ, μόνο που τους στέλνω χαιρετίσματα, όχι εγώ αλλά η ΙΔΙΑ Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ότι είναι Η ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ που είναι ΤΑΙΝΙΑ-ΜΟΝΟΠΛΑΝΟ. Είναι και το επίσημο αιτιολογικό, το επίσημο δηλωτικό της Ακαδημίας που συνοδεύει την ταινία με την ανάλυση του σκηνοθέτη , του ΕΥΦΥΟΥΣ Γερμανού σκηνοθέτη ΖΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΣΙΠΕΡ, γύρω από το πως γυρίστηκε αυτή η ταινία, μέσα σε μία νύχτα, από το μαύρο σκοτάδι ως το ξημέρωμα με το πρώτο φως και τα εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια.
Scusa, για να μη λέω κι εγώ «sorry» αλλά και για να παραμείνω στα ευρωπαικά πλαίσια, την Ακαδημία θα λάβω υπόψη κι όχι αυτούς που μόλις ανακάλυψαν «σιγά τα έχουμε ξαναδεί». Τι έχετε ξαναδεί βρε κακόμοιροι;
Ο Χίτσκοκ είχε κάνει ένα «τρυκ», που σήμερα, με την τεχνική η οποία έχει εξελιχθεί, φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν ήταν μονοπλάνο. Αλλωστε κι εκείνος δεν εξαπάτησε παρά το έκανε να μοιάζει με μονοπλάνο. Το ίδιο κι ο Ινιάριτου που ήθελε να δώσει στο «Birdman» την ΑΙΣΘΗΣΗ ταινίας μονοπλάνου. Εδώ έχουμε το απόλυτο μονοπλάνο και γυρίστηκε σε φυσικό χρόνο χωρίς να γίνει ούτε ένα cut.
Με εντυπωσίασε τρελά ο Γερμανός κι επίσης είδα ότι η ΑΚΑΔΗΜΙΑ αυτή την ταινία έσπρωξε από τη ΓΕΡΜΑΝΙΑ ως νέα κινηματογραφική πρόταση κι όχι τις άλλες που αναφέρονται στις ναζιστικές ενοχές της όπως «ΤΑ 13 ΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ» (από την οποία προτάθηκε μόνο ο πρωταγωνιστής για βραβείο ερμηνείας) ή το «LABYRINTH OF LIES» που παραγκωνίστηκε τελείως κι ας είναι αυτό που η ΕΠΙΣΗΜΗ Γερμανία υπέβαλε για το Οσκαρ.
Στη «VICTORIA» δεν έχουμε μόνο πείραμα αλλά και ΑΠΟΔΕΙΞΗ. Διότι το έργο έχει και σενάριο και μάλιστα σενάριο που μας κρατά σε αγωνία. Με χαρακτήρες, υπόθεση, ένταση , ανέλιξη αλλά κι εναλλαγές χώρων. Βέβαια σε συγκεκριμένα πλαίσια αυτοί οι χώροι.
Η υπόθεση έχει για κεντρική ηρωίδα μια Ισπανιδούλα που έχει καταφύγει στο Βερολίνο , δουλεύει σε κάποιο «καφέ», ένα βράδυ γνωρίζεται με κάποιους τύπους, οι οποίοι σιγά σιγά την ενσωματώνουν στην ομάδα τους που σκοπό έχει την διάπραξη μιάς ληστείας στη διάρκεια της νύχτας. Η ληστεία γίνεται, κάτι στραβώνει, προλαβαίνουν κι αναπτύσσονται σχέσεις, κι η κάθαρση έρχεται πάντα μέσα από τη τραγωδία- για να μην αποκαλύψω το τέλος.
Αυτή λοιπόν την υπόθεση, για την οποία σκέφτομαι ότι αν είχε γυριστεί με τον παραδοσιακό τρόπο, μπορεί και να την αντιμετωπίζαμε ως ταινία της σειράς, παρόλο ότι κι εκεί πάλι σφάλμα θα διαπράτταμε διότι έχει μια άλλη σεναριακή προσέγγιση του θέματος «διάπραξη ληστείας», δεν είναι το παραδοσιακό «ριφιφί», είναι ένα πλησίασμα του σημερινού Βερολίνου, οι τύποι αν και παρανομούν μας γίνονται έως κι εξαιρετικά συμπαθείς, όχι επειδή το έργο θωπεύει την έννοια «ληστεία» αλλά επειδή μας τους δείχνει στις ανθρώπινες και νεανικές τους διαστάσεις ως παιδιά του σήμερα..Αλλωστε, σε όλα τα έργα που πρωταγωνιστούν ληστές ή γκάνγκστερς, πάντα αυτοί δεν μας γίνονται συμπαθείς; Εξού κι υπάρχει η κάθαρση για να κλάψουμε στο τέλος τον Αλαίν Ντελόν όταν σκοτώνεται, τον Χώμφρει Μπόγκαρτ όταν προδίδεται, την παρέα του «Τοπ Καπί» που λυπούμαστε πως για μια μικρή λεπτομέρεια το σχέδιο χάλασε και τα μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν.
Αυτή λοιπόν την υπόθεση, για να συνεχίσω την αρχή της προηγούμενης παραγράφου που διέκοψα με παρενθετικές προτάσεις, που με τα στοιχεία που παρέθεσα δηλώνει και σενάριο, την παρακολουθούμε με τον ευφυή τρόπο του Ζεμπάστιαν Σίπερ οπότε το κινηματογραφικό μεθύσι είναι αναπόφευκτο. Εκτός αν θες να τη βγεις του σκηνοθέτη ότι τα ξέρεις καλύτερο από εκείνον. Αηδίες!
Διότι είναι πολύ ξύπνιος και πολύ γνώστης και δια του σεναρίου σε κεντρίζει να παρακολουθήσεις την κινηματογραφική καινοτομία του.
Μα είναι καταπληκτικό πως η κάμερα ακολουθεί, μπρος πίσω δεξιά κι αριστερά, αλλάζει χώρους , μπαίνει σε ασανσέρ, ανεβοκατεβαίνει πατώματα, διαπράττεται εξέλιξη της δράσης από το ένα πάτωμα στο άλλο κι από το ένα κτίριο στο άλλο ΚΙ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΛΑΝΟ !!!!!!!!!!!
Χάζεψα!!!
Κι ας έχω περάσει ΟΛΗ την έως τώρα ζωή μου στο σινεμά. Θα έπρεπε να μη με εντυπωσιάζει πιά τίποτε. Μωρέ τι μας λες;
Οι φωτισμοί καταρχήν. Πως μεταφέρεται η κάμερα κι ο φωτισμός παραμένει ομοιογενής! Επίσης, όταν μπαίνουν στο ασανσέρ. Τέσσερα άτομα. Σε ένα μικρό ασανσέρ. Αναρωτήθηκα «πως διάολο χωρέσανε» αλλά ΟΚ είπα του εαυτού μου ‘οι τέσσερις και ο κινηματογραφιστής με την κάμερα στο χέρι, χωράνε». Διότι ο μπαγάσας ο Γερμανός σε αυτή τη σκηνή δεν έχει βάλει ήχο. Και λέω, εμ βέβαια, ξύπνιος, δεν χωρούσε κι ο ηχολήπτης εκεί μέσα. Μετά όμως, σε άλλη σκηνή ασανσέρ, πιθανώς επειδή υποψιάζεται ότι κάποιοι θα το έχουν επίσης υποψιαστεί, ξαναβάζει σκηνή με ασανσέρ ο τετραπέρατος, όπου μάλιστα, γράφει και διάλογο γύρω από το ότι στη Γερμανία αποφεύγουν να μιλούν στα ασανσέρ. Όμως εδώ, αυτή τη φορά, έχει μονο δύο πρόσωπα μέσα στην καμπίνα: Αρα, εδώ χώραγε κι ο ηχολήπτης με το δικό του μηχάνημα.
Όπως καταλαβαίνεται, ήμουν τόσο εντυπωσιασμένος , μιλούμε, το επαναλαμβάνω , περί πραγματικής καινοτομίας στο σινεμά έως κι επανάστασης , και σκεφτόμουν σχετικά με αυτό θέματα. Πως φυσικά η ταινία μονοπλάνο δεν είναι για όλες τις περιπτώσεις, για όνομα του Θεού και του Σινεμά.
Όμως αναρωτήθηκα για ένα πράγμα. Τι κάνουμε εδώ; Καταργούμε το ΜΟΝΤΑΖ; Αυτό που ως τώρα θεωρείται η ραχοκοκαλιά της ταινίας; Μετά από πολλή σκέψη, πάντα στη διάρκεια παρακολούθησης της ταινίας (καταλαβαίνεται πόσο «μέσα» είχα μπει) διαπίστωσα ότι το μοντάζ στην περίπτωση ταινίας-μονοπλάνο, μεταφέρεται στο σενάριο. Το σενάριο είναι γραμμένο θαρρείς από μοντέρ ή από λογική μοντάζ. Διότι οι σκηνές είναι μικρές πολύ μικρές, με διαρκή εξέλιξη, περιεκτικότητα, εξού και σου κρατούν το ενδιαφέρον. Εξού κι υπαγορεύουν στην όλη παραγωγή μια ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ και ΤΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΊΑ ώστε καθώς κινείται η κάμερα κι αλλάζουμε σταδιακά περιβάλλον, το καινούργιο περιβάλλον να είναι πλήρως έτοιμο ώστε να υποδεχτεί το γύρισμα της νέας σκηνής ενώ άλλη ομάδα κινηματογραφιστών και συνεργείου περιμένει παρακάτω τη δική της λήψη έχοντας ετοιμάσει ΠΛΗΡΩΣ το πρόγραμμα.
Τι άλλο να προσθέσω; Αν συνεχίσω , θα κουραστεί κι ο αναγνώστης