Στο ξεκίνημα και μέχρι τη μέση, ίσως και σε όλη τη διάρκεια του έργου, σε έχει υποβάλει, σε έχει βάλει σε ατμόσφαιρα, σε μια μυστηριώδη ερωτική κατάσταση κι είσαι κι έτοιμος να του γράψεις και ένα υμνάκο σχετικά με το πώς ξέρει να χειρίζεται το μυστήριο όπως το έχει αποδείξει στην τελευταία του περίοδο με την «ΑΓΝΩΣΤΗ» και με το «ΤΕΛΕΙΟ ΧΤΥΠΗΜΑ». Σε ανάλογη ατμόσφαιρα σε υποβάλει κι εδώ , σε παρασύρει κιόλας και παρατηρείς τη διαχείριση του μυστηρίου , χωρίς να πρόκειται για θρίλερ.
Ω ναι, διότι σε αυτή τη διαχείριση καταφέρνει και πετυχαίνει αυτό το διαχωρισμό, ατμόσφαιρα μυστηρίου χωρίς να ψάχνουμε κανένα δολοφόνο, χωρίς απειλή για φόνο ή για κάποιο άλλο έγκλημα. Μια ερωτική ιστορία παρακολουθούμε εξ αρχής όπου το μυστήριο της ίδιας της σχέσης, της ερωτικής σχέσης, είναι που χειρίζεται ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος και μας βάζει σε κλίμα.
Σκέφτεσαι ότι σιγά σιγά κι από ταινία σε ταινία διαμορφώνει μια δική του πατέντα πάνω στο μυστήριο όπως και στο ιταλικό σινεμά εν γένει όπου ακολουθεί το δρόμο του ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ, του ΦΡΑΝΚΟ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ και του ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ- σε τι; Στο ότι πλέον κι αυτός, όπως κι εκείνοι από ένα σημείο και μετά , έκαναν περισσότερο διεθνείς ταινίες παρά καθαρόαιμες ιταλικές. Αυτό είναι το κοινό στοιχείο με τους παραπάνω, κανένα άλλο. Κι ότι παίζει πλέον περισσότερο διεθνώς ο Τορνατόρε , και λιγότερο «ιταλικά».
Σε γοητεύει και με το ζευγάρι όπου ο ΤΖΕΡΕΜΥ ΑΙΡΟΝΣ, επίσης διεθνοποιημένος ως ένα βαθμό (όπως κι ο ΤΖΕΦΡΙ ΡΑΣ στην προηγούμενη ταινία του Τορνατόρε, στο «Τέλειο χτύπημα») χρησιμοποιείται εξαιρετικά από τον σκηνοθέτη ως μεσόκοπος εραστής, ως «Τζέρεμυ Αιρονς» ώστε να αρέσει στις κυρίες που πράγματι αρέσει (αλλά βλέπεις και μια προσκόλληση από μέρους του στο είδος των ρόλων, σαν να επαναλαμβάνει ένα ρόλο στο διηνεκές)… Και η ΟΛΓΑ ΚΥΡΙΛΕΝΚΟ, για την οποία χάρηκα πολύ που έπεσε στα χέρια του Τορνατόρε επειδή αφενός τη θεωρώ την ωραιότερη μελαχρινή γυναίκα του σημερινού σινεμά μετά τη ΜΟΝΙΚΑ ΜΠΕΛΟΥΤΣΙ κι αφετέρου επειδή στα έργα που είχε παίξει ως τώρα, μου άφηνε χαραμάδες ότι δεν είναι απλώς μια δίμετρη γκομενάρα Ουκρανή αλλά ότι έχει και κάτι επιπλέον. Χάρηκα λοιπόν που την είδα στα χέρια ενός σοβαρού σκηνοθέτη να αξιοποιείται σε κάτι απαιτητικότερο. Δεν την είδα βέβαια να εκτινάσσεται, ούτε να επισκιάζει τον Τζέρεμυ Αιρονς κι αυτό είναι ένα θεματάκι για το παραπέρα της, ωστόσο μου άρεσε που την έβλεπα να ανταποκρίνεται στις δύσκολες απαιτήσεις έστω κι αν δεν έχει τελικά ανάλογη λάμψη με της Μπελούτσι. Το πρωταγωνιστιλίκι δεν είναι εύκολη υπόθεση διότι έρχεται και ζητάει πολλά κι ας προσπαθούν κάποιοι να μειώσουν εκείνους που έχουν φόντα «ειδώλου» και τους εξετάζουν με κριτήρια… OldVic.
Πάντως στέκεται αν κι ενώ είναι πρωταγωνίστρια αφήνει τελικές εντυπώσεις παρτενέρ.
Το θέμα είναι με την ίδια την ταινία που από ένα σημείο κι ύστερα, εκεί κατά τη μέση, αρχίζεις να συναισθάνεσαι ότι ανακυκλώνεται, ότι ξαναλέει τα ίδια, ότι μονίμως επαναλαμβάνεται.
Εκεί αρχίζει το «μάγκωμα».
Και το στοίχημα χάνεται παντελώς όταν συνειδητοποιείς ότι αυτό που βλέπεις είναι μια ιστορία ανάλογη, για να μην πω εντελώς όμοια (μόνο η ηλικία του πρωταγωνιστή διαφέρει) με το «ΥΓ. Σ’ ΑΓΑΠΩ». Το οποίο δεν ήταν «GHOST» αλλά κάτι πολύ μα πολύ κατώτερο από την αγαπημένη ταινία με τον Πάτρικ Σουέιζυ και την Ντέμυ Μουρ , που δεν «έγραψε» και τόσο.
Κι όταν το συνειδητοποιείς αυτό, αναρωτιέσαι για την ταινία που αποφάσισε να κάνει ο Τζουζέπε Τορνατόρε. Δηλαδή εκείνο το φιλμ «ζήλεψε»; Και θέλησε να κάνει δική του εκδοχή; Θα μπορούσε. Μα το ίδιο το θέμα τελικά δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
Ετσι, σιγά σιγά το ενδιαφέρον κατέπιπτε και μαζί με αυτό χανόταν κι η αύρα του μυστηρίου. Δεν υπήρχε πιά «μυστήριο», όλα εκείνα που ετοιμαζόσουν να του γράψει περί «πατέντας» στη διαχείριση μυστηρίου χωρίς θρίλερ, είχαν αφαιρεθεί ως επιχειρήματα. Από το «μυστήριο» είχαμε περάσει στο «προβλεπόμενο» (επειδή απεχθάνομαι τη λέξη «προβλέψιμο» που χρησιμοποιείται κατά κόρον από αμηχανία ή από αδυναμία εκείνων που την χρησιμοποιούν) κι είχε καταλήξει ΣΧΕΔΟΝ (τονίζω το σχεδόν) στο «αντίγραφο».
Εμεινε μόνο μια ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ μέχρι τέλους να μας συνοδεύει και να πασχίζει να μας κρατήσει τη μυστηριακή διάθεση, φωτογραφία γκρίζα και φθινοπωρινή με αντικείμενο, ως επί το πλείστον, τη λίμνη ΚΟΜΟ. Στα ιταλο-ελβετικά σύνορα. Μα αν έχεις τη λίμνη Κόμο και στη διάθεση σου καλή παραγωγή και σκηνοθέτη τον Τζουζέπε Τορνατόρε πως γίνεται να μην κάνεις και καλή φωτογραφία! (ΦΑΜΠΙΟ ΤΣΑΜΑΡΙΟΝ). Με αυτή την τοποθέτηση δεν υποτιμώ τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας-ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ!- αλλά να που εκεί όπου σε οδηγεί το έργο σου φαίνεται πως κι η καλή φωτογραφία δεν είναι αρκετή. Το ίδιο έχω να πω και για τον μαέστρο μας, τον ΕΝΝΙΟ ΜΟΡΙΚΟΝΕ, συνεργάτη μόνιμο του Τορνατόρε, που ακολουθεί το μυστήριο της φωτογραφίας και ντύνει μουσικά την ατμόσφαιρα. Όμως το «λίγο» δεν μπορεί ούτε αυτός να το κάνει «πολύ».
Και τώρα θα μου πείτε και με το δίκιο σας: Κι εμείς που δεν έχουμε δει το «ΥΓ Σ’ αγαπώ» γιατί ξαφνικά να αποτραπούμε να δούμε αυτή την ταινία που από ό,τι φαίνεται έχει τα κάποια ωραία στοιχεία της και θα μπορούσε να μας αρέσει έστω το θέμα της (αν όχι η ιστορία της όπως λες- εγώ δηλαδή) καθώς και το ζευγάρι της κι η λίμνη Κόμο;
Η απάντηση είναι πως δεν υπάρχει λόγος να αποτραπεί κανείς, απλώς αν κάπου στην ταινία, κάποια στιγμή, αρχίσει να «κλωτσάει», να ξέρει τι έφταιξε. Σίγουρα σε αυτή την περίπτωση δεν θα φταίει το «ΥΓ Σ’ αγαπώ» αφού δεν το έχει δει αλλά η αδύναμη υπόθεση εκείνου που δεν ήταν και «GHOST»- εδώ που τα λέμε.