ΤΖΩΝ ΛΕ ΚΑΡΕ «πουλάει» η ταινία και μάλιστα το «πουλάει» ο ίδιος ο Τζον Λε Καρέ που το όνομα του βρίσκεται στους τίτλους όχι μόνο με την ιδιότητα του συγγραφέα αλλά και του executive producer. Που σημαίνει ότι όχι μόνο συμμετέχει στην παραγωγή της ταινίας αλλά κι ότι είναι αυτός που την «τρέχει».
Οπότε, να μάνι-μάνι ένα στοιχείο μπερδεψιάς για τους νομίζοντες περι θεωρίας auteurπου δεν θα ξέρουν πώς να τοποθετήσουν τη «νέα ταινία της Σουζάνα Γουάιτ» την οποία δεν ξέρουν κι αν τυχαίνει να έχουν δει πουθενά το όνομα της, δεν τους γεμίζει το μάτι για auteur.
Oπότε, υπό την ομπρέλα αυτής της γενικής και πολλαπλής σύγχυσης, η ταινία είναι καταδικασμένη από μεριάς «αστερίσκων»
Μόνο που δεν είναι έτσι τα πράγματα κι η ΣΟΥΖΑΝΑ ΓΟΥΑΙΤ έχει κάνει καλή δουλειά στη σκηνοθεσία της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου του Τζον Λε Καρέ, το οποίο είναι ένα κατασκοπικό μυθιστόρημα , όπου ο Βρετανός άσος του είδους βάζει στο στόχαστρο του τη ρωσική μαφία.
Η υπόθεση στο ξεκίνημα της θυμίζει το «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» που σκηνοθέτησε δύο φορές ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ένα ζευγάρι, εκείνος καθηγητής, εκείνη δικηγόρος μετά από δέκα χρόνια έγγαμου βίου και μιάς απιστίας από μεριάς του, κάνουν ένα ρομαντικό ταξίδι στο Μαρακές ως σύσφιξη της σχέσης. Κι εκεί που δειπνούν, σε ένα πολυτελές εστιατόριο, τους πλησιάζει κάποιος που συστήνεται ως Ρώσος, πιάνει κουβέντα μαζί τους, προσκαλεί τον άντρα σε ποτο-κραιπάλη αντροπαρέας, πιάνουν σχέσεις ενπάση περιπτώσει και το βράδυ πριν την αναχώρηση τους δίνει στον καθηγητή ένα στικάκι που του ζητεί να το παραδώσει στις Αρχές της χώρας του ζητώντας προστασία της οικογένειας από τη ρώσικη μαφία στην οποία ανήκει και τον έχει βάλει στο σημάδι.
Κι αρχίζει το μπλέξιμο. Με τη ρωσικη μαφία από τη μια και με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες από την άλλη
Ως θαυμαστής του κατασκοπικού είδους και του Τζον Λε Καρέ προσωπικά, θα πω ότι ως θέμα κι υπόθεση, ακόμα κι ως κατάληξη, δεν είναι κάτι το σπάνιο, κάτι το ασυνήθιστο, κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί.
Ειδικά μάλιστα μετά το τελευταίο του Τζον Λε Καρέ, το «Thenightmanager» που έγινε για την τηλεόραση κι είναι ένα αριστούργημα, θα μπορούσαμε και να στεναχωρεθούμε οι fan του σινεμά και να του διαμαρτυρηθούμε σαν την Τζόαν Κρώφορντ στον Λουις Μπ. Μάγιερ όταν την έδιωξε από την MGM«τα καλά σενάρια τα έχεις για τις άλλες και μένα με ρίχνεις» όπερ σε παράφραση, τα καλά τα στέλνεις κι εσύ στην τηλεόραση και για το σινεμά αφήνεις τα πιο μέτρια».
Ναι, με μόνη τη διαφορά ότι μπορεί να μην υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε αυτό και στο «Thenightmanager», μπορεί επίσης τα του θέματος να τα έχουμε δει κι αλλού, όμως θα ήταν άδικη η κατηγορία ως γενίκευση διότι αυτό που γράφει ο Τζον Λε Καρέ στην κυριολεξία το κεντά και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε συνεχώς να μας ανεβάζει την ένταση και να μας υποκινεί στην υποψία για το τι ακριβώς κρύβεται πίσω από όλο αυτό που παίζεται και ποια πρόσωπα της ιστορίας μπορεί να εμπλέκονται σε σκοτεινούς μηχανισμούς.
Η συνεργασία μεταξύ σεναριογράφου που ανέλαβε την διασκευή και σκηνοθέτη που επιφορτίστηκε την κινηματογραφική μεταφορά της είναι ακριβώς μέσα στο ανωτέρω πνεύμα όπου και τον συγγραφέα θέλουν και καταφέρνουν να πουλήσουν σωστά αλλά και το θεατή να κρατήσουν στο κάθισμα του.
Ο ΧΟΥΣΕΙΝ ΑΜΙΝΙ είναι ένας πολύ καλός διασκευαστής, υποψήφιος για Οσκαρ στα «ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» (με την Ελενα Μπόναμ Κάρτερ) και πραγματικά μετατρέπει τις σκέψεις σε δράση έχοντας ως στόχο την ένταση μια κι η πλοκή είναι γραμμική και δουλεύει με τις πληροφορίες που μας έχει δώσει σχεδόν εξ αρχής, η δε σκηνοθέτης Σουζάνα Γουάιτ, που προέρχεται από την τηλεόραση στην οποία γίνονται διάφορα θαύματα τελευταίως, ξέρει πολύ καλά πως θα επιτευχθεί αυτή η ένταση, σαφώς με το μοντάζ όπου πρέπει να προηγηθεί η ανάλογη δουλειά στο σενάριο ώστε να έχει να «κεντίσει» αγωνία ο μοντέρ ,κι εδώ είναι ο ΤΑΡΙΚ ΑΝΟΥΑΡ (υποψήφιος για Οσκαρ στο «Americanbeauty» και στο «Ο λόγος του βασιλιά») με τη ΛΟΥΤΣΙΑ ΤΖΟΥΚΕΤΙ ( συνεργάτη του Στίβεν Φρίαρς μεταξύ άλλων) και με τη φωτογραφία του βραβευμένου με το ΟΣΚΑΡ για το «SLUMDOGMILLIONAIRE» ΑΝΤΟΝΥ ΝΤΟΝΤ ΜΑΝΤΛ, που πετυχαίνει κι ατμόσφαιρα (με τη χρωματική αρωγή της σκηνογράφου ΣΑΡΑ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ) αλλά και κάμερα που ξέρει ότι θα βοηθήσει τους μοντέρ στην επιδιωκόμενη ένταση. Κι η μουσική συμβάλει στην αγωνία, κυρίως επειδή είναι «υπόγεια» και δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από πάνω.
Πάμε στους ηθοποιούς κι εδώ αυτός που αξίζει πραγματικά είναι μόνο ο ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΡΣΓΚΑΡΝΤ, ο οποίος έχει πετύχει κάτι εξαιρετικό: Βάζει στον «κακό» του στοιχεία καλού κι όταν πρέπει να δείχνεται η άλλη όψη του νομίσματος πετυχαίνει το τέλειο αναποδογύρισμα, να προβάλλει τον «καλό» εαυτό του με στοιχεία κακού. Κι ι αυτό το κάνει διαρκώς, εναλλακτικά κι εκ….. περιτροπής! Θα μπορούσε να διεκδικήσει μερτικό επιτυχίας κι η σκηνοθέτης πάνω σε αυτό (συν το γεγονός ότι ο δεύτερος καλός στην ταινία είναι ο ΝΤΑΜΙΑΝ ΛΙΟΥΙΣ που στον κινηματογράφο ίσαμε τώρα δεν μου άρεσε ΠΟΤΕ- ξεκινώντας από τις «Νύφες» και φτάνοντας σε ‘ο,τι άλλο στη μεγάλη οθόνη έχει παίξει- στη μικρή τα πάει καλύτερα αλλά δεν παρακολουθώ συστηματικά τις σειρές). Όμως, επιφυλάσσομαι για τη σκηνοθέτη διότι στην περίπτωση του ΓΙΟΥΙΝ ΜΑΚΓΚΡΕΓΚΟΡ δεν είδα απολύτως τίποτα. Ο Μακ Γκρέγκορ δεν δίνει τίποτε απολύτως στο ρόλο, μόνο «γκομενιλίκι» προβάλει κι αυτό όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να πεις πως εδώ διαλέγει ή διαλέγουν να τον βγάλουν απλώς icon.Απλώς δεν δίνει τίποτε στο ρόλο. Η δε ΝΑΟΜΙ ΧΑΡΙΣ που παίζει τη συμβία του είναι εντελώς άψυχη, δεν έχει μέσα της τίποτα ούτε σε παλμό ούτε σε πάθος, δεν κατάλαβα την επιλογή της. Το ζευγάρι με άλλα λόγια είναι το μείον της ταινίας κι εδώ πέφτει χρέωση και προς σκηνοθεσία μεριά.
Κατά τα άλλα, όλα καλά για τον θεατή, ο Τζον Λε Καρέ εξακολουθεί να είναι εγγύηση.