Η ποιότητα είναι δεδομένη. Το μυθιστόρημα του ΣΑΙΝΤ ΕΞΥΠΕΡΥ εξακολουθεί να αποτελεί εγγύηση για την ψυχαγωγία και για τις έννοιες που περνάει σε ένα παιδί περί αγάπης, κατανόησης, συνεύρεσης, συνύπαρξης. Κατατάσσεται στα βιβλία θρύλους της παιδικής λογοτεχνίας και δεν είναι απλή παιδική λογοτεχνία αλλά κάτι πολύ παραπάνω.
Τα ανάλογα θα έλεγα και για το φιλμ μια κι η μεταφορά του στην οθόνη(η οποία τον έχει ξαναυποδεχτεί τον «πρίγκηπα» που έχει επηρεάσει πολλούς κι ένας από αυτούς είναι κι ο «Εξωγήινος» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στο σενάριο της μακαρίτισσας Μελίσα Μάτισον) στην κατηγορία του είδους «κινούμενο σχέδιο» βρίσκει θαυμάσια εφαρμογή.
Το κινούμενο σχέδιο, που υπογράφει ο ΜΑΡΚ ΟΣΜΠΟΡΝ του «Kung Fu Panda», μεταξύ άλλων, ΚΑΙ το πνεύμα του βιβλίου μπορεί και μεταφέρει ΑΛΛΑ ΚΙ ωραίες πρωτοβουλίες παίρνει και του δίνει προεκτάσεις δικές του, οι οποίες δεν προδίδουν κανέναν και έχει ως ηρωίδα μικρό κορίτσι που η μητέρα της την έχει «πουσάρει» στο να εισέλθει στον κόσμο των ενηλίκων μα η γνωριμία της με ένα γείτονα, που τον αποκαλούν «Αεροπόρο» θα αποβεί καθοριστική διότι ο «αεροπόρος» αυτός θα την φέρει σε επαφή με το βιβλίο-ημερολόγιο του «μικρού πρίγκηπα» και θα αντιληφθεί διαφορετικά τον κόσμο. Μοιάζουν ο «μικρός πρίγκηπας» με τον «Πήτερ Παν» σε κάποιο σημείο, έτσι; Ναι, η όλη διαφορά που αυτονομεί το κάθε έργο ως κάτι ξεχωριστό, είναι η διαφορετική αντιμετώπιση της ένταξης ή αποδοχής του κόσμου των ενηλίκων.
Ο Μαρκ Οσμπορν έχει πετύχει και δύο διαφορετικές εικαστικές προσεγγίσεις του είδους που λέγεται «κινούμενο σχέδιο», πάνω στο έργο: Άλλη τεχνοτροπία, πιο σύγχρονη, πιο μοντέρνα, πιο…. «digital» , ακολουθεί στα σκηνές του «μικρού κοριτσιού», κι εντελώς άλλη στην εισδοχή στον κόσμο του «μικρού πρίγκηπα» που μοιάζει πιο πολύ με παλαιά ιχνογραφία. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί κάποιος θεατής να αισθανθεί «αισθητική ανακολουθία» μεταξύ των δύο τεχνοτροπιών αλλά νομίζω πως τελικώς λειτουργεί σε αυτό που επιδιώκει ο σκηνοθέτης ο οποίος έχει υπόψη του ότι απευθύνεται σε παιδιά και καλό θα είναι την διαφορά των δύο κόσμων να την λαμβάνουν κάπως πιο εύληπτα. Και με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να κρατήσει και την ποιητική διάθεση του πρωτοτύπου και να μην την προδώσει.
Όμως…… υπάρχει κι εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ένα «όμως»… Το αν τα παραπάνω και την ταινία μαζί, εξαιτίας και του ρυθμού της, θα την απολαύσουν εξίσου τα παιδάκια τα οποία δεν διαβάζουν κριτικές ούτε μετράνε «αστεράκια» παρά μόνο αστέρια στον έναστρο ουρανό, με τους γονείς τους ή τους ενήλικες συνοδούς τους.
Τόσο η ταινία ως ρυθμός είναι αρκετή ξένη με το κινούμενο σχέδιο που απευθύνεται σε παιδιά κι άλλο τόσο το βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ είναι περισσότερο ένα παιδικό έργο που αγαπούν οι μεγάλοι να απευθύνουν στα παιδιά παρά ένα παραμύθι που τα παιδιά, τα μικρά παιδιά, τα παιδάκια, ζητούν αυθορμήτως από κάποιον να τους το διηγηθεί ή να τους το διαβάσει. Το ίδιο ισχύει και με το «Γαλάζιο πουλί» του Μωρίς Μέτερλινγκ στο οποίο οι μεγάλοι με το ζόρι επιχειρούν να μυήσουν τα παιδάκια , αιώνες τώρα, αλλά του κάκου…
Γι αυτό , αν το παιδάκι αρχίσει μέσα στο σινεμά την γκρίνια ή την εκδήλωση βαρεμάρας, ας μην το χαρακτηρίσουν «αχάριστο» οι μεγάλοι πως το πήγαν σινεμά σε κινούμενο σχέδιο και το μικρό βαρέθηκε ενώ οι μεγάλοι το απολάμβαναν τόσο πολύ, εκτιμώντας την ποιότητα του.
Μια ποιότητα που εκτιμάται ακόμα περισσότερο αν το δει κανείς στην πρωτότυπη ξένη «βερσιόν» όπου ντουμπλάρουν τους ρόλους των καρτούν οι φωνές εκπληκτικών ηθοποιών της πρώτης – πρώτης σειράς. Ο ΤΖΕΦ ΜΠΡΙΤΖΕΣ που ντουμπλάρει τον «αεροπόρο», ο ΜΠΕΝΙΤΣΙΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ στο «φίδι» (αν και στο συγκεκριμένο θα θυμάμαι πάντα από την μέτρια έως κι ημι-αποτυχημένη μιούζικαλ εκδοχή του Στάνλευ Ντόνεν, τον Μπομπ Φόσι, που είχε χορέψει το ρόλο κι έκανε το σώμα του ένα λάστιχο), ο ΤΖΕΙΜΣ ΦΡΑΝΚΟ, η ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ , η ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ είναι μόνο μερικοί από αυτούς.