Διαφημιζόταν ως μια ταινία για τους «BEACH BOYS», κι ως biopic, κατά κάποιο τρόπο του αρχηγού του εν λόγω «ποπ» συγκροτήματος Μπράιαν Γουίλσον. Ως διαφημιστικό «ατού» αναφερόταν πως δεν είναι μια ανάλαφρη μουσική ταινία για τα 60ς αλλά ως μια ταινία «ενδοσκόπησης» για τον leader Μπράιαν. ΚΙ ότι τον είχαν «σπάσει» στα δύο όπου στην ηλικία της έμπνευσης τον υποδυόταν ο ΠΟΛ ΝΤΑΝΟ και στην ηλικία της κατάρρευσης και της κατάθλιψης τον αναλάμβανε ο ΤΖΟΝ ΚΙΟΥΖΑΚ.
Αλήθεια ήταν!
Αυτό όμως τι σήμαινε; Σάμπως ήταν η πρώτη με βιογραφούμενο πρόσωπο από το χώρο της μουσικής που δεν θα βλέπαμε μόνο χορούς και πανηγύρια αλλά τη δραματική του ιστορία; Ποιους να πρωτοθυμηθούμε; Από τον «Τζόνυ Κας» με την «Τζουν Κάρτερ» ως την «Μπίλυ Χολινταιη» και τον «Μπομπυ Ντάρεν» και τον «Ρεη Τσαρλς» και…και….και…., δραματικές ταινίες είχαμε δει οι οποίες προσπαθούσαν, η κάθε μία με τον τρόπο της, να φωτίσουν τις σκοτεινές πλευρές των εικονιζόμενων ειδώλων τους.
Εδώ άρχιζαν οι «σκέψεις»
Τελικά, για να μην τα πολυλογώ η ταινία δεν κατάφερε να προβάλει «σημαντικότητα» στο βιογραφούμενο πρόσωπο. Οι προσεγγίσεις ήταν χαλαρές χωρίς δύναμη.
Και νομίζω ότι μέρος της ευθύνης φέρει το «εύρημα» να παιχθεί από διαφορετικό πρόσωπο η φάση της ζωής. Ετσι χάσαμε , τουλάχιστον, την ευκαιρία, να πλησιάσουμε όσο γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις ένα δραματοποιημένο πρόσωπο ως ενιαία πορεία ζωής.
Γιατί τον «έσπασαν» το ρόλο στα δύο; Σε τι ωφέλησε; Αναρωτιέμαι
Διότι τόσο στο κομμάτι του «νέου», αυτά που βλέπουμε δεν είναι άκρως σημαντικά που του συμβαίνουν, τουλάχιστον έτσι όπως δραματοποιούνται από το σενάριο. Και στη δεύτερη φάση, όταν ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατάθλιψη, ε, εκεί κι αν δεν απογειωνόμαστε, όταν έχουμε δει στο σινεμά καταθλίψεις και καταθλίψεις, ανθρώπινες συντριβές, μάχες με εαυτόν και αλλήλους κλπ, κλπ.
Αμφιβάλω αν θα την επισκεπτόμουν την ταινία ως «Β’ Προβολή» αφού δεν την είχα ακολουθήσει στην Α’, αν δεν έβγαιναν οι υποψηφιότητες όπου περιλάμβαναν τον Πολ Ντάνο στην κατηγορία του supporting για το ρόλο του Μπράιαν σε νεαρή ηλικία.
Ομολογώ, πως ούτε κι εδώ πήρα την απόλυτη ικανοποίηση και θα περιμένω και την Ακαδημία για να δω πόσο φταίω στην κρίση μου ή μήπως και δεν φταίω. Επειδή στον Πολ Ντάνο αναγνωρίζω μεν ένα ταλέντο αλλά είναι ταλέντο από εκείνα που έχουν να κάνουν με τη «φάτσα». Με τη φυσιογνωμία που κάνει τον ηθοποιό γεννημένο για να παίζει ρόλους προβληματικών κι αυτό έχει να κάνει πολύ με τη φυσιογνωμία. Επιπλέον, ο ίδιος ο ηθοποιός, σε κάθε ταινία που υποδύεται ένα προβληματικό χαρακτήρα, υπερτονίζει με το παίξιμο του τα προβληματικά στοιχεία ή σημεία του ήρωα. Και σε μένα αυτού του είδους η ερμηνευτική δεν είναι το «φόρτε» μου. Περιμένω λοιπόν να δω κι από την Ακαδημία, αν φταίνε οι δικές μου προσλαμβάνουσες που αντιδρούν υποκειμενικά σε ενός είδους παίξιμο ή αν η αντίδραση μου οφείλεται σε κάτι αντικειμενικό εξού και δεν το σηκώνουν. Κι αν προτάθηκε στα SpiritAwards, επειδή είναι «ανεξάρτητο». Αλλωστε, μόνο αυτός προτάθηκε και τίποτε άλλο από την ταινία.
Το ότι θεωρήθηκε supportingο ρόλος επίσης με βάζει σε σκέψη αλλά είναι και το μόνο σημείο που θα μπορούσα να δεχτώ αν λάβω υπόψη ότι όλη η ταινία είναι έτσι δομημένη σαν να αφηγείται την ιστορία του ώριμου ηλικιακά με παρεμβολές αλλά σχεδόν ισότιμες, της νεαρής ηλικίας. Οπότε σε μία τέτοια περίπτωση ο σπασμένος στα δύο ρόλος μπορεί να μεταβάλει σε supportingχαρακτήρα αυτόν που θα υποδυθεί τον νέο.
Ούτε ο μεγάλος με ικανοποίησε, έως και με απογοήτευσε. Παρόλο ότι ήμουν παλιά συμπαθώς διακείμενος όσον αφορούσε στον Τζον Κιούζακ, τον έβλεπα ως ένα παιδί με κάποιο ταλέντο, που έκρυβε από κάτω και μία δόση παιδικότητας, την οποία, είναι η αλήθεια, δεν του την είχαν αξιοποιήσει είτε με ρόλους είτε με διδασκαλίες είτε όμως και από δική του έλλειψη πρωτοβουλίας. Το παίξιμο του, χαρακτηριζόταν από ένα «μπλοκάρισμα» των ευαισθησιών που κατέληγε σε ελαφρά υποτονικότητα.
Τώρα, τον είδα επιπλέον να έχει και το «σύνδρομο Νίκολας Κέιτζ». Κι αναρωτήθηκα για μια ακόμα φορά γιατί τσιτώνουν το πρόσωπο τους, γιατί πάνε και πειράζουν τα μαλλιά τους, γιατί…γιατί…γιατί..Δεν κερδίζουν σε νιάτα, δεν ξεγελούν τον χρόνο, αντίθετα από τα «τσιτώματα» καταλήγουν σε μούρη δύσκαμπτη, στο να γίνει πιο εκφραστική. Δεν είδα πάθος στο ρόλο του καταθλιπτικού Μπράιαν, δεν είδα ερμηνευτικά την απόγνωση.
Η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΜΠΑΝΚΣ αντίθετα μου άρεσε στο ρόλο της κοπέλας του ώριμου Μπράιαν, και φυσικά, ο ΠΟΛ ΤΖΑΜΑΤΙ που του έδωσε και κατάλαβε σε «χρωματισμούς»
Για τον σκηνοθέτη ΜΠΙΛ ΠΟΛΑΝΤ, που προέρχεται από το χώρο της παραγωγής, δεν έχω να πω τίποτε. Είναι όλα τα παραπάνω που καθιστούν την ταινία αδιάφορη