Η ΜΙΡΚΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ στο ρόλο της ζάπλουτης Κας ΖΑΧΑΝΑΣΙΑΝ δίνει ερμηνεία υψηλού επιπέδου. Στο ρόλο της «γηραιάς κυρίας» που επιστρέφει στον τόπο της από τον οποίο έφυγε σχεδόν παιδί, διωγμένη και ντροπιασμένη και τώρα επιστρέφει πλούσια και δυνατή, με τη δύναμη που της παρέχει το χρήμα αφού κληρονόμησε ένα εκατομμυριούχο Αρμένη ο οποίος τη γνώρισε σε ένα μπορντέλο στο Αμβούργο και την παντρεύτηκε. Και τώρα θέλει να εκδικηθεί τον κύριο υπαίτιο, αυτόν που την «εκμαύλισε» τότε. Κι η οποία με το χρήμα θα εξαγοράσει τους κατοίκους της φτωχής κωμόπολης και θα τους κάνει εκτελεστικά όργανα στην εκδίκηση που ετοίμασε.
Θα εξηγήσω και για τα περί «υψηλού επιπέδου». Ναι, διότι είναι ένας ρόλος δύσκολος, όπως είναι κι ένα ΕΡΓΟ δύσκολο. Κι είναι δύσκολο για το πώς θα παιχτεί. Αν ανεβαστεί ρεαλιστικά κινδυνεύει να γίνει ένα ανήθικο δράμα που διδάσκει από καθέδρας την εκδίκηση και φυσικά με τίποτε δεν θα γίνει πιστευτό. Αρα, θέλει άλλη προσέγγιση. Είναι ένα έργο που έτυχε να το δω πάρα πολλές φορές. Μέχρι και στο Εθνικό Θέατρο του Ανατολικού Βερολίνου, το έχω δει. Ετσι ακριβώς. Χώρια τις εδώ, χώρια και την ταινία. Όχι επειδή είναι έργο που μου αρέσει τόσο πολύ ώστε να μη χάνω ανέβασμα του μα γιατί το ίδιο το έργο, για κάποιο λόγο, έρχεται και πέφτει πάνω μου.
Η προσέγγιση του Αλέξανδρου Κοέν είναι η πιο σωστή από όσες έχω δει, με εξαίρεση εκείνη του Μινωτή. Διότι την έχει στηρίξει όλη πάνω στο γκροτέσκο. Κι αν είχε κι ένα πιο πεπειραμένο θίασο, πλην τεσσάρων συγκεκριμένων ηθοποιών, και τη δυνατότητα μιάς καλύτερης, μιας πλουσιότερης θεατρικής παραγωγής, θα είχε βγάλει πολύ μεγάλο θέατρο. Με τις δυνατότητες που είχε κατάφερε να περάσει την ολοκληρωμένη άποψη κι η άποψη αυτή στηρίζεται όπως είπα στο ΓΚΡΟΤΕΣΚΟ: Στη διόγκωση, στην παραμόρφωση, ενίοτε και στην εξωτερική καρικατουροποίηση αν κι εδώ φαίνονται οι απειρίες κι οι αδυναμίες κάποιων ερμηνευτών να το κάνουν να φαίνεται υπερβολικό.
Οπου αυτό το στοιχείο υπάρχει απόλυτα μέσα στο έργο, διαχέεται από τον τρόπο γραφής κι από τα συμβαίνοντα αλλά κι από τα πρόσωπα κι από το πώς περιγράφονται κι ο Κοέν το έχει περάσει και στο λόγο, έχει αφήσει να φανεί από τον ίδιο το λόγο του Ντύρενματ μια κι ο ίδιος υπογράφει και τη μετάφραση.
Κι ο τρόπος με τον οποίο το στήνει αυτό το γκροτέσκο τη σκηνή αλλά κι οι προεκτάσεις του, στο πως θα παιχθεί αυτό το έργο ώστε να ικανοποιεί και τις θέσεις, τις «οδηγίες» του ίδιου του συγγραφέα(αν κι εγώ προσωπικά πιστεύω πως από τη στιγμή που το έργο ολοκληρώνεται, φεύγει από το δημιουργό του κι αρχίζει το δικό του ταξίδι χωρίς να ξέρει τι το περιμένει παρακάτω, τι ερμηνευτικούς τρόπους θα δεί να του βρίσκουν , τι πόρτες να του ανοίγουν προς πράγματα που ο συγγραφέας μπορεί να μην είχε καν υποπτευθεί, χωρίς και να μπορεί πια να επέμβει) ο οποίος δεν θέλει να υπογραμμίζονται στην ερμηνεία τα προφανή.
Ο Αλέξανδρος Κοέν επέβαλε ένα στυλιζάρισμα στην ερμηνεία , μόνο που το στυλιζάρισμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το δε γκροτέσκο το πέτυχε κυρίως με τα κοστούμια. Τα οποία βοήθησαν τους ηθοποιούς στο να λυθούν προς αυτή την κατεύθυνση και να ανταποκριθούν στη συνολική γραμμή της στυλιζαρισμένης γκροτέσκας ερμηνείας. Όλα τα κοστούμια είχαν μια ή και παραπάνω δόση υπέρβασης, όλα είχαν μια τάση γελοιογράφησης (όχι γελοιοποίησης) και θαρρείς κι ήταν αυτά που απηχούσαν και το πνεύμα του συγγραφέα. Για ένα έργο, που έρχεται κι αποδεικνύει μια τεράστια αντοχή στο χρόνο η οποία πλέον το εντάσσει στο κλασικό ρεπερτόριο . Πιο ανταποκρινόμενα κοστούμια δεν έχω ξαναδεί σε παράσταση αυτού του έργου. Στην Ανατολική Γερμανία το γκροτέσκο πήγαιναν να το δηλώσουν με ένα «ρεαλιστικό» τρόπο, με το να κυκλοφορεί η Κα Ζαχανασιάν, η ηρωίδα, με τον πάνθηρα επί σκηνής. Ναι, τον πάνθηρα που αναφέρει το κείμενο, τον έβγαζαν βόλτα κανονικά. Δεν με έχει εντυπωσιάσει καθόλου. Περισσότερο ήταν ρεαλιστικό εύρημα παρά… Θα μου πεις βέβαια, ήταν και για εκείνους μια προσέγγιση στο γκροτέσκο διότι το να σου περιγράφει μια κυρία πως κυκλοφορεί και με πάνθηρα και να στη δείχνει κιόλας, ε, …είναι μια άποψη αλλά σηκώνει συζήτηση.
Εννοείται βέβαια πως κι εκεί, όπως και σε άλλες παραστάσεις του έργου που έχω δει, επικρατεί η λογική της αλληγορίας για το χρήμα. Η τωρινή παράσταση φυσικά και κράτησε το στοιχείο αφού αναφέρεται μέσα στο έργο αλλά δεν το έκανε αλληγορία σκέτη. Θα επαναλάβω κουραστικά ίσως τη λέξη γκροτέσκο. Ισως γιατί ήταν αυτό που μου άρεσε. Και τα κοστούμια έφτιαχναν αυτό τον «κόσμο». Τα σκηνικά όχι τόσο- ήταν και λίγο φίρδην μίγδην ίσως όχι από αδυναμία σκηνογράφου αλλά από οικονομική αδυναμία της παραγωγής. Τα κοστούμια ανέλαβαν το δύσκολο ρόλο διότι είχαν να δώσουν κι ερμηνευτική γραμμή στους ηθοποιούς
Θυμόμουν τα κοστούμια από την ταινία του ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΒΙΚΙ με την ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ και τον ΑΝΤΟΝΥ ΚΟΥΗΝ, που ήταν μια γοητευτική αποτυχία , όπου ανάμεσα στα άλλα προβλήματα , δεν ταίριαζαν κι οι ηλικίες. Τα κοστούμια του Ελβετού ΡΕΝΕ ΥΜΠΕΡ ήταν το μόνο στοιχείο της ταινίας που είχε προταθεί για Οσκαρ. Όμως κι εκείνα, ακριβώς επειδή υπήρχε σύγχυση στην υπόλοιπη ταινία, είχαν ως σκοπό να κάνουν λαμπερή την Ινγκριντ Μπέργκμαν με μια δόση εκκεντρικότητας. Και φυσικά δεν κέρδισαν. Ηττήθηκαν από τη «Νύχτα της Ιγκουάνα».
Γι αυτό και στα κοστούμια της τωρινής παράστασης (που φέρουν την υπογραφή- σύμφωνα με το πρόγραμμα- CelebritySkin, που δεν μου λέει τίποτα και με παραπέμπει απευθείας σε σκηνοθέτη) δίνω τόση σημασία κι εξαρτώ και τις ερμηνείες.
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ανταποκρίθηκε σε αυτό με περίσσευμα εκτοπίσματος, κύρους κι ερμηνευτικής ευφυίας αφού είναι η δεύτερη μετά την ΠΑΞΙΝΟΥ, που βλέπει στο ρόλο κωμικά στοιχεία. Οι άλλες που έχω δει, την βλέπουν την ηρωίδα «δραματικά». Η Παπακωνσταντίνου της έδωσε λανθάνοντες κωμικούς τόνους διαρκούσης όλης της ερμηνείας. Από την αρχή ίσαμε το τέλος. Ο ρόλος είχε βρει το περίβλημα του κι ούτε πόντο δεν ξέφυγε ποτέ από αυτό το περίβλημα. Μόνο που η αναφορά στην Παξινού, που για μένα είναι ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, δεν ήρθε όταν συνειδητοποίησα στην εξέλιξη της παράστασης πως η Παπακωνσταντίνου έβλεπε το ρόλο με υπόδειξη αδιόρατης κωμικότητας που ήταν κι ο τρόπος ερμηνείας της Παξινού στο ρόλο όταν είχε θριαμβεύσει στο Εθνικό αλλά από την πρώτη εμφάνιση της Μίρκας στη σκηνή. Από το ειδικό βάρος, από το ξεχωριστό στήσιμο, από την ίδια την κίνηση, την «βαριά» κι επιβλητική, όλα υποδεικνυόμενα και τίποτε σαν να προέρχεται από το χώρο του ρεαλισμού. Η απόλυτη επιβολή της από τα πρώτα βήμα στη σκηνή μου είπαν από μέσα μου το όνομα «Παξινού». Δεν τις συγκρίνω ούτε είναι ηθοποιοί ίδιας ιδιοσυγκρασίας αλλά κάποιοι χαρακτηρισμοί έχουν κι ονοματεπώνυμο.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΑΤΑΣ στάθηκε επάξια στο ρόλο του Κου Ιλ, του υπαίτιου, υπακούοντας στο γκροτέσκο αλλά δίνοντας εκπληκτικό μέτρο που δεν το έχασε δευτερόλεπτο. Κι η ΥΒΟΝΗ ΜΑΛΤΕΖΟΥ ανταποκρίθηκε για μια ακόμα φορά (κι εδώ είχαμε ένα υπέροχο γκροτέσκο κοστούμι για ρόλο) έτσι όπως έχει ανταποκριθεί κι άλλες φορές. Δηλαδή, κάπου την περίμενα. Μου άρεσε αλλά δεν με εξέπληξε, την ήξερα.
Εκείνη που με εξέπληξε ήταν η ΑΙΜΙΛΙΑ ΥΨΗΛΑΝΤΗ. Στο ρόλο της Δημάρχου. Είχε απόλυτη συναίσθηση της σκηνοθετικής γραμμής και της κάθε ατάκας, της κάθε λέξης, του δύσκολου ισορροπητικού τρόπου που πρέπει να κάνει τα πολιτικά σχόλια για τα οποία την υποχρεώνει ο ρόλος , χωρίς να ειρωνεύεται, χωρίς να γελοιοποιεί , χωρίς να κηρύττει αλλά μέσα σε ένα γκροτέσκο κλίμα, που τα αφήνει όλα απροσδιόριστα.. Μα πριν τα προσέξω αυτά, η Αιμιλία Υψηλάντη είχε προβάλει ένα άλλο προσόν που στάθηκε πολύ βοηθητικό στο να με κάνει να δω αυτά που ανέφερα: Τη σκηνική της παρουσία. Αυτή την υπέροχη γυναικεία φιγούρα. Πάνω στη σκηνή. Τι σημαντικό πράγμα που είναι , τελικά, για τον Ανθρωπο, η στιγμή της ωρίμανσης του! Όταν πιά μπορεί κι εξουσιάζει επί σκηνής τον εαυτό του και μπορεί να ανταποκρίνεται σε μια δύσκολη επιλογή κάνοντας ό, τι θέλει το σώμα του. Μόνο φεύγοντας θυμήθηκα ότι μου είχε αρέσει κι ως «κακιά» προισταμένη στη «Φωλιά του κούκου» όταν το είχε ανεβάσει ο Νίκος Κούρκουλος πριν από πολλά χρόνια στο θέατρο «Κάππα» .
Ο υπόλοιπος θίασος βοηθήθηκε μόνο από τα κοστούμια, η απειρία , επαναλαμβάνω, ήταν εμφανής.