Θα μου πείτε, κωμωδία είναι κι η κωμωδία έχει το δικό της κανόνα , τη δική της αφήγηση. Σύμφωνοι. Βλέπουμε λοιπόν μια 40άρα και κάτι, χωρισμένη, να έχει μείνει άνεργη, και να καταφεύγει στο σπίτι της μάνας της. Και να αρχίζει η συμβίωση με κάποιες δυσκολίες. Όμως κατά το σενάριο, οι δυσκολίες συμβίωσης αρχίζουν και τελειώνουν στο ότι η μάνα δεν τα πολυκαταφέρνει με τα νέα μέσα τεχνολογίας. Δεν βλέπω κάτι άλλο πιο έντονο. Πάνω σε αυτό υπάρχουν ένα με δύο καλογραμμένα κωμικά επεισόδια.
Στη συνέχεια , παρακολουθούμε τα της μάνας η οποία ως Γαλλίδα έχει δεσμό με ένα συνομήλικο της, με ένα ηλικιωμένο κύριο αλλά το κρύβει από τα παιδιά της, τον οποίο φαίνεται πως είχε ρεζέρβα από τον καιρό που ακόμα ζούσε ο σύζυγος της και πατέρας των παιδιών της.
Αναφέρομαι «στα παιδιά της», διότι στο δεύτερο μέρος η μάνα οργανώνει ένα τραπέζι με τα τρία της παιδιά που δεν μένουν μαζί της, άρα έχουμε αρχίσει και φεύγουμε από εκείνο που νομίζαμε ως θέμα αρχικά και παρακολουθούμε την λεπτομερή ετοιμασία του τραπεζιού όπου στην ώρα του επιδόρπιου έχει κανονίσει «τυχαία» επίσκεψη» του «δεσμού» της ώστε να τους τον παρουσιάσει όσο πιο μαλακά γίνεται
Η σκηνή, η μεγάλη αυτή σεκάνς είναι ωραία γραμμένη και διασκεδαστική, το σενάριο βάζει τα «εμπόδια» του και η στρατηγική κάπου χαλάει κι η μάνα οργανώνει απόδραση για να πάει να βρει τον «καλό της». Σε μια επίσης ωραία σεκάνς συνέχεια της προηγούμενης που η κόρη , εκείνη που νομίζαμε ότι θα δούμε την ιστορία της καθώς επιστρέφει στο πατρικό, θέλει να τη συνοδεύσει ως το σταθμό του τραίνου που η μάνα υποτίθεται πως φεύγει βιαστικά σε ταξίδι ενώ σκοπός της είναι να πάει στο διπλανό διαμέρισμα…
Καταλήγουμε σε μια συμβατική κομεντί, που δεν έχει τόση σχέση με αυτό που αρχικά μας πλάσαρε και που ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, οι παλιές ελληνικές κωμωδίες το έχουν κάνει ίσως και καλύτερα. Προ πολλών – πολλών δεκαετιών, ώστε να έρχεται τώρα ο γαλλικός
Αν μη τι άλλο τόσο η ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ στην κωμωδία των ΓΙΑΛΑΜΑ-ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ σε σκηνοθεσία ΟΡΕΣΤΗ ΛΑΣΚΟΥ όσο κι η ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (ιδίως αυτή) στο «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΓΑΠΡΟΣ», τη «θηλυκή» εκδοχή του «Δελησταύρου και υιός» του ΑΛΕΚΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ είναι πολύ πιο αστείες από την πράγματι εκλεπτυσμένη εδώ ΖΟΣΣΙΑΝ ΜΠΑΛΑΣΚΟ… Η Αρώνη είναι πολύ πιο αεράτη, πολύ πιο… Γαλλίδα από τη Γαλλίδα, και φυσικά πολύ πιό κοκέτα , η Βλαχοπούλου είναι απείρως πιο κωμικός (και πετυχαίνει και τη συγκίνηση στα δευτερόλεπτα που κάτι τέτοιο απαιτείται).
Με άλλα λόγια, περάσαμε ένα συμβατικό βράδυ, προσωπικά δεν γέλασα τόσο διότι δεν είμαι εύκολος και στην κωμωδία αλλά κι οι γύρω μου επίσης δεν γελούσαν πλήν δύο μεσόκοπων κυρίων σε κάποιους ιδιαίτερους διαλόγους σαν να «μας» επισήμαιναν ότι είναι πολύ μυημένοι στα γαλλικό..
Δεν πέρασα όμως κι άσχημα αλλά δεν θα είχα πάθει και τίποτα αν δεν το έβλεπα.
Μεσαίο, μέτριο, θα μπορούσες να το πεις κι ασήμαντο αλλά δεν θα φτάσω ως εκεί διότι τόσο τα γράψιμο κάποιων σκηνών (όχι ολόκληρο το σενάριο –επ’ ουδενί!) καθώς και το μοντάζ που δεν φαίνεται και που είναι πολύ δύσκολη δουλειά για το είδος της κωμωδίας, καταφέρνει και σε κάνει να το παρακολουθήσεις διότι όπως η φύση έτσι και το μοντάζ, κυρίως εκείνο που δεν φαίνεται, απεχθάνεται το κενό. Και το «Μαμά γύρισα» έχει μπόλικο…. κενό!
Κι ο σκηνοθέτης ΕΡΙΚ ΛΑΒΕΝ αν μη τι άλλο παρακολουθεί το ρυθμό των ηθοποιών αλλά είναι αφημένος στα ασφαλή χέρια του μοντέρ του , ΒΕΝΣΑΝ ΖΟΥΦΡΑΝΙΕΡΙ, που όπως διάβασα στο βιογραφικό του είναι μοντέρ που έχει δουλέψει κυρίως στην τηλεόραση, οπότε δίνονται πιο έυκολα κάποιες εξηγήσεις…. Καθώς και για το σκηνοθέτη που έχει και διαπιστευτήρια συν-σεναριογράφου με τον ΕΚΤΟΡ ΚΑΜΠΕΓΙΟ ΡΕΓΙΕΣ στον οποίο προσέφερε σίγουρα ένα ντεκουπάζ απαραίτητο ειδικά για τη σκηνή του δείπνου αλλά και της περιπέτειας με το τραίνο στο δεύτερο μέρος.
Αυτά!
Ο Λάσκος ήταν καλύτερος. Για τον Σακελλάριο δεν το συζητώ καν.