Είναι μια ταινία που το μόνο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει τον θεατή είναι στην ΑΝΙΑ. Τον θεατή, όχι τον κριτικό εν γένει. Τον κριτικό των Φεστιβάλ, σίγουρα όχι. Αν κι ο ΧΟΥ ΧΣΙΑΟ ΧΣΙΕΝ, ο auteur του φιλμ (δεν χρησιμοποιώ καν τη λέξη «σκηνοθέτης») δεν είναι ευνοούμενος των Κανών, τις διακρίσεις του τις έχει πάρει σε άλλα Φεστιβάλ. Ωστόσο είναι το είδος που οι κριτικοί των Φεστιβάλ θα θελήσουν- και το κάνουν- να δώσουν ώθηση, μια κι όπως έχω εξηγήσει, κι ελπίζω να μην κουραστώ να συνεχίσω να το εξηγώ, κατασκευάζονται προκαταλήψεις και στοχοποιούνται ή ευνοούνται ΠΡΟΣΩΠΑ. Όχι έργα. Οπότε, και στην περίπτωση της «Σιωπηλής δολοφόνου» με βάση την θετική κατασκευασμένη προκατάληψη, κάποιοι θα μπαίνουν στον κόπο να πιέσουν τους εαυτούς τους ότι είδαν κάτι «σπουδαίο» (για «αριστούργημα» δεν το συζητώ, δεν θα το αποτολμήσουν ούτε αυτοί), κάποιοι όμως που κοιτούν απευθείας τα έργα κι όχι τα πρόσωπα, θα αγανακτήσουν από την πλήξη.
Διάλογος δεν υπάρχει παρά κάτι λίγες ατάκες εντελώς ασήμαντες, οι σκηνές δράσεις είναι ελάχιστες κι η περιεχόμενη δράση απλώς «στοιχειώδης», η κάμερα δεν κουνιέται ρούπι οπότε η στατικότητα δηλώνεται με την πρώτη επίσκεψη, κι όλα αυτά για μια ιστορία από την Κίνα του 7ου μΧ αιώνα, όπου μια κοπέλλα απήχθη κι εκπαιδεύτηκε να γίνει δολοφόνος για να σκοτώσει ένα πραξικοπηματία, ή κάτι τέτοιο, βασιλικό ηγέτη-σφετεριστή.
Καμμία σχέση με ανάλογα κινεζικά φιλμ, είτε του Ζανγκ Γιμού που έδινε πάντα κινηματογραφική μεγαλοπρέπεια στις ταινίες του ακόμα κι όταν αναγκαζόταν να γυρίζει παραμύθια (πώς να συγκριθεί τούτη η «Σιωπηλή δολοφόνος» με τον «Ηρωα» του Γιμού;- δεν μιλώ για τα πιο ψαγμένα έργα του που ούτε από εκείνα έλειψε ποτέ η κινηματογραφική μεγαλοπρέπεια ή ο ρυθμός ή η δράση αλλά ο Γιμού είναι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, δεν είναι auteurκι ας έχει πάνω του στοιχεία σκηνοθετικής προσωπικότητας από τα οποία αντλούν δύναμη και γεννιούνται οι auteur αλλά δεν είναι υποχρεωτικώς όλοι και καλοί σκηνοθέτες) είτε με άλλων σκηνοθετών όπου είδαμε κι εκπληκτικές αισθητικές χωρίς να τους λείπει η δράση-αυτό το ΤΟΝΙΖΩ.
ΚΙ εδώ υπάρχει αισθητική κι είναι ένα σημείο στο οποίο θα σταθούν δικαιωματικά οι υπερασπιστές της ταινίας αλλά κι η αισθητική μένει παγιδευμένη κι επηρεάζεται από την στατικότητα, την αφόρητη στατικότητα, σκηνοθεσίας και κάμερας αλλά κι εσωτερικού ρυθμού. Δεν περιορίζεται η βραδύτητα στην εξέλιξη της ιστορίας, αφορά και στον ρυθμό κίνησης των ηθοποιών
Καμμία σχέση με «Grandmaster», «Αντίο παλλακίδα μου» κλπ ή με το καθαρόαιμο κι απόλυτο παραμύθι «Η κατάρα του χρυσού λουλουδιού» όπου είχαμε ζαλιστεί από το χρυσάφι και τον ενδυματολογικό πλούτο.
Όπως επίσης –και δεν ανέφερα τυχαία τις παραπάνω ταινίες- το πρόβλημα με την «Σιωπηλή δολοφόνο’ δεν είναι πρόβλημα Δύσης κι Ανατολής ,πως και καλά οι Απω-Ανατολίτες έχουν άλλους ρυθμούς που είναι ξένοι με τους δικούς μας. Διότι αυτά τα έργα, τύπου «Σιωπηλή δολοφόνος» και κάποια άλλα αρκετά, δεν είναι τα έργα που βλέπουν οι θεατές των χωρών αυτών. Όπως κι εκείνο το ιρανικό σινεμά που είχε ανακαλυφθεί στα 90ς, δεν ερχόταν από τις αίθουσες του Ιράν αλλά κατασκευαζόταν στη Δύση ή από τη Δύση με Ιρανούς σκηνοθέτες για τα Φεστιβάλ της.
Ακριβώς τέτοια περίπτωση είναι τα φιλμ –κι ο ίδιος μια και κατατάσσεται στους auteurs-του Χου Χσιάο Χσιεν, όπου αυτά τα έργα γίνονται για να εξυπηρετούν την βιομηχανία των Φεστιβάλ που είναι μια ξεχωριστή και με συγκεκριμμένους «κατασκευαστικούς» όρους βιομηχανία. Δεν είναι τα έργα που πάει και βλέπει το κοινό της Κίνας και της Ταιβάν και του Χονγκ Κονγκ κλπ κλπ καθότι, ειδικά στις χώρες αυτές, τα αμερικανικά blockbusters και τα θεάματα πολεμικών τεχνών κατέχουν την πιο ζηλευτή θέση στις καρδιές των θεατών και στα ταμεία των κινηματογράφων.
Αρα, δεν είναι έργα που γίνονται για εκείνο το κοινό διότι κανένα κοινό στον κόσμο δεν επιλέγει να ανιά όταν πηγαίνει στον κινηματογράφο.