Ξεκινώ, λοιπόν, από τους τίτλους αρχής όπου η ταινία μας δηλώνει ξεκάθαρα πως πρόκειται για ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ παραγωγή, που, όμως, έγινε για να προβληθεί στον κινηματογράφο. Το ίδιο ισχύει και στην ταινία «Room», που θα προβληθεί προσεχώς, όπου κι εκεί μας δηλώνεται στους τίτλους αρχής η τηλεοπτική προέλευση από πλευράς παραγωγής, όπου κι εκεί αναδεικνύεται πρωταγωνίστρια, η Μπρι Λάρσον κι από ό, τι φαίνεται αυτές οι δύο θα είναι οι βασικές διεκδικήτριες του φετινού Οσκαρ. Και των δύο οι ταινίες είναι «τηλεοπτικές»
Το αναφέρω ενθυμούμενους τους λογής λογής εγχώριους αντι-μανουσάκηδες και μέχρι ενός σημείου αντι-παπακαλιάτηδες (μια και στην Ελλάδα στοχοποιούνται πρόσωπα ενώ οι όροι καθύβρισης παραμένουν ανόητοι) περί «τηλεοπτικού». Εξω λοιπόν έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια ότι η διαφορά «τηλεοπτικού» και «κινηματογραφικού», έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, είναι στο που θα κάνει πρεμιέρα η ταινία.
Με αυτή την πρώτη σκέψη, διαβάζοντας τους τίτλους, μπήκα στην ταινία. Μια μικρή παραγωγή, έργου εποχής, ακριβώς ίδιας περιόδου από πλευράς χρονικής τοποθέτησης με την «Carol», στο Μπρούκλυν του 1952, όπου κι εδώ, όπως και σε εκείνο, μέσω των κοστουμιών φτιάχνουν ατμόσφαιρα εποχής. Τα σκηνικά κι εδώ είναι πολύ περιορισμένα και για ευνόητους λόγους, περίπου όπως έκανε κι ο Μανουσάκης, ο σκηνοθέτης ΤΖΟΝ ΚΡΟΟΥΛΥ, επιλέγει ανθρωποκεντρική σκηνοθεσία, διότι ΚΑΙ ιστορία ανθρώπων και κυρίως συγκεκριμένης ηρωίδας πρόκειται να δείξει, οπότε το περιβάλλον θα χρησιμεύσει ως πλαίσιο στα κάδρα της ηρωίδας ΚΙ επειδή ο προυπολογισμός φαίνεται περιορισμένος. Με τα κοστούμια (ΟΝΤΙΛ ΝΤΙΚΣ ΜΙΡΩ η ενδυματολόγος) πετυχαίνουν την αντι-«Carol»: Κοστούμια «καθημερινά» του ’50 με τα οποία φτιάχνεται πλαίσιο ενώ για την ηρωίδα ολοκληρώνουν σουλούπι και χαρακτήρα και δεν προβάλλουν σταρ διότι εδώ «σταρ» δεν υπάρχει. Κι όταν λέω «σταρ» δεν εννοώ τη δημοτικότητα της ηθοποιού αλλά την ηρωίδα, το πρόσωπο που έχουν να ντύσουν. Κι η ηρωίδα δεν είναι «Carol», δεν είναι μια γυναίκα που γητεύει και γοητεύει αλλά μια κοπέλα που ζει μέσα στο πλήθος.
Κι είναι μια Ιρλανδή που η αδελφή της την παροτρύνει να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, να μη μείνει στον πεινασμένο τόπο τους, να πάει εκεί και να κυνηγήσει το όνειρο της. Η ηρωίδα, που τη λένε Ελις, θα το κάνει κι εκεί θα αρχίσει να στήνει τον εαυτό της στα πόδια της. Κάπως έτσι μας έδειχνε και την «Joy» το trailer της δικής της ταινίας που αποδείχτηκε παραπλανητικό. Αντίθετα η Ελις του «Brooklyn», προσπαθεί πραγματικά να σταθεί στα πόδια της, να κυκλοφορήσει στο Μπρούκλυν , όπου η επαφή της είναι με παράγοντες της Εκκλησίας και των συντηρητικών κύκλων, γνωρίζει και τον έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού Ιταλού αλλά έρχεται η βόμβα εξ Ιρλανδίας: Η αδελφή της πέθανε κι η μαμά είναι μόνη. Πάνω που ο Ιταλός την είχε ζητήσει σε γάμο.
Τόσο στο πρώτο μέρος που περιέγραψα όσο και στο δεύτερο όπου η Ελις πρέπει να γυρίσει στην Ιρλανδία κι όπου της την έχουν στημένη οι πάντες προκειμένου να μην ξαναφύγει, εκείνο που παρατήρησα είναι το εξής: Πως δεν βρήκα τίποτε «τυποποιημένο» (για να μην επαναλαμβάνουμε τη λέξη «κλισέ» ξανά και ξανά και γινόμαστε πρώτοι υπηρέτες του «κλισέ» εμείς οι ίδιοι με τις «κλισέ» -βλ. «τυποποιημένες»- εκφράσεις) ούτε στο κτίσιμο του χαρακτήρα και κατεπέκταση της ιστορίας ούτε στα επεισόδια με τα οποία το σενάριο βάζει «εμπόδια» στο κεντρικό πρόσωπο προκειμένου να φτάσει στο τέρμα που οι επινοητές της της έχουν ορίσει. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι καταλήγει σε κάτι μεγαλόπνοο, όμως , σε όλη τη διάρκεια που το παρακολουθούμε έχουμε μπεί στην ψυχή της Ελις, μας ενδιαφέρει η «μικρή» ιστορία της, μας ενδιαφέρουν τα συναισθήματα της, το ίδιο και τα διλήμματα της, κάπου ετοιμαζόμαστε κι εμείς να την κρίνουμε ή να την κριτικάρουμε για την απόφαση που θα πάρει στο τέλος του φιλμ. Οι χαμηλοί τόνοι, το «μινοράκι» για να το πούμε έτσι, γίνεται ένα «μινόρε» που το «τραγουδά» εξαίσια η Σάορσι Ρόναν, η οποία εδώ επιβάλλεται ως ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ. Ολο το έργο είναι πάνω της. Είναι παρούσα διαρκώς. Μας μεταδίδει κάθε ίχνος συναισθηματικής λεπτομέρειας της ηρωίδας κι όλο αυτό γίνεται με υποδειγματική, εκφραστική λιτότητα χωρίς τίποτε να υπογραμμίζεται, σαν να μην έχουμε στην οθόνη μια ηθοποιό που παίζει αλλά έναν άνθρωπο που συναισθάνεται.
Στο φινάλε, αναμένω τα «σχολεία κατηχητικού» περί happy end να εκδώσουν αναθέματα διότι δεν θα έχουν σταθεί σε καμία από τις λεπτομέρειες που απλώνονται στη διάρκεια του φιλμ αλλά στην απομόνωση του φινάλε από το υπόλοιπο, όπως την ορίζει η θεωρητική κατήχηση. Χωρίς να είναι και καθόλου εμφανές τι περιμένει ο καθένας ως «Happy end» αφού εξαρτάται από την ατομική του ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα του, την ανατροφή του, τα στοιχεία που αναγνωρίζει στην Ελις ως πιο κοντά στα δικά του,.
Δεν πειράζει. Η Σάορσι Ρόναν κερδίζει μια μεγάλη προσωπική μάχη κι ο δρόμος για το Οσκαρ είναι πλέον ανοιχτός. Της δίνει προβάδισμα, της δίνει όμως κι αντίπαλες διόλου ευκαταφρόνητες. Της δίνει ,επίσης, κι ένα θαυμάσιο πλαίσιο από εξαίρετους ηθοποιούς που αν και δεν έχουν σημαντικούς ρόλους εν τούτοις φτιάχνουν απίθανα μικρά πορτραίτα , όπως η ΤΖΟΥΛΙ ΓΟΥΟΛΤΕΡΣ κι ο ΤΖΙΜ ΜΠΡΟΑΝΤΜΠΕΝΤ αλλά κι οι ηθοποιοί των άλλων ρόλων, που έχουν χρησιμεύσει ως βάση για να σταθεί και προβληθεί η ηθοποιία της πρωταγωνίστριας.