ΚΙ είναι αξιαγάπητος. Εννοώ ως κινηματογραφιστής. ΚΙ έχει δικό του είδος στο οποίο έβαλε ΥΠΟΓΡΑΦΗ και με το είδος αυτό προκάλεσε κατ’επανάληψη όσους ήθελαν να «προκληθούν».
Τον είχα γνωρίσει προσωπικά τον ΟΛΛΑΝΔΟ, είχα επιδιώξει να τον γνωρίσω και του την είχα «στήσει» έξω από το «σαλέ» που διέμενε στο ΑΒΟΡΙΑΖ της Γαλλίας. Εκεί που κάποτε γινόταν το Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου. Συμμετείχε τότε με το «ΡΟΜΠΟΚΟΠ». Με καλοδέχτηκε και μιλήσαμε με τις ώρες. Μου εξήγησε πολλά. Και για την εμμονή του με τις σεξουαλικές φαντασιώσεις, που όλα ξεκινούσαν, όπως μου είχε πει από την αγάπη του για τις γυναίκες κι από την όρεξη να κάνει έρωτα μαζί τους, επίσης μου είχε μιλήσει για την βία που τον καθορίζει στις επιλογές και μου είχε εξομολογηθεί ότι αυτά ανάγονταν στην παιδική του ηλικία, όταν βομβαρδιζόταν το Αμστερνταμ κι εκείνος από μια «διαστροφική» άμυνα κοκάλωνε σαν εντυπωσιασμένος με τις φλόγες που έζωναν την πόλη και μαγευόταν ως παιδάκι από όλο αυτό το κακό που συντελείτο, μου είχε μιλήσει για τις μαθηματικές σπουδές του και για την αντίφαση περί μαθηματικών υπολογισμών στην εξισορρόπηση σεξ και βίας κι ότι του άρεσε ο κινηματογράφος μυστηρίου, λάτρευε τις ταινίες του Χίτσκοκ κι αντιπαθούσε σφόδρα τους θεωρητικούς και προπάντων τη θεωρία του auteur. Και μου είχε αποκαλύψει ότι είχε ενθουσιαστεί με τον «Εξολοθρευτή» του Κάμερον κι ότι χαιρόταν πολύ που πήγαινε στην Αμερική με τις πόρτες ανοιχτές να μεταφέρει το είδος του στις μεγάλες παραγωγές κι ότι συζητούσε ταινία με τον ΑΡΝΟΛΝΤ ΣΒΑΡΤΣΕΝΕΓΚΕΡ- κι αυτή ήρθε κι ήταν η «ΟΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ».
Από κει και πέρα, τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ως προς το κινηματογραφικό του κομμάτι. Οι κριτικοί ποτέ δεν τον αγάπησαν αρκετά αλλά δεν του καιγόταν καρφάκι. Ωσπου ήρθε η αποτυχία των αποτυχιών, το «SHOWGIRLS» και τους «δικαίωσε».
Όλα αυτά δεν θα είχαν καμιά σημασία στο να τα γράψω ως εισαγωγή για κριτική ταινίας, από τη στιγμή μάλιστα που έχω δηλώσει επισήμως και κατεπανάληψη ότι είμαι ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ. Η γνωριμία μαζί του με βοήθησε να «κωδικοποιήσω» καλύτερα αυτά που έβλεπα στα έργα του, όπως και στην Ελλάδα η σχέση μου η αδελφική με τον ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, με έκανε να νιώσω, κι όχι μόνο να δω, το παραπέρα του.
Ολοι λοιπόν θεωρούσαν πως ο Βερχόφεν έχει «τελειώσει». Η γνωστή ευκολία. Παρόλο ότι κάποια στιγμή επέστρεψε στην Ολλανδία κι έκανε μια ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ πολεμική περιπέτεια, τη «ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟ» που θύμισε το ολλανδικό του «ξεκίνημα», με το «TURKISHDELIGHT» για τον έρωτα, το σεξ και τον θάνατο, τη μοναδική ταινία του που προτάθηκε για το Οσκαρ Ξένης Ταινίας κι ήταν και πολύ νέος τότε κι έχασε το Οσκαρ από την «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ» του ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΥΦΦΩ, το καλύτερο «σινεφιλ» , επί της «σινεφιλικής» ΟΥΣΙΑΣ,,έργο που έγινε στον κινηματογράφο.
Και νάτος τώρα με την «ELLE». Στη Γαλλία γυρισμένο, γαλλική παραγωγή, με την ΙΖΑΜΠΕΛ ΥΠΕΡ για πρωταγωνίστρια κι η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ το λαμβάνει υπόψη και το περιλαμβάνει στα προκαταρτικά της.
Στην αρχή, μπορεί κάποιοι – οι κακοπροαίρετοι σίγουρα αλλά και κάποιοι καλοπροαίρετοι- να βιαστούν και να πουν «γέρασε». Ας μη βιαστούν διότι η επόμενη μέρα μπορεί και να τους διαψεύσει. Η ταινία λειτουργεί ως βόμβα βραδείας καύσεως και την επόμενη μέρα η ταινία θα τους απασχολεί αιφνιδίως περισσότερο από όσο την άφησαν ως πρώτη εντύπωση. Την τρίτη μέρα θα έχουν μετανιώσει που βιάστηκαν να την κρίνουν.
Τότε θα καταλάβουν ότι ο ΠΟΛ ΒΕΡΧΟΦΕΝ παραμένει ΝΕΟΣ και συνάμα ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΣ. Πως το τελευταίο στοιχείο δεν το απέβαλε, πως είναι μέρος της φύσης του της καλλιτεχνικής, πως εκείνα που μου είχε πεί τότε ήταν η απόλυτη εσωτερική αλήθεια του και…. Βλέπουμε ένα τολμηρό ψυχολογικό θρίλερ, που λειτουργεί με τους κανόνες της υπογραφής Βερχόφεν πάνω στο είδος χωρίς να αφήνει κενά στην Ιστορία, και σε όσους υπηρέτησαν το είδος.
Η ηρωίδα του είναι μια ώριμη γυναίκα, που συνεργάζεται στην παραγωγή ενός βιντεο-παιχνιδιού κι η γυναίκα αυτή δέχεται επιθέσεις στο σπίτι της από μασκοφόρο βιαστή που ορμάει σαν σίφουνας από την μπαλκονόπορτα ή κι από το παράθυρο(;), φορώντας μάσκα και στολή του σκί, τη σέρνει βίαια, τη χτυπάει, την βιάζει κι εξαφανίζεται το ίδιο σίφουνας όπως μπήκε. Γύρω της χτίζει σιγά σιγά μα ολόκληρη υπόθεση, έναν περίγυρο , όπου τα πρόσωπα που τον συναποτελούν παίρνουν μέρος στην υπόθεση, αναμειγνύονται σε αυτήν, συμβάλλοντας στο μυστήριο αν και δεν εμπλέκονται όλοι τους άμεσα με τη λογική του θρίλερ.
Κάποτε, σε μια προσεχή επίθεση, θα καταφέρει να του τραβήξει τη μάσκα και θα μάθουμε ποιος είναι. Και τότε προχωράμε στη συνέχεια. Εχει κάνει δομική ανατροπή στο σενάριο και στην αφήγηση, πηγαίνει την ιστορία αλλού, ανακατεύει ακόμα και «Ωραία της ημέρας» ή και «σύνδρομο Στοκχόλμης» αλλά τα πρόσωπα του περίγυρου δεν είχαν μπει τυχαία στην υπόθεση και το subplot, η παράλληλη με την κεντρική ιστορία πλοκή (που δεν είναι μόνο μία αφού τα πρόσωπα είναι πολλά κι ενεργά) , εξελισσόταν μαστόρικα. Και το καταλαβαίνουμε αυτό όταν φτάνουμε στο φινάλε.
Σύνθετο το έργο, υποβλητικό ως εκεί που δεν παίρνει, μας κατακτά με την αφήγηση όπως είπα, η υποβολή γίνεται με όρους σεναριακούς και σκηνοθετικούς (το μοντάζ παίζει και πάλι σημαντικό ρόλο στην αφήγηση), δεν καταφεύγει σε φωτισμούς ή σε μουσικές για να μας υποβάλει. Διαθέτει άλλα όπλα. Κι ο ερωτισμός είναι φυσικά παρών αφού μας μιλάει για βιασμό, βιαστή αλλά και μια γυναίκα που δεν είναι ό,τι πιο συμπαθές υπάρχει.
Σκηνοθετεί εξαιρετικά την ΙΖΑΜΠΕΛ ΥΠΕΡ. Στα 60κάτι της, την κάνει αντικείμενο πόθου κι η Υπερ ανταποκρίνεται εξίσου εξαιρετικά, θυμιζοντας και την Μπέττυ Ντέηβις που χωρίς να είναι όμορφη, έπειθε όταν έπαιζε γυναίκες που ελκύουν ακόμα και τη βία. Βέβαια, η Υπερ το έχει ξανακάνει αυτό σε μία από τις καλύτερες ταινίες της, στο «Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ»- εδώ ο Βερχόφεν χρησιμοποιεί «εκείνη» την Υπέρ για να κάνει τη δική «του» Υπέρ.
Γενικά πολύ τον σήκωσε το γαλλικό κλίμα από ό,τι διαπίστωσα με αυτή την ταινία, η οποία είναι καθαρός κινηματογράφος, με τεράστια σκηνοθετική υπογραφή και συγχρόνως έργο για να το δουν θεατές. Να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει όταν έρθει η ώρα των υποψηφιοτήτων. Πάντως, αυτή τη φορά δεν τον προσπέρασαν.