Δεν μπορείς όμως ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ κι ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ να τα βάλεις ούτε με τους ΚΟΕΝ και τον ΤΣΑΡΜΑΝ ούτε φυσικά και με τον ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ διότι αφενός οι πρώτοι έχουν γράψει ένα υπέροχο σενάριο ψυχροπολεμικού κινηματογράφου η δε συνεργασία του δεύτερου με τους πρώτους είναι απίστευτη. Εχουν «δέσει» μεταξύ τους εκπληκτικά.
Α, το «ψυχροπολεμικό» φιλμ, είναι ΕΙΔΟΣ. Είδος νοσταλγίας επειδή έρχεται από μια άλλη εποχή. Τότε δεν λεγόταν «ψυχροπολεμικό» αλλά «κατασκοπικό». Κατασκοπικό όμως σήμαινε Ψυχρό Πόλεμο, ανάμεσα σε Δυτικούς κι Ανατολικούς, μεταξύ Αμερικανών και Σοβιετικών.
Γούσταρε ο Σπίλμπεργκ να σκηνοθετήσει κι ένα τέτοιο, που όταν ήταν πιτσιρικάς έβλεπε να τα κάνουν ο ΑΝΑΤΟΛ ΛΙΤΒΑΚ, ο ΜΑΡΚ ΡΟΜΠΣΟΝ κι ο ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ και που όταν μεγάλωνε είδε να παίρνουν τη σκυτάλη και να τους δίνουν κανόνες σοβαρότητας επειδή άλλαζε κι η εποχή ο ΜΑΡΤΙΝ ΡΙΤ με τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το Κρύο» ή ο ΣΥΝΤΝΕΥ ΛΙΟΥΜΕΤ με τον «Κατάσκοπο του Λονδίνου» ή ο ΤΖΩΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ με το "Γράμμα του Κρεμλίνου" ή στην Ευρώπη ο ΜΑΙΚΛ ΓΟΥΙΝΕΡ με τον «Σκορπιό» όπου είχε επανενώσει δέκα χρόνια μετά τον «Γατόπαρδο» τους ΜΠΑΡΤ ΛΑΝΚΑΣΤΕΡ κι ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ ή ο ΑΝΡΙ ΒΕΡΝΕΙΓ που έκανε στην πατρίδα του Γαλλία το «ΦΙΔΙ» όπου έπαιζε κι ο ΓΙΟΥΛ ΜΠΡΥΝΕΡ.
Αυτά ήταν τα ωραία κατασκοπικά, όλα ψυχροπολεμικά, αλλά το 1973 βάζει ένα τέλος ο ΦΡΕΝΤ ΖΙΝΕΜΑΝ με το αριστούργημα «Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΤΣΑΚΑΛΙΟΥ» που δεν ήταν «ψυχροπολεμικό» αλλά είχε να κάνει με την απόπειρα δολοφονίας του ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΟΛ από το «Τσακάλι» στο Παρίσι του 1962, τότε με τα γεγονότα της Αλγερίας. Εκείνο το φιλμ αποτέλεσε το πρότυπο του Σπίλμπεργκ κατά δική του ομολογία όταν θέλησε να κάνει το «ΜΟΝΑΧΟ», ένα εκ των καλυτέρων του φιλμ, που του έδωσε μεγαλόπνοες διαστάσεις.
Αυτά λοιπόν ήταν τα έργα που έβλεπε ο Σπίλμπεργκ και οι Κοέν , όπως κι ο υπογράφων που πέθαινα για εκείνα τα έργα κι εξακολουθώ να τα αναζητώ ακόμα και σήμερα και να μαγεύομαι από την ατμόσφαιρα τους, το μυστήριο, τους «καλούς» και τους «κακούς»
Ξεκίνησε δηλαδή ο Σπίλμπεργκ από το σοβαρό και τώρα θέλησε να ανατρέξει στο παρελθόν, να κάνει ένα από εκείνο το είδος.
Το οποίο, φυσικά, έχει γίνει με σημερινή ματιά. Η ματιά έχει να κάνει με το πώς σχολιάζει το έργο την εξάπλωση της τρομοφοβίας και υστερίας από την καθοδήγηση των πολιτών μέσω του Τύπου ενώ στη δεκαετία του ’50 και στο 1957 που εκτυλίσσεται η ιστορία η οποία φτάνει ως το 1961, δεν θα είχε γίνει έτσι παρα εντελώς αλλιώς. Εξού λοιπόν κι οι «καλοί» κι οι «κακοί» έχουν αλλάξει. «Κακοί» είναι οι μυστικές υπηρεσίες και στη μία πλευρά και στην άλλη, «καλοί» είναι εκείνοι που υπερασπίζονται τα δικαιώματα γενικώς και σίγουρα δεν θα υπήρχε σε έργο της ψυχροπολεμικής περιόδου εκδοχή αναγνώρισης της ιδεολογικής καθαρότητας του αντιπάλου.
Το έργο δεν έχει γίνει φυσικά γι αυτό το σκοπό αλλά ως σημερινό καλείται να ανταποκριθεί στο σήμερα ενώ στο ύφος, στη δομή, την αισθητική και τον τρόπο της δράσης ακολουθεί το «παλιομοδίτικο» που είναι και το ζητούμενο του.
Μα και το «ρετρό» έως ένα βαθμό υποσκάπτεται ειδικά στο δεύτερο μέρος όπου το έργο παίρνει άλλη τροπή και μας ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του.
Διότι στο πρώτο μέρος μένουμε με την εντύπωση ότι θα δούμε τη δίκη ενός Σοβιετικού πράκτορα και τον αγώνα που κάνει ο δικηγόρος για να τον υπερασπιστεί ως δικαίωμα στην υπεράσπιση ενώ εναντίον του είναι η κοινή γνώμη, ακόμα κι η οικογένεια του. Νομίζουμε ότι θα δούμε κάτι σαν τη δίκη του ζεύγους Ρόζενμπεργκ με δραματικά στοιχεία που καταδικάστηκαν ως κατάσκοποι των Σοβιετικών και έκατσαν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Όχι, διότι στο δεύτερο μέρος ο Σπίλμπεργκ κι οι Κοέν κι ο συν-σεναριογράφος Τσάρμαν μας επιφυλάσσουν το δώρο, την κατασκοπική μαγεία: Ένα ταξίδι στο Ανατολικό Βερολίνο καθώς κτίζεται το Τείχος και μεταφέρεται εκεί η δράση. Ω ρε μάνα μου! Ούτε παραγγελία να το είχα ο κατασκοπομανής!
Διότι, σε παράλληλη δράση, οι Αμερικανοί έχουν στείλει πιλότο κατάσκοπο πάνω από το Πακιστάν, που φωτογραφίζει σοβιετικά μυστικά, οι Σοβιετικοί τον πιάνουν, όπως έπιασαν κι οι Αμερικάνοι τον Σοβιετικό, και πρέπει να παιχθεί έργο διαπραγμάτευσης για ανταλλαγή των δύο κατασκόπων. Όμως καμία πλευρά δεν θέλει να γίνει αυτό με επισημότητα, για λόγους πολιτικού γοήτρου και στέλνεται ο δικηγόρος να συνομιλήσει με ανατολικό αντίδικο στο σχισμένο στα δύο Βερολίνο. Μόνο που η υπόθεση μπλοκάρεται διότι εμφανίζεται και τρίτος ανταλλάξιμος, ένας Αμερικανός φοιτητής που πήγαινε να περάσει το Τείχος.
Οπου ο Σπίλμπεργκ εδώ βγάζει όλη την ηδονή του(για να μην το πω πιο χοντρά) για το είδος, μα δεν αφήνει γωνιά του Βερολίνου εκείνου, του ανατολικού Βερολίνου των ημερών της ανέγερσης, τι το Check Point Charlie, που μπαίναμε με τα αυτοκίνητα, τι τον σιδηροδρομικό σταθμό της Φρίντριχστράσε, τι την Unter den linden, την κεντρική λεωφόρo του ανατολικού, τι τα γύρω σοκάκια, τα στενά, το Τείχος, τα τραμ, το γκρεμισμένο ακόμα από τον Πόλεμο Βερολίνο…. Κι επειδή έχω ψύχωση με αυτά, ξετρελλάθηκα διότι σε όλα αυτά τα σημεία έχω πάει ΕΠΙ ΤΕΙΧΟΥΣ. Μία φορά οδικώς από το Check Point, μία άλλη σιδηροδρομικώς, χώρια με το μετρό που περνούσαμε από κλειστούς σταθμούς. Τα είδα ΟΛΑ στην ταινία. Είναι πολύ άτιμος ο Σπίλμπεργκ, πολύ φτιαγμένος με αυτό που ήθελε να κάνει κι εξίσου μπαγάσηδες είναι κι οι Κοέν οι οποίοι για το κάθε σημείο έχουν φροντίσει να γράψουν τη σκηνούλα που θα το αναδείξει.
Μιλάμε για art directionμεγάλης ολκής, όπου έχει προσλάβει Γερμανό διευθυντή σκηνογραφίας για να του κάνει αυτό το θαύμα και για καπάκι τον Πολωνό διευθυντή φωτογραφίας ΓΙΑΝΟΥΣ ΚΑΜΙΝΣΚΙ , που τον έχει σχεδόν μόνιμο πιά, κι ο οποίος φωτίζει με τον πιο υποβλητικό και μαγκιόρικο τρόπο τις σκηνογραφικές επιλογές.
Οσο για τον ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ , απλά είναι ΤΕΛΕΙΟΣ. Σε εξαιρετική ερμηνευτική φόρμα.
Εννοείται πως είναι μια ελαφριά ταινία, πως δεν είναι «Μόναχο» δηλαδή, καθόλου, όμως, ελαφρά δοσμένη. Είναι δοσμένη όπως ήταν τα κατασκοπικά του ’50. Δεν είναι μεγάλο είδος για να διεκδικήσει Οσκαρ σε μεγάλες κατηγορίες, παίρνει όμως Οσκαρ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟΥ. Στην αίθουσα δεν ακουγόταν ούτε «κιχ» και δεν έγινε και διάλειμμα .
ΥΓ. Εχω την υποψία ότι στους τίτλους τέλους που αναγράφεται κατά τον παραδοσιακό τρόπο τι απέγιναν οι ήρωες, πως έχουμε «φάρσα» από τους Κοέν. Πως αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν υπαρκτά, πως μπορεί οι ιστορίες τους να μοιάζουν με κάποιων, κι οι Κοέν κατά προτροπή του Σπίλμπεργκ ή κατά δική τους αποκλειστικώς έμπνευση (μαζί με τον Τσάρμαν) το έκαναν όπως κάνουν οι «αληθοφανείς» στο σημερινό σινεμά. Ειδικά αυτό ότι έσωσαν στη συνέχεια 9.000 άτομα στην Κούβα, πολύ με ιντριγκάρισε κι αντέδρασα γελώντας. Εξού και ΝΟΜΙΖΩ ότι είναι φάρσα. Ο, τι , πάντως, και νάναι, χαλάλι τους κι εγώ προσωπικά τους ευχαριστώ!!!!!!!
ΥΓ 2. Με διήμερη καθυστέρηση ανακάλυψα πως δεν είχα αναφέρει στην κριτική τον ΜΑΡΚ ΡΑΙΛΑΝΣ, τον Βρετανό ηθοποιό που παίζει τον Σοβιετικό πράκτορα κι αφήνει όλους μας κατάπληκτους. Το παίξιμο του είναι αυτό για το οποίο μίλησε πολλές φορές ο Ηλίας Καζάν, το "απρόβλεπτο" παίξιμο. Ο ηθοποιός παίζει με ένα τρόπο που δεν έχει να κάνει με κανένα πρότυπο, κρατά μια αξιοθαύμαστη ισοροπία ανάμεσα στον ιδεολόγο και τον πράκτορα, ανάμεσα στον ένοχο και τον αδικημένο αθώο. Είναι εντελώς υψηλού διαμετρήματος . Κι εδώ παίρνει credit ο Σπίλμπεργκ, στο πόσο πολύ ψάχνει τις διανομές του. Κι αν θα είχε έτοιμους Αμερικανούς ηθοποιούς στη διάθεση του. Τι έψαξε και ποιόν βρήκε!!!!