Μια κι όπως έγραψα και σε άλλο σημείωμα, το Φεστιβάλ έχει πάρα πολλά παράλληλα προγράμματα, δεν γίνεται να τα παρακολουθείς όλα, διαλέγεις λίγα φιλμ και με αυτά ασχολείσαι, ώστε να έχει κάποια σημασία κι η δική σου κριτική παρέμβαση. Αλλωστε, έχω τονίσει επανειλημμένως, ότι μέχρι δύο ταινίες τη μέρα επιτρέπεται να βλέπεις από τους ίδιους τους νόμους της προσληπτικότητας. Από την τρίτη ταινία και μετά δεν «καταγράφεις», γίνεσαι μόνο καταναλωτής εικόνων και το μόνο νόημα στις πολλές ταινίες είναι να κάνεις σαν το μωρό παιδί, όταν σε ρωτάνε πόσες ταινίες είδες, όπως τότε που καλοκαίριαζε και σε ρωτούσαν «πόσα παγωτά έφαγες;», «πόσα μπάνια έχεις κάνει;»
1. ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ «CHRONIC»
Το οποίο θα βγεί κάποια στιγμή στη διανομή με τον ελληνικό τίτλο «Το χρονικό μιάς αθωότητας». Γαλλο-μεξικανική δηλώνεται, αμερικάνικη μου φάνηκε, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι ο ΜΙΣΕΛ ΦΡΑΝΚΟ, που είχε κάνει το «Μετά τη Λουτσία», το οποίο έρχεται από τις Κάνες ενισχυμένο με το βραβείο σεναρίου. Πρωταγωνιστής είναι ο ΤΙΜ ΡΟΘ, σε εξαιρετική φόρμα. Δεν θα κρίνω εδώ το βραβείο των Κανών, άλλωστε με τα βραβεία των Φεστιβάλ δεν μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα διότι δίνονται από επιτροπή που δεν ξέρεις σε ποια φάση βρίσκεται σχετικά με την εκάστοτε ταινία που βραβεύει, αν το δίνει για κάποια καλλιτεχνική επισήμανση ή αν θέλει να τακτοποιήσει εκκρεμότητες….. Θα σταθώ σε αυτό που είναι η ταινία, η οποία έχει για ήρωα ένα νοσηλευτή και παρακολουθούμε κατά την εξέλιξη της υπόθεσης τη σχέση του με τους ασθενείς , πως δένεται μαζί τους και θα μάθουμε στην πορεία και τι μυστικό κουβαλάει.
Από αυτή την άποψη ΚΑΙ φαίνεται ενδιαφέρον αλλά ΚΑΙ παρακολουθείται με ενδιαφέρον. Ναι, το πορτραίτο ενός νοσηλευτή δεν είναι κάτι συνηθισμένο , έχει μια πρωτοτυπία αλλά κι έναν ανθρωπισμό. Εκεί που έχω κάποιες σοβαρές ενστάσεις είναι ως κινηματογράφος , ένας τέτοιος κινηματογράφος τι νόημα έχει. Και θα εξηγηθώ: Πως ήταν το «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» με τον Βέγγο που άλλαζε επαγγέλματα και σε κάθε ένα βλέπαμε κι ένα σχετιζόμενο περιστατικό με τη μορφή εκεί βεβαίως του επιθεωρησιακού σκετς. Όχι, δεν μεταχειρίζομαι ειρωνικά την αναφορά. Εδώ βλέπουμε στο είδος «δράμα», τον κεντρικό ήρωα να αλλάζει ασθενή κι αρρώστια. Στον κάθε ασθενή που κουράρει παρακολουθούμε και μια διαφορετική σοβαρή ασθένεια με όλα της τα συμπαρομαρτούντα να διαδραματίζονται ενώπιον μας. Η μία έχει Aids, ο δεύτερος ασθενής βαρύ εγκεφαλικό, η τρίτη καρκίνο στα οστά, ο τέταρτος κινητικά προβλήματα. Το δράμα των ασθενών και τα συμπτώματα της έξαρσης της ασθένειας εκτυπώνονται μπροστά στα μάτια μας. Με κάθε έναν από αυτούς ζει και μια διαφορετική σχέση κι από περίπτωση σε περίπτωση μας δίνεται η πληροφορία και για τον ίδιο για να μάθουμε επιτέλους το μυστικό που κουβαλά το οποίο έχει επίσης να κάνει με αρρώστια κι είναι εξίσου τραγικό αφού έχει κάνει ευθανασία στον γιό του και στο τέλος εκεί που κάνει τζόκινγκ, ένα αυτοκίνητο διερχόμενο του δίνει μια του νοσηλευτή και τελειώνει το έργο. Αδυνατώ να καταλάβω ως κινηματογράφος αυτό τι εξυπηρετεί. Είτε ως Τέχνη σε ένα Φεστιβάλ είτε και ως ψυχαγωγία μεθαύριο όταν θα βγεί για διανομή στις αίθουσες κι ο θεατής θα κληθεί να πληρώσει εισιτήριο. Για να δει τι; Διότι από το έργο απουσιάζει η ποιητική αναδημιουργία, είναι σαν μια επίσκεψη σε νοσοκομείο με βαριά περιστατικά, οι ασθενείς βογκούν, οι εμετοί πάνε κι έρχονται, οι άνθρωποι λερώνονται, ο νοσηλευτής με αυταπάρνηση τους καθαρίζει αλλά υπάρχουν, θεωρώ, τρόποι και τρόποι ώστε να δείξεις την ενδιαφέρουσα περίπτωση ενός τέτοιου ανθρώπου κι όχι τις ίδιες τις αρρώστιες. Σε τι μας εμπλουτίζει ως ανθρώπους μια τέτοια εντρύφηση; Οφείλω μόνο να του αναγνωρίσω δύο πράγματα που τα θεωρώ σημαντικά επειδή δηλώνουν άνθρωπο με ταλέντο, Το ένα είναι ο ρυθμός του. Ο ρυθμός αφήγησης είναι τόσο συγκροτημένος ώστε να μην παίρνεις την απόφαση να φύγεις αν περάσει από το νου σου η τάση για απόδραση. Το δεύτερο είναι πως ενώ βλέπουμε όλα τα παραπάνω φάτσα-κάρτα που λένε, μπροστά στα μάτια μας οι εμετοί κι οι πόνοι και τα λερώματα, καμία εικόνα δεν είναι αποτροπιαστική. Το ότι κατάφερε να μας πιάνει την ψυχή χωρίς να μας αηδιάζει όταν άλλοι, σε ταινίες άλλου τύπου, σού δείχνουν στα καλά καθούμενα τον εμετό σε γκρό πλαν κι εσύ στρέφεις το πρόσωπο αλλού ενώ εδώ δεν συνέβη ποτέ, είναι επίτευγμα. Του τα αναγνωρίζω αυτά τα δύο στοιχεία αλλά η ένσταση παραμένει ανοιχτή: Το δράμα , ως είδος, λυτρώνει τον άνθρωπο. Από αυτό το φιλμ δεν βγήκαμε λυτρωμένοι από κάτι. Σκεφτήκαμε , εγώ τουλάχιστον, ανθρώπους που έχασα από κάθε μία εκ των παραπάνω ασθενειών. Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, έχω να του πω ότι δεν έπραξε σωστά διότι ακριβώς την προηγουμένη ήμουν σε μνημόσυνο για την απώλεια ανεκτίμητου φίλου από μία από τις παραπάνω αρρώστιες. Οχι δεν με λύτρωσε, δεν απόλαυσα ένα δράμα της Τέχνης, ούτε τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» ούτε τον «Μεθύστακα» ούτε τον «Θάνατο του εμποράκου» αλλά πόνεσα με ένα δράμα της ζωής με το οποίο είχα πονέσει λίγες ώρες πριν.
2. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ»
Οι σκέψεις , γύρω από αυτή την ταινία, αφορούν στον ελληνικό κινηματογράφο. Και στο πως είναι δομημένος ως σύστημα με αποτέλεσμα οι παθογένειες του να επηρεάζουν και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΙΑΝΟΣ, που έκανε την ταινία, είναι ένας αγνός ονειροπόλος. Καλώς ή κακώς δεν θέλησε να ενταχθεί στο σύστημα. Καλώς ή κακώς κι εκείνοι που εντάσσονται στο σύστημα δεν σώζονται όλοι κινηματογραφικά. Συνεπώς αυτό που μετράει είναι η συνέπεια αλλά επειδή μιλάμε για Τέχνη (και δεν το λέω με τη «βαριά» έννοια) καλό είναι η συνέπεια να αφορά και στο αποτέλεσμα. Τι θέλω να πω; Σέβομαι και τιμώ τους ανένταχτους αλλά το πρόβλημα στις ταινίες τους , το πρόβλημα εννοώ που βγαίνει στις ταινίες τους, κι αναφέρομαι στους Ελληνες με τους οποίους ζω όλα μου τα χρόνια, είναι πως αφού είναι ανένταχτοι, αφού μπόρεσαν να κάνουν την ταινία, με την ψυχή στα δόντια, μόνοι κι αβοήθητοι, έχουν μάθει να μη δίνουν και λογαριασμό σε κανένα. Οι ενταγμένοι έχουν πίσω τους ή εταιρεία να τους παρέχει βοήθεια ή στρατιές κριτικών να κατεβάζουν όλο το θεωρητικό οπλοστάσιο προκειμένου να βρουν πράγματα που οι ταινίες δεν έχουν,, οι ανένταχτοι δεν έχουν κανένα και κινδυνεύουν πάντα να τους χαρακτηρίσουν και «ψώνια» οι ενταγμένοι. Αυτό είναι μια παθογένεια του ελληνικού κινηματογράφου έτσι όπως λειτούργησε στα τελευταία 40 και κάτι χρόνια. Στην περίπτωση του Μαριανού, αυτό που λείπει είναι ακριβώς η πειθαρχία. Η πειθαρχία σε κάποιους κανόνες. Ιδέες έχει, συνέπεια ύφους επίσης διαθέτει, ούτε το χιούμορ του λείπει και μάλιστα καταφέρνει να το βγάζει απαλά ενώ ταυτοχρόνως μπορεί να είναι και οξύ, αλλά , θα το ξαναπώ, δεν πειθαρχεί. Βεβαίως κι όταν έχεις φτύσει το γάλα της μάνας σου μέχρι να κάνεις την ταινία για ποιο λόγο να αισθάνεσαι ότι πρέπει να πειθαρχήσεις και σε τι; Αμ, εδώ είναι. Διότι η Τέχνη κι από τον πιο αναρχικό καλλιτέχνη αξιώνει υπακοή σε κανόνες. Το αναρχικό πνεύμα το θέλει, την άναρχη δόμηση όχι. Η άναρχη δόμηση είναι ένα πρόβλημα στην «Ειμαρμένη», είναι αυτή που καθυστερεί τον θεατή να συλλάβει την κεντρική ιστορία και του τη χαλάει πάνω που η ιστορία αρχίζει και του αρέσει. Πάνω που έχει ξεκαθαρίσει ποια είναι η κεντρική ιστορία, πάνω που έχει συμπαθήσει τον κεντρικό ήρωα και τον έχει συμπονέσει για τα παθήματα του, πάνω που έχει ξεκαθαρίσει αυτά όλα που τον μπέρδευαν είτε στην αρχή είτε στη συνέχεια, όπου όσα αφορούν στην κεντρική ιστορία οφείλω να τα χαρακτηρίσω κι απολαυστικά κι ευρηματικά όπως ο αυτοσαρκασμός του σκηνοθέτη με τον Αλκη Παναγιωτίδη να συστήνεται με το όνομα του σκηνοθέτη της ταινίας και με τη λύση που δίνεται, όπως και τα τόσο γλυκά δοσμένο περιστατικό με τον ταβερνιάρη που του προσφέρει άσυλο εκεί που οι άλλοι του την είχαν στήσει. Στο τέλος πάνω που θέλουμε να καταλάβουμε επιτέλους τι έγινε με αυτό το Τάμα και τον Αγιο, πάλι τον ξαναπιάνει ο αναρχο-οίστρος κι επειδή φτάνουμε φινάλε, είναι αργά πιά και για τον θεατή. Στην ταινία, ωστόσο, αναγνωρίζω συνέπεια ύφους και συμβάλει σε αυτό κι η κάμερα του Κώστα Σταμούλη που με ενιαίο ύφος καταγράφει τις παλινδρομήσεις της ιστορίας και της ταινίας.